Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Απορίας άξιον

Συγκλονίζονται οι άνθρωποι 
από την απώλεια των ανθρώπων. 
Λες και είναι ο άνθρωπος 
λιγότερο ευτελής από την άμμο 
για να χτίσει κανείς πάνω του 
οτιδήποτε περισσότερο από ένα κάστρο,
ένα καλοκαιρινό απόγευμα. 

Το παρελθόν είναι ελάχιστα δεδομένο. 
Και συγκλονίζονται οι άνθρωποι
απ´ την απώλειά του.
Λες κι είναι το παρελθόν 
λιγότερο ασαφές από το σύννεφο
για να πατά κανείς πάνω του 
οσαδήποτε βήματα περισσότερα από ένα. 

Τι είναι αυτό που βρίσκω κι εγώ τόσο εκπληκτικό;
Ακριβή ήταν η ευχή της μάνας μου 
και για κείνη δανείστηκα χρόνια 
και πληρώνω ακόμα.  Και παρά ταύτα,
ακόμα με εκπλήσσουν τόσα και τόσα.
Η επίφαση της αγάπης, η προδοσία,
οι βροχερές καλοκαιρινές μέρες, 
και ο ήλιος τον χειμώνα.   


Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Μικρό ερμηνευτικό λεξικό

Θυμάμαι. Ένα λάθος ρήμα για μια διαρκή παρουσία. 

Αντέχω. Ανακριβές, όταν δεν υπολογίζεται η διάβρωση. 

Ζω. Χρησημοποιείται για να περιγράφεται η επιβίωση. 

Ονειρεύομαι. Αντ´ αυτού που θα ´ταν μια λύση ζωής. 


Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Πλανητικό

είναι ένας κομήτης.
έρχεται με μια ιδιάζουσα απεριοδικότητα.

υπάρχει κι ένας πλανήτης ακίνητος, σκοτεινός.
που περιμένει και δεν περιμένει τον κομήτη για να φωτιστεί.
πάνω του δε φυτρώνει τίποτα παρά μόνο φωτιές.
οι φωτιές δεν φωτίζουν.  μόνο καίνε.

ο πλανήτης έχει παγώσει από καιρό.
ο κομήτης χάθηκε από χρόνια.

ωστόσο αυτή η ασάφεια.
συντηρεί την εσωτερική καύση.
την άθερμη.
την άφωτη.
την κυρτωμένη από τους συμπαντικούς νόμους παραλληλία των ευθειών τους.

το ασύγχρονο πάντρεμά τους,
κάποιο σωτήριο έτος πριν εκατομμύρια σωτήρια έτη,
αυτό θεμελίωσε την ύπαρξη του ετερόφωτου ενός.
αλλά δεν έσωσε κανέναν τους.


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Το γράμμα

Θέλω να μένω σε μια οδό που την λένε Χλόης,
με μια κοπέλα που θα τη λένε Δάφνη.
Το σπίτι θα έχει κήπο και στόμα για να αναπνέει.
Η κοπέλα θα είναι ανθισμένη όλο το χρόνο.
Τα καλοκαίρια θα τρώμε ζεστό ψωμί με τυρί και ντομάτα ώριμη.
Τα βράδια θα χορταίνουμε με αντιπαραβολές,
με επιβεβαιώσεις και μοντελισμό.
Οι μέρες θα 'ναι γλυκές σαν κλάματα ανακούφισης.
Θα τις ντύσουμε με βελούδα μπλε και γκρενά παπιγιόν.

Θα μεγαλώνει το σπίτι μας σαν δέντρο,
στην οδό Χλόης,
θα το ποτίζει ένα αγέραστο κορίτσι από μετάξι κινέζικο.
Θα 'χει κι η ίδια ρίζα βαθιά στη γη, όπως ο μύθος.
Θα αγαπά τα χρώματα και τις γλυκόπικρες γεύσεις.
Θα ΄χει ήσυχα κύματα στη φωνή της
και θα ‘χει κλάψει ατέλειωτες, χειμωνιάτικες βροχές.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, κάθε Χριστούγεννα,
θα καίμε στο τζάκι γερασμένες, κόκκινες ματαιώσεις,
και τις χλωρές τους φύτρες θα τις τρώμε για πρωινό.
Δεν θα μ’ αφήνει να στέλνω άλλα γράμματα λυπημένα στον Άι Βασίλη,
όπως εκείνα στον ανθό των πρώτων γηρατειών μου:

Αγαπητέ Άι Βασίλη
το σώμα μου μεγάλωσε.

Πήρα εκείνο το τραινάκι που πάντα ήθελα. 
Δεν έφυγα. Δεν πήγα πουθενά.
Έβαλα μόνο ένα κέντρο στο κέντρο μου
και το κυκλώνω ανελέητα από τότε.
Το γυρίζω εμμονικά, σκάβοντας
κι αδυνατώντας να πλησιάσω. 

Πήρα ένα γρήγορο αυτοκίνητο.
Δεν ξέρω αν το έστειλες εσύ.
Τρέχω και καλύπτω με ταχύτητα τις απαιτητικές αποστάσεις της ζωής μου.
Και μένω ακίνητος.  Όσα χιλιόμετρα κι αν κάνω. 
Κι όσο πιο γρήγορο το αμάξι, τόσο δεν φτάνω. 

Πήρα και την κούκλα με τα μεταξένια μαλλιά.
Ήταν ωραία.  Ξανθή.  Μελαγχροινή.
Είχε ένα σώμα γεμάτο χυμό πορτοκάλι,
φράουλα, και γρανίτα λεμόνι,
κι όσα πεθύμησα όταν κοιτούσα ιδρωμένος τις αλάνες
τα καλοκαιρινά μεσημέρια. 
Δεν ήταν για ΄μένα οι αλάνες.  Ή οι κούκλες.
Τι να την κάνεις άλλωστε την κούκλα όταν έχεις μεγαλώσει;
Το πολύ να την βάλεις να καθήσει στη θέση του συνοδηγού. 
Να πιάσεις τον ζεστό μηρό της.  Και να μην την κοιτάζεις πια. 

Πήρα το τόπι, τα λουστρίν παπούτσια, πολλά πολλά πουκάμισα.
Πήρα και ρολόγια.  Ξέρεις πόσο αγαπάω τα ρολόγια!
Πήρα πολλά.  Έζησα ακριβής.  Σε ένα κόσμο που ευνοεί το χάος.
Και έχασα από το προοίμιο.  

Ένα παιδικό τραινάκι μου είπε για το άπιαστο όνειρο,
το ομφάλιο τέρας της αποκαλύψεως,
(και τις υπόλοιπες σκόνες
και τους θορύβους ενός κόσμου σε ράγες).
Έγχρωμο, μεταλλικό και νωχελικό μου δίδαξε σκληρά,
- θυμάσαι την κακιά καθηγήτρια στην δευτέρα γυμνασίου; -
πως είναι τέχνη να αποφεύγεις τον εαυτό,
όπως ο διάολος το λιβάνι που του αναλογεί. 

Κι απ τις κούκλες έλαβα δώρο ζωντανό τραύμα στην πλάτη,
μεγαλύτερο-ίσο με την αξία της απώλειας,
και στο πηλίκο μου περίσσεψε μια βόλτα στο λούνα παρκ,
χρυσή πληρωμένη,
και ένα καλά βολεμένο αδύνατο στην καρδιά. 

Κι από όλα τα ρολόγια με τα οποία μολύνθηκα εξ αρχής,
τι σημαίνει προπατορικό έμαθα. 
Γύρισαν μανιασμένα, μόλις γεννήθηκα, τρεις γενιές δείκτες διπλοί και τρίδιπλοι.
Ακύρωσαν μία-μία τις παιδικές μου λαχτάρες.
Τις αναμονές και τις χαρές. 
Τα παιχνίδια, τα κλάματα, τις απαιτήσεις.
Τα ρολόγια όλα των προγόνων μου φορτώθηκα στην πλάτη.
Κληροδοτήματα βαριά που τα χώσαν στο μυαλό μου
και τ΄αφήσαν να στροφάρουν ρουφώντας τον χρόνο μου. 

Δεν έχω παράπονο.  Δώρα πολλά ανύπαρκτε και άγιε.
Και παρά τα δώρα όλα, ποτέ δε σε πίστεψα.
Ούτε μια στιγμή. 
Διότι ποτέ δε μου χαλάλισες το μοναδικό δώρο που χρειάζεται ένα παιδί.
Την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα ψίχουλο ιστορίας δικής του, προσωπικής,
σ' αυτό τον ανερμάτιστο κόσμο. 

Η κοπέλα όμως δεν θα ξέρει να διαβάζει.
Δεν θα καταλαβαίνει από γράμματα και αγίους.
Θα την λένε Δάφνη και θα είναι ένα ισοσκελισμένο δαιμόνιο καινό.
Θα στηρίξει το κέντρο του βάρους μου κι όποτε εγώ θα ταλαντεύομαι,
αυτή θα μου κρατάει τη μέση.

