Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Ο χαλαστής

Στη γειτονιά του υπήρχε ένα μαγαζάκι. 
Από 'κει τα είχε πάρει όλα
αλλά τα ξόδεψε αλόγιστα τα "σ' αγαπώ" του
και ξοδεύτηκε κι αυτός

Τώρα δε του έμεινε ούτε "σ' αγαπώ" να πει
ούτε κουράγιο

Μια μέρα έτσι τόσο ξαφνικά πέσανε τα χρόνια του σαν βροχή στο κεφάλι του 
κι η αγάπη σαν κατάρα 
Ούτε τα μεν μπόρεσε να τα ζήσει
ούτε την δε γνώριζε πως να κρατήσει στα τρύπια του χέρια 

Εκείνο το μαγαζάκι 
-που άνοιξε ένα πρωί και το ίδιο βραδύ έκλεισε για πάντα-
το θυμόταν με νοσταλγία άλλοτε
κι άλλοτε με μίσος.

Δεν κατάφερε και πολλά στη ζωή του. 
Ένα κατάφερε κι εκείνο ημιτελώς κι ατέχνως. 
Έγινε κατά το ήμισυ αυτό που χαϊδευτικά του προσέπιπτε η μάνα του:
Χαλαστής.  
(τη μαστοριά δεν μπόρεσε να την επιτύχει)