Ζω σ´ ένα σπίτι χωρίς λάμπες.
Οι προκάτοχοί του φεύγοντας πήραν τα πάντα.
Τα βράδια περπατώ στα τυφλά
κι ακούω τα μονά βήματά μου.
κι ακούω τα μονά βήματά μου.
Το σπίτι μου, μου το λεηλάτησαν οι πρόγονοί μου.
Το μαύρο κυπαρίσσι στην αυλή και τα πουλιά τα έσφαξα εγώ μόνος.
Για να ´χω μερίδιο στην κληρονομιά τους.
Για να ´χω μερίδιο στην κληρονομιά τους.
Κι ακόμα να καταφέρω να δω!
Πως να δεις όταν έξω είναι σκοτάδι
κι όταν μέσα είναι σκοτάδι
κι όταν οι λάμπες αφαιρέθηκαν;
κι όταν μέσα είναι σκοτάδι
κι όταν οι λάμπες αφαιρέθηκαν;
Ανοιχτά καλώδια να περνάς ανάμεσα με κίνδυνο ζωής
και τραπεζάκια διάσπαρτα σε συνεχώς μεταβαλλόμενες θέσεις
για τους μικρούς καθημερινούς πόνους.
για τους μικρούς καθημερινούς πόνους.
Αφαίρεσαν τις λάμπες
άφησαν όμως τα πονηρά τραπεζάκια,
τα γυμνά καλώδια
και ένα τσουβαλάκι με παλιακό ρύζι στην αποθήκη
που όλο λέει να βγάλει πεταλουδίτσες
- μπας και πετάξει κάτι σ´ αυτό το σπίτι -
κι όλο την απόδραση αναβάλει επ´ αορίστω...
άφησαν όμως τα πονηρά τραπεζάκια,
τα γυμνά καλώδια
και ένα τσουβαλάκι με παλιακό ρύζι στην αποθήκη
που όλο λέει να βγάλει πεταλουδίτσες
- μπας και πετάξει κάτι σ´ αυτό το σπίτι -
κι όλο την απόδραση αναβάλει επ´ αορίστω...