Θα με αγαπήσει με τη θέρμη της γης και του χώματος.
Θα με αναγκάσει να πιστέψω σε σπίτια από ζαχαρωτά,
σε ξεχασμένα αδράχτια, σε κόκκινα μήλα και Άι Βασίληδες.
Κι όταν της το ζητήσω, επιτέλους πληρωμένος,
θα με αφήσει να πεθάνω.
Σπίτια, κορίτσια και αγάπες,
Χριστούγεννα και Άι Βασίληδες,
δεν είναι για χόρταση.


(αφιερωμένο με αγάπη στην πιο φανατική μου αναγνώστρια για το παιδί που με μεγάλους κόπους διασώζει μέσα της)


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Η πείνα

Κουράστηκαν τα μάτια μου να σε ψάχνουν
Σε πλήθη αγνώστων
Σε απίθανες πραγματικότητες
Σε πρόσωπα,
σχήματα σωμάτων,
σε αγκαλιές απελπισμένες.

Κουράστηκα να σε ζήτω στην βουή της αγοράς.
Στο δρόμο για το σπίτι.
Να ελπίζω να σε δω στην επόμενη γωνία.
Κουράστηκα αχόρταγα να κοιτάζω το ενδεχόμενο.
Κουράστηκα αυτή την πείνα των ματιών μου.

Και πείνασα πολύ.
Πείνασα το σώμα σου με τις γραμμές του όλες.
Και μπούχτισα ν´ αναπαράγω εμμονικά τη σκιά του.
Να γράφω το περίγραμμά του.
Σε λέξεις να το εσωκλείω.
Και να αδυνατώ να ξαναβρώ τη θέρμη του.

Κι όσο μακρυά σου στέκομαι,
σε σταθερή όμως απόσταση,
για να με λένε λεγεώνα,
και να με λένε εμφύλιο,
να είμαι το πείραμα των δυο σχισμών
και να μην ξέρω αν με παρατηρώ ή όχι, κουράστηκα.

Πέρασε καιρός από την ερώτησή σου, το ξέρω.
Μα η απάντηση ήταν πάντα και είναι.
Μία.


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Το λουλούδι

Όταν θα σε ξαναδώ θα κρατάς στο χέρι μια γερασμένη εικόνα σου, σα μαύρη μάνα.

Θα ´σαι κορίτσι εικοσπέντε χρονώ και θα μου δείχνεις ένα πιο δίκαιο μέλλον.

Τα γράμματά σου που φυλάω στην τσέπη μου και μιαν άνοιξη που σου ματαίωσα ασυλλόγιστα.

Θα σου χαρίσω ένα λουλούδι (εγώ που ποτέ μου δεν χάρισα) σε σχήμα αντεστραμμένο και νόστιμο σαν αίμα.

Τόσα πρόσημα κλειστά και κόκκινα κι ούτε ένας δρόμος δεν θα μείνει πια αδιάβατος.

Αχ! θα ´σαι κορίτσι εικοσπέντε χρονώ κι εγώ αγόρι να σε ποθεί μ´ όλη τη δύναμη του κόσμου.

Στην εκπνοή του χρόνου θα κερδίσω το άπειρο με το ´να μου χέρι.

Θα σ´ αγκαλιάσω τρυφερά μέχρι να σμίξουν δυο βουνά, θα σου συντρίψω τον μέλλοντα χρόνο και τον παρελθόντα.

Και σαν αρχή αέναη στο σπίτι σου θα μπω για να υμνήσω το θαύμα της αιώνιας νιότης μας.

Εσύ κι εγώ δεν είμαστε. Εσύ κι εγώ, σκορπισμένοι στα σύμπαντα χρόνια περικλείουμε το όλο.

Κι η θλιβερή εικόνα μας η γερασμένη, αμυδρή απόδειξη μιας παραστρατημένης, σπαταλημένης ζωής, θα ανατραπεί οριστικώς από την άχρονη αιμάτινη αγάπη μας. 


Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Το σώμα

Κουβαλάω ένα σώμα
σε χειμερία νάρκη.
Διεκπεραιώνω χειμώνες.
Με καύσιμο το μυικό μου ιστό.
Μετράω τη μέρα με τα χάπια μου.
Ξημέρωσε, το λευκό. Βράδιασε, το κίτρινο.
Και γονατίζω.

Έχω στήσει κάπου μυστικά έναν βωμό.
Και πίσω του,  είδωλο χρυσό και κοίλο.
Όλα του τα ´ταξα.
Το προσκυνώ.

Όταν η καρδιά μου αδυνατεί,
σ' αυτό προστρέχω.
Σ' αυτό θυσιάζω το χρόνο μου
και όποιον στέκεται δίπλα μου.
Αυτό ονειρεύομαι,
όταν το όνειρο μου το επιτρέπει.
Αυτό σφίγγω στο χέρι μου κόμπο-κόμπο
και μ´ αυτό προσεύχομαι.

Δεν είμαι παρά ένα σώμα σε νάρκη.
Ένα κορμί σε αναμονή.
Ένας πιστός με παρωπίδες.
Ένα "κύριε ελέησον" αξιολύπητο.
Μια έρημος προσωπική, στη μέση μιας όασης.
Κι ένας Σταυρός χωρίς κανένα απολύτως νόημα. 


Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Οικογενειακό δείπνο

Γύρω από ποιο τραπέζι καθίσαμε όλοι μας,
συνδαιτυμόνες άσπονδοι κι αγαπημένοι;

Μ' ακονισμένα τα μαχαιροπίρουνά μας και τα δόντια μας
είπαμε τις προσευχές μας και ξεκινήσαμε να τρωγόμαστε.

Στρωμένο το τραπέζι με αναμνήσεις, με παλιά μέλλοντα,
με επαναλήψεις, ελάσματα, και με ανάπηρους συλλογισμούς.

Θα χορταστούμε, θα χωνέψουμε, και θα συνεχίζουμε.
Θα πίνουμε, θα ξεχνάμε, θα μεθάμε και θα θυμόμαστε.

Κι όλα αυτά με χάρη περίσσια και με παρρησία.
Μέχρι να μείνουν οι φωνές μόνο να οχλάζουν.


Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Μικρό

Επτωχεύσαμεν. Ευτυχώς. 
Κι αυτή τη λίγη περιουσία την φτενή
την σκόρπισε ο καιρός. 
Αν δεν είναι αυτό δικαιοσύνη, 
τότε τι είναι;

Μας παίρνει η ζωή απ´ τα πέντε μας
και μας εκπορνεύει. 
Κι απορώ ποιος την ανακάλυψε  
για να μας τυραννά 
με τέτοιο βάναυσο τρόπο. 

Επτωχεύσαμεν ευτυχώς.  
Κι αυτό το ισχνό φως μέσα μας
το φύσηξε ο παγωμένος χρόνος. 
Αν δεν είναι αυτό ανακούφιση,
τότε πες το ζωή. 



Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Τα οφειλόμενα

Οφείλουν το μίσος.
Για όλο τον πόνο που υφίστανται 
οι ζώντες.
Δεν ήρθε κανείς εθελοντής εδώ.
Οφείλουν το μίσος της ύπαρξης.
Πρωτίστως σε εκείνους που τους τραβήξανε
από το βάθος της μακάριας ανυπαρξίας.
Είναι μια κατάσταση φυσική αυτή.

Και η άλλη, η αντίθετή της, 
ψηλό βουνό που χρειάζεται να κατακτηθεί,
και να κατακτάται συνεχώς. 


Κυτίο παραπόνων

Υπήρξα ένα κυτίο παραπόνων.
Ρίξαν μέσα μου πολλά και γέμισα ως απάνω.
Ξέμαθα να αγαπώ τώρα.
Έμαθα να απορρίπτομαι.
Γοητεύομαι μόνο από την προοπτική.
Οι πραγματικότητες είναι πάντα αποκαθηλωτικές.
Λυπάμαι.   


Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Άγονη γη

Είναι άγονη γη.
Καμιά αγάπη δεν φυτρώνει πάνω της. 
Είναι βράχος και είναι πέτρα. 

Μη ρίχνετε άλλο την στοργή σας 
και τις προσδοκίες σας
στο κοίλο σώμα. 
Δεν έχει πάτο το ποτήρι αυτό. 

Μεγαλώνει με φωτιά 
κι άπειρα χτυπήματα 
μεταξύ σφύρας και άκμονος. 
Θα περίμενε κανείς να γίνει ατσάλι.. 
Όμως όχι! 
(Αυτή είναι η μόνη του αντίσταση στον κόσμο) 
Είναι μια φτηνή λαμαρίνα έτοιμη να τρυπήσει. 
Εύθραυστο γυαλί. Σχεδόν θρυμματισμένο. 

Κι είναι ένα φράγμα με ρωγμές ανεπανόρθωτες. 
Με βάρος τόνων στα πλευρά που δεν θα αντέξουν. 

Ζει την εκπληκτική ζωή(,) της συγκράτησης,
της μίζερης αναχαίτισης,
της πολυτελούς αμηχανίας. 

Κοιμάται όσο μπορεί για να κρύβεται 
από αυτό το "παραλίγο" του. 
Τελείωσαν οι σοκολάτες,
και έμεινε μόνο το παλτό του το ατσάλινο, 
και η φαιδρή πραγματικότητα του κόσμου. 


Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Εντός παρενθέσεως

"Κάπου εδώ, 
εντός των παρενθέσεων,
ζει κάποιος άλλος από εμάς".

Θέλει η φωνή του να ακούγεται,
μα ντρέπεται και υποσημειώνει. 
Παρεισφρύει ανάμεσα στις γραμμές 
σχεδόν ενοχλητικός, 
ολίγον εριστικός,
κυρίως όμως ανώνυμα ανεύθυνος. 

Κρυφοκοιτάζει τις φθαρμένες μας λέξεις 
και τις τέμνει. 
Τεμαχίζει τα νοήματα και διαταράσσει το συντακτικό μας. 
Παρατηρεί ψύχραιμα και σχολιάζει εν βρασμώ. 
Φοράει ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, 
γυαλιά, 
και ένα κόκκινο μαντίλι έχει πάντα κρυμμένο
στην μέσα τσέπη του σακακιού του. 

Ζει τη ζωή του παράσιτου
και τρέφεται από το αίμα μας, 
εντός παρενθέσεων πάντα. 

Έχει μνήμη ελέφαντα, 
την κρίση του Μίνωα, 
και μια καρδιά που αντέχει τις σκιές 
και την αθόρυβη ζωή 
που οι παρενθέσεις του εξασφάλισαν. 


Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Περιττό

Ύστερα κατάλαβες.
Άρχισες να μου μιλάς με φωτογραφίες.
Πότε με πλάτες γυρισμένες
και προσφάτως με ζευγάρια αδιαφορίες.

Στέκομαι απέναντί σου.
Μήπως κι εγώ τι;
Αντί να δεχτώ το δώρο σου
κλείστηκα σπίτι
και καμπούριασα και μίκρυνα
μες το ασφαλές και το γνωστό.
Μήπως κι εγώ,
τι περίμενα να καταλάβω
από το ωραίο της ζωής;

Αποφάσισα να σε δέσω στην καρέκλα
και να τεμαχίσω την ολόσωμή σου αγάπη.

Μια καλαμιά ήμουν
που χορεύει στον άνεμο,
στον κάμπο δίπλα σ´ ένα βάλτο
κι εσύ χελιδονάκι.
Πως να αγαπηθούμε;


Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Θες αγάπη; Πάρε ένα σκύλο

Οι άνθρωποι για να αγαπήσουν απαιτούν λογική και βεβαιότητες. 
Περιμένουν ανταπόκριση και είναι αυτό κατά μία έννοια ένα συναισθηματικό αλισβερίσι. 

Οι άνθρωποι "αγαπούν", "ερωτεύονται", "συνδέονται", υπό προϋποθέσεις. Επειδή. Όχι, παρόλο που. 

Η Πηνελόπη είναι πλάσμα του μύθου. 
Η Ιφιγένεια θυσιασμένη.  

Τα υπόλοιπα φιλολογικές αηδίες. 

Θες αγάπη; Πάρε ένα σκύλο. 


Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Στοιχηθείτε

Με κάτι καχεκτικά κουπιά παλεύουμε
ενάντια στο ρεύμα του καιρού. 
Κι ενώ το μέλλον μας πάει εμπρός μ´ ορμή
εμείς με μανία κωπηλατούμε προς τα πίσω,
με τα χεράκια μας, 
με τις ψυχούλες μας. 
Κουτάλια κρατάμε κατάδικοι και
πότε σπρώχνουμε τα νερά
πότε σκάβουμε τα χώματα,
κάνοντας τρύπες αξιοθρήνητες. 

Τι γίνεται με τον καιρό;
Πως μας γυρίζει έτσι ανάποδα 
κι αντί να αγαπάμε αναπολούμε το ανύπαρκτο;

Πως γίνεται κι ο καθένας γίνεται 
ένας στρατιώτης 
με κουρασμένο βήμα.  
Με γελαστές διαταγές.  
Με ένα-δύο. 
Με μολύβι στα χέρια 
Με μολύβι στα πόδια
Με γρανάζια στο κουρδισμένο κορμάκι του. 

Ένας στρατιώτης έρημος,
άπατρις, ανέστιος, αναξιέραστος, 
στον ατέλειωτο πόλεμο του κόσμου. 



Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Τα ανθρώπινα

Τίποτα ανθρώπινο 
δεν έχει ο άνθρωπος. 
Μόνο φτερά σπασμένα,
αινίγματα ανεπίλυτα. 

Λιγο κυνήγι και κρυφτό 
προλαβαίνει να παίζει. 
Ύστερα οχυρώνεται γερά,
γερνάει και ξεχνιέται.  

Τιποτα ανθρώπινο. 
Είμαστε μόνο φάροι. 
Βράχια και κύματα σκληρά γύρω. 
Αναβοσβήνουμε ολομόναχοι.


Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Το λεύκωμα

Έλειπες καιρό.  
Ήρθες το βράδυ και κάθησες απέναντί μου. 
Κρατούσες μια φωτογραφική μηχανή. 
Έπιανες πεταλούδες και τις καρφίτσωνες σε ένα λεύκωμα.
Έτρεξα να ακουμπήσω την πλάτη σου για να γυρίσεις να με δεις. 
Μου ´πες "θα τα πουμε σε λίγο".
Έριξα τους ώμους στο βρώμικο πεζοδρόμιο. 
Έβαλα ένα ζευγάρι πολύχρωμα φτερά. 
Πέταξα γύρω σου. 
Με καρφίτσωσες σ´ ένα λεύκωμα. 


Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Ησυχία. Γράφουμε.

Άκουσα
το χαρτί που γύριζε ο αέρας 
κι έδινε ρυθμό στο άηχο χάος. 
Έζησα 
τη ζωή μου σ´ έναν τόπο ήσυχο
χωρίς καθρέφτες και χωρίς ανθρώπους. 
Δίπλα 
στην έγχρωμη επανάληψη του χώματος
τα ρούχα μου λέρωσα και καθάρισα. 
Απέναντι 
δεν άντεξα κανέναν και δεν κράτησα,
μόνο ένα χέρι πουπουλένιο, παιδικό. 
Ονειρεύτηκα 
κάτι λίγο, μικρό κι απλούστατο
να ισοσκελίζει τον ορυμαγδό. 


Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Μάντεψε

Κι εσύ μου λες:
"Αγάπη μου!  Μάντεψε!  Μάντεψε!"
Εγώ όλο μαντεύω λάθος.

Έχασα τα χείλια μου παλιά
κι έπαψα να φιλάω.
Ένα ποτάμι που ‘χα μέσα μου
στέρεψε κι αυτό πριν χρόνια.

Εσύ επιμένεις:
"Αγάπη μου!  Μάντεψε!  Μάντεψε!"
Μα εγώ πάντα λάθος μαντεύω
και περιμένω μια κρυφή ρίζα απότιστη να ανθίσει.

Θέλω να τρέξει χρυσός μέσα απ’ τα ραγίσματα.
Θέλω μια φωτεινή ύλη να ενώσει τα σπασμένα.
Μα όλο μαντεύω λάθος
και τα κομμάτια απομακρύνονται ατάκτως.  


Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Το πηγάδι και το

Δεν είσαι άνθρωπος
Δεν είμαι άνθρωπος
Είμαστε δυο εκκρεμή

Εκκρεμούμε μεταξύ μιας σχέσης που δεν είχαμε ποτέ
και μιας κοινής φαντασίας περί αυτής

Ταλαντώνεσαι απ´ το μαζί μέχρι το μόνη
Κι εγώ από το πάντα ως το ποτέ και πίσω

Κάπου κάπου το βαρίδιό μου συναντά το δικό σου.
Αγγίζονται.
Ή κοιτάζονται ζαλισμένα από το συνεχές τραμπάλισμα.

Θυμούνται κάποια παλιά φορά
που τα σχοινάκια τους μπλέξαν
Και τότε δέθηκαν για λίγο και στροβιλιστήκαν
μαζί, άτακτα, υπέροχα, απρογραμμάτιστα,
πάνω σε περίεργες ασύμμετρες τροχιές...

Ωωωω...  Πόσα θυμούνται!!

Τι όμορφο να αφήνεις αυτό το μονότονο πίσω-μπρος
την βαρεμάρα της απόλυτα προκαθορισμένης πορείας
και να μπλέκεις σε άγνωστες, ακαθόριστες τροχές, τι όμορφο!
Μπλεγμένα σχοινιά
Στροβιλιζόμενα βάρη
Αλλόκοτες βόλτες

Ποιο αλύπητο χέρι της ευταξίας
μας ξέμπλεξε και μας ξαναέβαλε στις κανονικότητές μας;
Ποιο ευσπλαχνικό χέρι μας όρισε
να ταλαντώνουμε παρέα τις ζωές μας;
Πόσο σατανικό όμως να βλεπόμαστε
άτακτα και να σμίγουμε;
Ποια Θεία Πρόνοια το όρισε;


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Όσο σ' έδιωξα

Κι όσο σ έδιωξα
γλυκά σε προστάτευσα
από της μέρας μου
την άγρια ανακύκλωση,
κι από της νύχτας μου
τον ματωμένο γύρο.

Ωραία σε κράτησα,
φωτογραφία κι ανάμνηση,
μες της ζωής το λίγο.

Κι όσο σ έδιωξα
γλυκά σε προστάτευσα
Από της θέσης δίπλα μου
την ηλεκτρική αγωνία.
Από τα ψυχρά μου μάτια,
κι απ´ την τρύπια καρδιά.


Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Μπάλος

Διονύση μου κατάλαβα. 

Ο Μέγας Τράγος πριονίζει. 
Γιατί πως αλλιώς θα δυναμώσει το δέντρο;
Πως αλλιώς θα αναπνεύσει το δάσος;

Ο Μέγας Τράγος καίει. 
Να καθαρίσει το τοπίο και ν´ αναδειχτεί. 
Γιατί με το γάντι δεν ξεριζώνεται το παλιό. 

Ο Μέγας Τράγος καταστρέφει. 
Γιατί με γκρέμισμα σπέρνεται το καινούργιο. 
Θέλει ανοιχτά πεδία για να υπάρξει το νέο.


Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Εργοτάξιο

Στο μέσα μου,
εργοτάξιο
έχω καλά κρυμμένο.
Είναι γεμάτο σκαλωσιές.
Μαστόρια κεντημένο.

Γκρεμίζονται
και χτίζονται
χίλια σπίτια την ώρα.
Σαν κύματα κομίζονται
και κρίματα και δώρα.

Μέσα μου
κρύβω πόλεμο
και ποιος νικάει δεν ξέρω.
Χρόνια μαζεύω τα αίματα
και πάντα εγώ υποφέρω.

Μια
με νικάει τ´ άδικο,
και δυο με καταπίνει.
Μια ξεθαρρεύεται το φως
και τρεις μια μαύρη μήνη.

Μέσα μου
κρυβω εκρηκτικά,
φυτίλι κι αναπτήρα.
Και μου φυλάω μια φωτιά
του σύμπαντός μου μοίρα. 


Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Αύγουστος στην πόλη

Κλαίνε τα μάτια, 
κλαίνε και τα χέρια σου,
σα να λυπάσαι ολόσωμη 
τα τρία αγόρια του καλοκαιριού,
τ´ αυτοκρατορικά,
που θέλησαν φέτος να το σκοτώσουν νωρίτερα 
από των ημερών του τη φυσική συντέλεια. 

Μια πλανόδια θλίψη 
βρήκε πελάτες στο χωριό μας. 
Και έμεινε χρόνια 
και πλουτίζει στην πλάτη μας. 

Αλλά εσύ δεν φοβήθηκες. 
Εσύ είχες σπίτι χτισμένο στον βυθό της θάλασσας. 
Τι να σου κάνει η γυρολόγα βροχή κι οι υπαινιγμοί της;
Έτσι κι αλλιώς, τα δικά σου καλοκαίρια βαστούν όσο οι αιωνιότητες των ονείρων. 

 

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Δον-κιχωτισμοί

Για την αναμονή του ανύπαρκτου, 
για το ευγενές αυτής και το ανόητο, 
συντάσσομαι,
με το επόμενο προς εξαφάνιση είδος,
αδυνατώντας να εξελιχθώ. 

Γνωρίζω
την παγίδα αυτή την όμορφη και την θανατηφόρα. 
(Λες η πεταλούδα να μην ξέρει;)
Φως, εσύ, του αφανισμού, 
σε παρακαλώ,
κλείσε με σε έναν πίνακα, 
σε ένα τραγούδι, 
σε μια πιθανότητα ελάχιστη,
κι άσε με εκεί. 

Πόσα καλοκαίρια μου δόθηκαν 
για να εμπεδώσω το ψέμα;
Πόσοι χειμώνες 
για να αγαπήσω την απάτη;
Δεν πέρασε αγάπη μου από πάνω μου ο χρόνος.
Αγνοήθηκε κι αυτός, όπως και όλες οι πραγματικότητες. 

Κι έτσι σώθηκες. 


Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Το δάσος

Το δάσος βουίζει. 
Οι μέλισσες κι ο άνεμος το χαϊδεύουν 
Τα ήσυχα έλατα και τα κυπαρίσσια υπομένουν. 
Κυματιστό τον αέρα. 
Ακούραστες τις μέλισσες. 
Αχόρταγα τα μάτια μου. 

Οι κορυφές του βουνού χαμογελούν σοφά. 
Αφ´ υψηλού παρατηρητές, 
γνωρίζουν. 

Το κορίτσι το δικό μου είναι η μνήμη. 
Εγώ ενα μαύρο τετράγωνο κουτί. 
Χωρίς ανοίγματα. Με έξι στιλπνές έδρες. 

Στη μια κάθομαι. 
Στην άλλη, στο κεφάλι μου, 
έχω ένα αναμμένο κερί παλιακό που λιώνει. 
Μια γυναίκα κάθεται σε μια μου πλευρά και χτυπάει μια αόρατη πόρτα. 
Απέναντί της ένα άγριο, λυσσασμένο σκυλί γαβγίζει το αδύνατο.

Στην αυλή μου έχω φυτεμένα όμορφα λουλούδια. 
Γι' αυτό μου χτυπάει η γυναίκα. 
Όμως εμένα κοπέλα μου είναι η μνήμη μου. 
Κι αυτή μου λέει ότι αγάπη είναι η προδοσία. 
"Και τότε τι τα θες τα λουλούδια;" ρωτάει η γυναίκα. 
"Μα, 
λουλούδια συνηθίζεται να φυτεύουν γύρω απ´ τους τάφους, στα μέρη μου."


Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Το μοτέρ

Βουίζει το μοτέρ του ψυγείου
Ζέστη αφόρητη 
Πονάνε τα μάτια μου
Άφησα μια γλάστρα έξω να ξεραίνεται 
Ακούω τα φύλλα της να πέφτουν 
Άφησα κι ένα δέντρο μέσα να μεγαλώνει
Ακούω τις ρίζες του να τρίζουν πάνω στα κόκκαλά μου. 

Το μυαλό μου αναπηδά στους τοίχους σαν μπάλα από καουτσούκ. 
Σκουπίζω τον ιδρώτα με την πλάτη του χεριού 
Το βουητό πλαισιώνει την ασφυξία μου
Είναι όμως μια τρυφερή ώρα αυτή
Θ´ αγκαλιάσω τα μαξιλάρια μου κι ίσως...

Θέλω να ονειρευτώ την άρση 
Το τελευταίο κύμα της τρικυμίας
Έναν χορό με το παλτό μου


Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Φωτογραφία στα Κύθηρα

Τι υπέροχο που είναι να περιμένεις τον εραστή σου
για να καθρεφτιστείς όμορφη στα μάτια του!

Τέσσερις και τέταρτο.
Σε δυο αιώνες θα φανεί!!
Θα κρατάει μέλι στα χέρια του
και ένα κεφάλι λιονταριού θα ´χει καπέλο.

Θα του δοθείς, όπως η άνοιξη στη γη.
Θα σε θερίσει μ´ ένα σκουριασμένο εγχειρίδιο.

Έχουν τα χέρια του λέπια.
Και τα μάτια του ανοιγοκλείνουν νωχελικά.
Κουβαλάει δυο τσουβάλια γεώμηλα
ριγμένα αμφίπλευρα στις πλάτες του.
Βλέπει κόκκινο τον κόσμο.
Και μαύρη, τόσο μαύρη, 

την δική του αντανάκλαση
σε όλα τα στιλπνά αντικείμενα.


Ααααχ, τι όμορφο το χαμόγελό σου
όταν του κρατάς τα μαλλιά!!

Δώσ' του τα δικά σου να πνιγεί.
Δεσ' τα κόμπο γύρω από τον κλειστό,

τον άχρηστο λαιμό του.
Ας τον να κρεμαστεί απ´ το μπαλκόνι σου.
Πλύνε το σώμα του μετά.
Καθάρισε όλα του τα βάρη.
Βάλτον σε στοίβα ξύλινη και κάψε τον.


Είναι αργά.
Ησύχασε ο κόσμος.
Αναπνέεις απαλά, παραδομένη.
Όμορφη!  Όμορφη μέσα στον ύπνο σου!
Όμορφη και μυρωδάτη δίπλα στο σώμα του.

Νεκρός, καμένος, σχεδόν στάχτη εκείνος,
ακόμα σ´ ονειρεύεται.
Κουνιούνται τα μάτια κάτω απ´ τα κλειστά του βλέφαρα.
Κοιτάζει την φωτογραφία σου.
Αυτή που του στέρησες.
Αυτή με τα ριγμένα καστανόξανθα μαλλιά που κρύβαν το μισό πρόσωπό σου.
Θυμάσαι;
Θυμάσαι.


Κάποτε θα πάρεις το απατηλό στιλέτο
Θα το περάσεις από το ένα του αυτί στο άλλο
Θα του σβήσεις όλες του τις μνήμες
Θα του σβήσεις όλες του τις αισθήσεις
Θα του αφήσεις μόνο ένα όνομα
Και τα μαλλιά σου.
Μέχρι τότε θα καίγεται.

Κι εσύ θα χαμογελάς στον άλλο.
Θα καθρεφτίζεσαι όμορφη στα μάτια του.
Θα είναι πάντα τέσσερις και τέταρτο.
Θα τραφεί για λίγο κι αυτός από τον ιδρώτα σου.
Αυτόν ξόδεψέ τον.  Δεν πειράζει.  

Τάιζε για λίγο το ασήμαντο δίπλα. 


Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Καφενείον "Λουξ"

Τι ψάχνει να βρει, η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα;
Τι θα βγάλει από εκεί;

Ένα λεπτό χέρι χορεύει στα σπλάχνα της.  
Κάποιον αναπτήρα;
Μα δεν καπνίζει. 
Ένα στυλό για κάποια σημείωση;
Μα δεν έχει τίποτα σκεφτεί και τίποτα δεν θα ακούσει. 

Τι ψάχνει να βρει, η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα;
Τι παλεύει ν' ανακτήσει;

Κάθεται μόνη στο μαρμάρινο τραπέζι με τις ψάθινες καρέκλες. 
Ανακατεύει μια ξεφούσκωτη, πολυκαιρισμένη τσάντα. 
Ο κόσμος του καφενείου την κοιτά. 
Μήπως το κινητό της;
Μα δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα. 
Είναι 1960. 
Και είναι ανήκουστο για μια γυναίκα να κάθεται μόνη, 
σ´ ένα μαρμάρινο τραπέζι με ψάθινες καρέκλες. 

Τι να κρύβει η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα της;
Ποιο μυστικό την τυραννά;

Ψάχνει και ψάχνει, 
(κάνει περίεργους θορύβους το τίποτα)
με απόγνωση σχεδόν κι ύστερα να!!!
Βγάζει ένα κόκκινο μπουμπούκι τριαντάφυλλο 
και τ´ ακουμπάει στο άσπρο μάρμαρο. 


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Οι σκλάβοι

Είναι δυο άνθρωποι δεμένοι μεταξύ τους. 
Όχι με σχοινί.
Ούτε με αλυσίδα.
Έχουν μια βέργα μεταλλική και άκαμπτη, δυο μέτρα μήκος.
Έχουν χοντρούς μεταλλικούς κρίκους στο λαιμό.
Και την βέργα ανάμεσά τους.

Οι άνθρωποι αυτοί,
κάποιας μορφής ιδιότυπης σκλάβοι,
ζουν χρόνια ο ένας κοντά στον άλλον
σε αυτή την σταθερή απόσταση.
Δεν πλησιάζουν.  Δεν μπορούν άλλωστε.
Δεν αποχωρίζονται.  Δεν μπορούν να χωριστούν.

Ζουν, μεγαλώνουν, τρώνε, κοιμούνται, κάνουν σεξ
κοιτάζοντας πάντα ο ένας τον άλλον.
Άλλοτε με αποστασιοποιημένο βλέμμα.
Άλλοτε με πολλή αγάπη.
Και πάντα με απόγνωση.

Πολλές φορές ο κρίκος στον λαιμό στενεύει και τους πνίγει.
Τότε,
πάνω στον πανικό τους,
πότε προσπαθούν να απομακρυνθούν
και πότε παλεύουν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον.
Να αγκαλιαστούν.  Να κλάψουν.

Όταν κρίκος είναι πιο χαλαρός καταλαγιάζει η απελπισία.
Και ζουν στα σπίτια και τις δουλειές τους.
Βγαίνουν με τους φίλους τους ο καθένας και διασκεδάζουν.
Πάντα δίπλα-δίπλα βέβαια.
Είναι σιαμαίοι αλλά δεν έχουν καμία σωματική επαφή.

Ψέματα!
Θυμάμαι κάποιες ελάχιστες φορές που τους είδα
- θεϊκή συγκυρία -
σε κάποιο οριακό λύγισμα του κορμιού τους,
σε σχεδόν αυτοκαταστροφικές διατάσεις των χεριών και των ώμων τους,
να αγγίζονται ελάχιστα, με τ' ακροδάχτυλά τους.
Σε εκείνες τις άπειρα μικρές στιγμές πίστεψα ότι υπάρχει Θεός.

Όμως κοίτα να δεις ειρωνεία!
Αυτές οι στιγμές ακριβώς, αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει.  


Αφού έτσι είναι...

Σε περίμενα σε πείσμα των καιρών.
Ξεραμένος ως τη ρίζα, αλλά ελπίζων. 
Ήρθαν μύριοι. Φύγανε. Δεν ήρθες. 

Σε περίμενα σε πείσμα του εαυτού μου. 
Ηττημένος, εμπαθής, ειρωνικός. 
Κύματα οι μέρες. Φύγανε. Δεν ήρθες. 

Σε περίμενα Μεσσία και λυτρωτή, έλα. 
Ακατάλυτη η ενοχή μου, σώσε με. 
Ξέφτισε τ´ αισθήματα ο αέρας. 

Δεν θα ´ρθεις.


Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Σαν μωράκι

χαρακίρι κάνει κάθε νύχτα
εκπαιδεύει τον πόνο της
μ' ένα στομωμένο στιλέτο στο στομάχι

το πρωί σηκώνεται
κι είναι όλα στην θέση τους
κι αναίμακτα

όμως κάθε βράδυ λούζει το κρεβάτι της στο αίμα
ακονίζει τα σπαθιά της στις φλέβες της
σπάει ένα ένα τα δόντια της πάνω στα κόκκαλά της

Υστερα, κοιμάται ελαφρά σαν μωράκι


Αμνήμων έρωτας

Ο έρωτας δεν έχει μνήμη.
Δεν έχει παρελθόν. 
Ζει είτε άχρονος, 
είτε σ´ ένα μαρτυρικό παρόν. 

Ο έρωτας δεν έχει απόσταση. 
Στέκεται δίπλα σου. 
Ακούραστος, άγρυπνος  
Είτε είσαι μόνος ή με παρέα. 

Ο έρωτας δεν έχει σχήμα. 
Δεν έχει όριο. 
Είναι μια ακαθόριστη υπόσταση. 
Μια ευμετάβλητη αοριστία που καταλαμβάνει τον υπάρχοντα χώρο. 

Ένα παιδί είναι ο έρωτας. 
Άγραφο. Εριστικό. 
Απροστάτευτο. 
Μόνο. 


Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Φωτάκι

Κάθε βράδυ εκπέμπω
Γίνομαι ένας πομπός απελπισμένος 
Γίνομαι ένα αδύναμο φωτάκι κόκκινο 
Κι εκπέμπω προς το άγνωστο 
Ψάχνω έναν οποιονδήποτε δέκτη
Ένα μάτι φιλεύσπλαχνο 
Ένα αυτί πονετικό
Να φωτίσω το ανάλγητο σκοτάδι ψάχνω 

Κάθε βράδυ αρνούμαι 
Να κλείσω τα μάτια αρνούμαι με πάθος
Να κλείσω τα χέρια αρνούμαι με πάθος

Είμαι μια σημαδούρα χωρίς σχοινί
Παρασυρμένη στη μέση μιας μαύρης θάλασσας
Ξεθωριασμένη από τον ακούραστο ήλιο των ημερών 
Αποφασισμένη να σημάνει
Αλλά τι;  Για ποιον;  Και γιατί;
Τσαλαβουτάω
Δεν βουλιάζω και πάω παντού και πουθενά
Δεν έχουν τιμόνια οι σημαδούρες
Δεν έχουν προορισμό

Κάθε βράδυ διαλέγω από την κάβα μου το πιο ακριβό μου μπουκάλι κρασί
Αδειάζω το κρασί στο νεροχύτη 
Τρυπάω στο σώμα μου ένα μήνυμα
Με τυλίγω και με ρίχνω στο μπουκάλι
Βάζω τον φελλό μη ξεθυμάνει η πίκρα μου
Με πετάω στη θάλασσα

Δεν είμαι σώμα
Είμαι χαρτί

Δεν είμαι σώμα
Είμαι μια έρημη σημαδούρα 

Δεν είμαι σώμα
Είμαι πομπός

Ένα αστείο φωτάκι μικρό
στην καρδιά μιας αιώνιας, πυκνής νύχτας
που ξαγρυπνά ακούραστα. 


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Ένα ποτήρι

Να κρατάς τα χαμόγελά σου για το βράδυ. 
Να τα αφήνεις τότε και να φωτίζεται ο τόπος.
Μην τα ξοδεύεις, τα γυαλισμένα καλοκαιρινά πρωινά.
Χάνονται στον ήλιο κι είναι κρίμα.

Να πικραίνεσαι τις πίκρες σου την ημέρα.
Στο φως να τις απελευθερώνεις να αλαφραίνει το μέσα σου.
Πάντα τη μέρα.  Συρρικνώνονται.  Μαραζώνουν.
Τα βράδια θεριεύουν και γραπώνονται σφιχτά απ' τον λαιμό σου.

Να σε κοιτάζω, τόσο λαμπρή και διάφανη, και ν' αναρωτιέμαι
μιας τέτοιας Χάριτος ποια μοίρα της ταιριάζει πιο πολύ;
Να την απατήσεις με μια επόμενη; 
Ή να την απατάς, σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα,
με τον εαυτό της;

Αλλά πάλι, τι με αφορούν εμένα αυτά τα ερωτηματικά κι αυτές οι σκέψεις;  
Εγώ είμαι ένα ποτήρι πήλινο. 
Πιες ένα κρύο νερό και πέταξέ με στο χώμα να σπάσω. 


Τοπογραφικό

Τα άλογα να σωπάσουν.
Φτάνει τόσος και τέτοιος καλπασμός.
Τόσος ιδρώτας και φλέβες πεταγμένες.
Φτάνει τόσος αγώνας.

Τα σκυλιά να σωπάσουν.
Όχι άλλα ουρλιαχτά στη μέση των νυκτών.
Τόση αγωνία, τόσοι λυγμοί απ´ τα βάθη των λαιμών τους.
Όχι άλλη πείνα ακούραστη.

Τα πουλιά να σωπάσουν.
Να τους βγάλουν τα εύηχα λαρύγγια τους.
Να τους βγάλουν τα έγχρωμα φτερά τους.
Να σταματήσει η γλύκα τους να ρέει αχρέωτα στον κόσμο.

Τα σκουλήκια να σωπάσουν.
Τα άκοπα δόντια τους να στομώσουν.
Τα ευλύγιστα σώματά τους να παγώσουν.
Να πάψει πια το μέσα της γης να οργώνεται έτσι αναίμακτα κι οδυνηρά. 


Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Στους χρόνους που περνάνε

Το σπίτι μου είναι στοιχειωμένο.
Αγγίγματα παλιά κρέμονται
από τους τοίχους και τα ταβάνια.
Φωνές, φροντίδες και σκιές.
Καρφωμένα στα πατώματα.
Ψάχνω μέρος να περάσω
και να μην τα πατήσω.

Ποιος να μπει στο σπίτι μου;
Στιγματισμένο είναι.
Τα ντουλάπια και τα κρεβάτια του.
Τα σεντόνια και τα πιάτα.
Τα ρούχα μου κρατούν όλες τις μυρωδιές.
Το παρελθόν βελονισμένο στα μάτια μου
σχηματίζει άσβηστες εικόνες.

Έτσι,
σιχάθηκα τα ίδια λόγια
και τα ίδια βλέμματα
στους καινούργιους ανθρώπους.
Δεν είναι δικά μου αυτά τα λόγια που ξαναλέω.
Δεν είναι δικά μου αυτά τα χέρια που χαϊδεύουν.
Είναι δικά τους.  Είναι δανεισμένα.
Κι όσο ξαναμιλάω γεμίζει το στόμα μου σάλιο κι αηδία.
Κι όσο αγγίζω γεμίζουν τα χέρια μου λάσπες.
Κι όσο αφήνω...αφήνομαι κομμάτια στους χρόνους που περνάνε.


Νερό

Ξάπλωσα δίπλα σου.
Ο ήλιος σε έλουζε ανηλέητα. 
Μετρούσα με τα μάτια μου 
τους σφυγμούς σου στον λαιμό.
Έκλεισα τ´ αυτιά μου
να μειώσω
την επίδρασή του κόσμου
να εντείνω
την επίδραση του χτύπου
να κοιτάζω
το αίμα που ρέει στη φλέβα.

Μετά τα μάτια
λαχτάρισα το σώμα σου
σαν το νερό.
Αλλά νερό ήσουν.
Ένα ακόμα πλάσμα της φαντασίας μου.
Και κύλησες.  


Ο Έλλην παλαιστής Φαίδρος

Ο Φαίδρος, Έλλην παλαιστής,
έζησε και ήκμασε περί το 386 π.Χ. 
Η τέχνη του απαράμιλλη υπήρξε. 
Αγάπησε την πάλη περισσότερο από τη ζωή. 
Ξόδεψεν τις ημέρες του ασκούμενος. 
Το σώμα του αποτέλεσε το μέγιστο επίτευγμά του. 
Στιλπνόν πάντα. 
Εύγραμμον.
Ήκιστα λιπώδες.

Ο Φαίδρος, άγαλμα του Πραξιτέλους, ζωντανό. 
Ανίκητος. 
Κανείς δεν κατάφερε να πιαστεί από το κορμί του και να το ρίξει. 
Έλαιον παντού καλυμμένος. 
Ηδονικός στην όψη μα απρόσιτος.
Ο Φαίδρος κατέστρεψε όσους τον άγγιξαν στην παλαίστρα.
Η εύπλαστη πλάτη του, τα χέρια του τα σιδερένια,
τα ακούνητα πόδια του, τα αγαλμάτινά του μάτια,
δεν επέτρεψαν κανενός είδους πτώση.
Καμία κίνηση.
Ο Φαίδρος ήτο βράχος.
Όστις ετόλμησεν να τον συναντήσει στην παλαίστρα...τσακίστηκε.  


Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Ο βασιλικός

Ας ειναι σκοτεινή η νύχτα. 
Ας ειναι αφέγγαρη. 
Ο παφλασμός του κύματος 
μένει σταθερά άγρυπνος στο μπαλκόνι μου. 
Στο περβάζι του ξεκινάει η θάλασσα. 
Στον ορίζοντα ενώνεται με τον ουρανό 
και δεν τελειώνει ποτέ. 
Τα αστέρια, τα ψάρια, τα καράβια, τα αερόστατα,
οι άγρυπνες σκέψεις και οι λεπτές ανάσες του κόσμου 
πηγαινοέρχονται κυματιστά
και μου χτυπάνε το παράθυρο. 

Όχι!  Δεν θα ανοίξω.
Λες και εγώ δεν έχω μέσα εδώ,
σ´ αυτό το μικρό δωμάτιο,
έγνοιες κι αναστεναγμούς 
αστέρια και σύμπαντα,
κι έναν ψευτογκρινιάρη βασιλικό 
που όταν περνάς
και τον πληγώνει η άκρη του φορέματός σου, 
λυγιέται και μοσχοβολά,
κι ύστερα λουφάζει μέχρι την επόμενη 
που θα τον ξαναμαστιγώσει
η άκρη σου.  
Αύριο; Σε λίγους μήνες; Ύστερα από χρόνια;
Μια φορά, αυτός μόνο για σένα γκρινιάζει. 
Μόνο με σένα μοσχοβολά. 

Σε μένα υπαγορεύει πάντα τακτικό πότισμα. 
Κι όταν τελειώνει το νερό της βρύσης
-και τελειώνει όλο και συχνότερα τελευταία-
βολεύεται και με το αίμα μου. 


Έχω ένα παράθυρο που όλο το χάνω τα βράδια. 
Αν δε το δέσω στο ποδάρι μου πριν κοιμηθώ
το πιάνει η νύχτα απ´ το λαιμό και το τραβάει. 
Ανοίγει βίαια τα φύλλα του
και το πετάει να αωρείται σε άπειρα λιβάδια σκοταδιών. 
Έτσι διάπλατα ανοιγμένο πλέει 
χωρίς ειρμό 
χωρίς σχέδιο, 
χωρίς ελπίδα. 
Κι εμένα μ´ αφήνει εκτεθημένο. 
Έρμαιο των διαθέσεων της κάθε νύχτας,
του κάθε αστεριού,
των άπειρων σκέψεων του κόσμου. 
Σαν θύελλα εισβάλλουν στο έρμο το δωμάτιο. 
Στροβιλίζονται με μανία πάνω απ´ το κρεβάτι μου
μου τραβούν μαξιλάρια, σεντόνια, μαλλιά
ανακατεύουν την ντουλάπα και τα μέσα μου. 
Κι όταν τελειώσουν με τον χώρο,
πιάνουν γερά το χέρι το δεξί μου 
και με τραβάνε να πέσω 
απ´ το κενό που άφησε το παράθυρο. 

Τότε, αυτή την ύστατη ώρα της απελπισιάς,
λίγο πριν συρθώ στο άπειρο,
επιμένω - για κάποιον αδιανόητο λόγο - να σώζομαι,
απλώνοντας το αριστερό μου, 
γραπώντας ένα κλωνάρι βασιλικό, 
συνήθως το ίδιο που το φόρεμά σου προτιμά. 


Όταν ξυπνάω το πρωί 
το δεξί μου χέρι μυρίζει νύχτα. 
Το αριστερό όμως,
αααααα,
αυτό  θυμάται πάντα το άρωμά σου. 


Το τελευταίο φιλί

Θέλω το πρώτο φιλί να μυρίζει κανέλα
Να πέσει πάνω σε βράχια και να τσακιστεί 
Να μοσχοβολήσουν οι γκρεμοί γλύκα και σπίρτο. 

Θέλω το πρώτο φιλί να μείνει εναιώρημα
Σκορπισμένο, σε διάφανη θάλασσα χαμένο
Σπασμένο, ασπιρίνη σε νεροπότηρο παλιού καφενείου
και το κουτάλι μου να την στριφογυρίζει
μέχρι να ζαλιστεί η πίκρα της. 

Το πρώτο φιλί. 
Που δεν αντέχεται. 
Όπως και το τελευταίο.


Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Περίλυπον

Η λύπη είναι πέτρινη.
Ακίνητη είναι. 
Η λύπη είναι θάλασσα. 
Απέραντη είναι. 

Κήπος που ανθίζει και μαραίνεται. 
Κι εγώ ένας αδαής κηπουρός 
που δεν ξέρει τι και πως να φροντίσει. 
Τραβάω μια αυλαία από σύννεφα.
Δεν ξέρω αν ανοίγω ή κλείνω.
Επιμένω μόνο στην επανάληψη της πράξης. 
Σκάβω τα χώματα και τα νερά. 
Σπέρνω στα κύματα και περιμένω το λιγοστό φως να ανθίσει. 
Σκοτάδια δάση γύρω μου πλαισιώνουν τα καθέκαστα. 
Η λύπη είναι ανθεκτική. 
Βλάτες κατοικούν τις νύχτες μου.

Χάρτινα βουνά,
Πολλαπλάσιοι καθρέφτες.
Υποστυλώσεις και σχολεία δια βίου μάθησης.
Και τίποτα απ' αυτά δεν βοηθά το μωρό που κοιμάται.

Όλα τα τραγούδια μου είναι νανουρίσματα.
Άλλα γλυκά το κανακεύουν.
Άλλα του πριονίζουν τ' αυτάκια του.
Τσεκούρια κιθάρες και τραντάγματα στους ώμους του δεν το ξυπνάνε.
Το μωρό μου είναι κουφό.
Κουφό κοιμάται.  Κουφό τρώει.  Κουφό μεγαλώνει και γερνάει...

Η λύπη είναι σύντροφος.
Εκείνη κι εγώ θα συμφάγουμε στο μυστικό τραπέζι
κάτω απ' τον αφαλό μου.
Τα δάχτυλά μου είναι τα πιρούνια μας.

Η λύπη είναι κίτρινη.
Χαρτί και μολύβι.
Δεν θέλω να ξέρω άλλα.
Μετρήθηκα από τον Βορρά ως τη Δύση μου και λείπω σχεδόν ο μισός.


Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Εχτές το βράδυ

Εχτές το βράδυ ονειρεύτηκα ότι μ' αγαπούσες.

Ότι στεκόσουν δίπλα μου κάθε μέρα και δε με βαριόσουν πολύ.
Ότι λαχταρούσες το σώμα μου τη νύχτα κι ότι δε σκεφτόσουν κανέναν άλλο.
Ότι πηγαίναμε για ψώνια στην λαϊκή το Σάββατο και διαφωνούσαμε στο ποιο ψάρι είναι πιο φρέσκο.
Ότι σου μαγείρευα σπιτι πάντα εγώ, και την Πέμπτη το βράδυ σ' έβγαζα έξω για ιταλικό.
Ότι ζητούσες το χέρι μου στον δρόμο κι ότι στις παρέες με φίλους πάντα κρυφοκοιτούσα ψάχνοντας το βλέμμα σου να συναντήσω.
Ότι σου 'στελνα μηνύματα με προστυχόλογα και ότι στα τραπέζια σου ψιθύριζα στο αυτί πόσο όμορφη είσαι.

Ότι γερνούσαμε ήσυχα και αθόρυβα ατενίζοντας την αγέραστη θάλασσα.


Εχτές το βράδυ ονειρεύτηκα ότι σ' αγαπούσα κι εγώ.  


Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Οι αμνησίες του μέλλοντός μας

Με τη Χ γνωριστήκαμε πριν χρόνια. 
Ερωτευτήκαμε σφοδρά και ασυγχρόνιστα. 

Ζήσαμε ο καθένας στον κόσμο του μετά. 

Ξαναβρέθηκαμε
κι από τότε δεν θυμάμαι πια τίποτα. 


Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Πόρτες

Ωραία είναι η Κυριακή
πίσω από μια μεγάλη πόρτα. 
Μεγάλη σαν άρνηση 
και σαν απελπισία. 
Μεγάλη σαν υπογραφή 
και σαν αδιαφορία. 

Την πόρτα αυτή κοιτώ
και μυρίζω την ανάσα της. 
Κι όμως νιώθω ασφαλής. 
Με τέτοιες πόρτες 
μεγαλώσαμε άλλωστε. 
Μ´ αποκλεισμένες επιθυμίες. 
Θωρακισμένα αισθήματα. 
Και μια εκτεινόμενη λαχτάρα 
για απόρριψη. 

Κι εσένα που σου ζητήσαμε
σαν κλειδαράς και πορθητής 
κάποια κερκόπορτα να βρεις,
και να ανοίξεις και να μπεις,
ούτε στην τάφρο 
δεν κατάφερες να φτάσεις. 


Με δίχως

Καλύτερα έτσι.  
Χωρίς "σ´ αγαπώ", με δίχως "μωρό μου".

Δεν έχουν ηρωισμούς τα τέλη. 
Άδοξα. Ανομολόγητα. Απαρατήρητα. 
Χωρίς "σ´ αγαπώ", με δίχως "μωρό μου".

Ας πούμε ότι είμαστε πάτσι.
Ανταλλάξαμε τα κενά μας. Ελπιδοφόρα. 
Παραλάβαμε δυνατότητες.  Φουσκωμένα μπαλόνια. 
Παραδώσαμε διευρυμένα αδιέξοδα. 
Κι όλοι αποχωρούμε ευχαριστημένοι. 
Χωρίς "σ´ αγαπώ", με δίχως "μωρό μου".

Όμως εγώ, μωρό μου...


Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Γ

Σ´ ένα Γάμμα κεφαλαίο
κρεμάστηκα
Έγινα παιχνίδι παιδικό
Με σπίρτα, ξύλο και φωτιά
κάηκα
Της ζωής μου τη μυστική ακολουθία
δεν μάντεψα


Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Θεολογικό

Θέατρο,
φώτα στους δρόμους,
αυτοκίνητα.
Αυτοκόλλητοι πόθοι
στα τζάμια,
στις πλάτες των βιβλίων,
στους ώμους,
βαρείς και αυστηροί.

Πείστηκα πάλι.
Αφέθηκα να σε θυμάμαι.
Σε σύννεφο
πάνω αφέθηκα
και ξαπλώνω.
Ροζ σε ζωγράφισα,
χρυσή και μυρωδάτη,
πουπουλένια.
Ήρθες κι εσύ ξανά,
συνεπής πάντα,
να μου κάνεις παρέα.
Αυστηρή μητέρα,
τρυφερή ερωμένη,
ιδανική θεά.


Τι καλά που ποτέ δεν άκουσες
τις προσευχές
και τα "σ´ αγαπώ" μου!
Γιατί αν άκουγες,
κι αν απαντούσες...
τι θεά θα ήσουν;


Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Μοίρες

Θα ξεχαστείς κι εσύ. 
Θα πέσεις άδοξα 
όπως οφείλουν 
οι μεγάλοι έρωτες. 
Άδοξα, 
ηρωικά,
παρεστιγμένα. 

Όσοι δεν σ´ αξιώθηκαν
θα λένε ότι υπάρχεις. 
Κι οι άλλοι που σε βρήκαν
θα ορκίζονται ότι δεν ζεις. 
Εκείνη η γάτα στο κουτί,
που υφίσταται ή όχι. 

Κι εγώ δρομέας μόνιμος, αντοχής,
σε κύκλο σκουριασμένο. 
Μοίρες τρακόσιες και εξήντα. 
Μια να σε βλέπω 
και τις άλλες να σε φαντάζομαι. 


Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Να ζει κανείς...

Κοφτεροί οι άνθρωποι, 
όπου και να τους πιάσεις. 
Γυαλιά σπαρμένα στο δέρμα τους. 

Καρφιά παντού οι άνθρωποι. 
Τα μάτια τους, 
τα χέρια τους,
οι καρδιές τους καρφιά. 

Αγγίζονται και ξεσκίζουν τις σάρκες τους. 
Μιλάνε και κόβουν με γλώσσες ξυραφένιες. 
Αίματα παντού σέρνονται πίσω τους. 
Αποδείξεις ενός εγκλήματος εκ προμέλητης. 

Το μόνο ερώτημα που έχει κάποια ουσία είναι το:
Ή να μη ζει;


Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Το πουκάμισο

Να εδώ!
Με το αγαπημένο μου πουκάμισο.
Και την αγαπημένη μου μοναξιά.
Κοιτιόμαστε στον καθρέφτη
συμπερασματικά,
κι απροσδιόριστα θλιμμένοι.
Κι όσο όμορφα πλαγιάζει ο άνεμος με τα χόρτα
τόσο όμορφα μας ξαπλώνει ο καιρός που περνάει.

Αυτό δεν θυμάται τίποτα.
Αλλά εγώ θυμάμαι.

Θυμάμαι πως χαράξαμε
πάνω στο δέντρο του γραφείου
τα ονόματά μας.
Μ´ έναν ασύμμετρο σταυρό
και την σοφία της οξιάς συναντηθήκαμε,
και συναντιόμασταν συχνά,
στο ερωτικό τραπέζι να συμφάγουμε,
ό,τι μπορούσε ο καθένας απ´ τον άλλο.

Θυμάμαι. Την τόξευση των σωμάτων
και τις εντάσεις των χορδών.
Πως σ´ αθανάτιζα και πως σ´ έκρυβα
χτισμένη σθεναρά
σε τραγούδια ξερολιθιές.

Θυμάμαι πάντα το τρυγημένο μέλι σου
όπως έσταζε απ´ την κρυφή σου κυψέλη
διάφανο, εκστατικό, άγλυκο και βαθύ.

Θυμάμαι τους ήχους του κορμιού σου.
Τα τριξίματα και τα λυγίσματα που κάνει ο πόθος,
όταν συντρίβεται με το αντίπαλο δέος του.

Θυμάμαι κι έναν χάρτινο διάλογο σιωπηλό.
"Μ´ αγαπάς;"
"Σ´ αγαπώ..."
Για όσο αντέξει το φύλλο, το μελάνι, η μνήμη μας η απατηλή και η τίμια.


Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Φυλαχτό

Δεν είσαι φυλαχτό
μα σ´ έχω φυλαγμένο. 
Μαύρα είναι τα μάτια σου, τα πράσινα.  
Τ ανοιγοκλεινεις και
μαυρίζεις τα χρόνια μου. 

Δεν ανατρέπω τίποτα. 
Ούτε σε προσεγγίζω. 
Έντομο πέφτω πανω στο τζάμι σου.  
Καμιά πορεία σου
στο ελάχιστο δεν αλλάζω. 

Για ελευθερίες μιλάς.  
Νίκες λυτρωτικές. 
Κι εγώ ούτε το στηθος μου ορίζω. 
Με τριγυρίζεις λύκος. 
Ανοιγοκλείνω στο ενδεχόμενο. 

Βασάνισέ με. Το αξίζω. 
Άβατο παραβίασα. 
Ομολογώ κι υπομένω τη ματαιότητα. 
Πίκρανέ με. Παραγλυκάθηκα. 
Κύκλος η πίκρα κι η ζωή κύκλος. 


Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ποιος χρόνος;

Ο χρόνος δεν ξέρει τίποτα.
Ο χρόνος αδιαφορεί
για την εγγενή δυσ(μ)φορία μου.
Δεν μ' ωριμάζει.
Δεν μου γλυκαίνει τις πληγές.
Τον χρόνο δε τον νοιάζει.

Ο χρόνος περνάει.
Μόνο αυτό ξέρει να κάνει.
Και το κάνει καλά.
Δεν διδάσκει.
Δεν είναι δάσκαλος ο χρόνος.


Κύμβαλο ήμιν και εμμένω.
Να κυμβαλίζω μπορώ μονάχα.
Ανεξάρτητα από τις αδαμάντινες προσδοκίες σου.


Επένδυσα σε αέρα.
Αγάπησα ατελώς.
Ερωτεύτηκα ελαττωματικά.
Κι όλα έτσι τα έκανα.
Μισά, άγαρμπα, τραχιά, αιχμηρά.
Και κυρίως μάταια.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Τα χέρια

Χτες βραδυ ονειρεύτηκα. 
Την παιδική αυλή. 
Αλλαγμένη ήταν. 
Κι ήταν μικρή. 
Τέσσερα βήματα, απ´ άκρη σ´ άκρη,
το άλλοτε αχανές. 
Λουλούδια μωβ σε σκουριασμένους τενεκέδες. 
Παλιακά τσιμέντα νωπά. 
Λουλάκια.  Και χώμα. 

Μπήκα μετά στον κάμπο 
με τα σπαρμένα φορέματα. 
Έκοψα, έκοψα, έκοψα κι έκαψα,
όσο μπόρεσα, 
κι όσο άντεξαν οι πλάτες μου
κουβάλησα στο σπίτι
καρπούς κι οσμές. 

Το μυστικό τους καράβι, 
στα τρία κύματα της θάλασσάς τους,
το μπλε και το μαύρο τους έκοβα. 
Έπινα το πικρό τους στόμα,
ξελόγιαζα τα δέντρα τους
κι ανθίζαν. 
Κι όταν τα χώριζα, 
τον εαυτό μου τιμωρούσα. 

Χτες το βραδυ ονειρεύτηκα. 
Το δωματιο και το ποτήρι. 
Ένα ποτήρι γεμάτο αίμα. 
Ένα δωμάτιο μ´ αδειασμένο φως. 
Ένα παιδί στο λαμπρό σκοτάδι. 
Μια ακόμα δυνατότητα στραγγισμένη, 
σ´ ένα ποτήρι πλαστικό, πορτοκαλί. 
Μια θλίψη ώριμη σ´ ένα άγουρο σώμα. 

Θέλησα να απλώσω το χέρι μου,
να πιάσω το ποτήρι,
να ποτίσω το στεγνωμένο κορμάκι του,
να αποκαταστήσω τις φυσικές ροές,
να γεμίσω τα ρυάκια και τα ποτάμια του,
να ξεδιψάσω την ψυχή την καχεκτική,
να μπορέσει να μεγαλώσει επιτέλους. 

Αλλά δεν είχα χέρια στο όνειρο.


Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Ο μιγαδικός αριθμός

Δεν θα μιλήσω άλλο πια. 
Με τα λόγια προδίδουν οι άνθρωποι. 
Με τα σώματα αγαπάνε. 

Θα κάτσω εδώ να περιμένω τη φθορά σου. 
Αυτή που με όμορφες, ψεύτικες λέξεις αναβάλλω. 
Γιατί πόσο ν´ αντέξει η θύμηση ενός κορμιού; 
Πόσο καιρό μπορεί ν´ ανθίζει μια ιδέα άλογη;
Χωρίς τον ήλιο και το νερό των συνειρμών μου, πως να υμνήσω την εικόνα σου;

Θα μείνω εδώ ακίνητος και θα μετράω τις μέρες. 
Όποτε σκέφτομαι τα μάτια σου θα μετράω ώρες. 
Όποτε θέλω να μιλήσω για το κορμί σου θα μετράω λεπτά. 

Θα κάνω κάθε λέξη μου αριθμό. 
Θα σε στριμώξω σ´ ένα βολικό άπειρο. 
Θα αντικαταστήσω το χαμόγελο με το "δέκα." 
Το στήθος με το "οκτώ." 
Τη φωνή με το "ένα."
Τον κόλπο με το "τρία." 
Τα πόδια με το "δύο."
Τα μαλλιά με το "χιλιάδες."
Τον έρωτά σου με την φανταστική μονάδα.

Θα σε κάνω εγώ, θα δεις, έναν μιγαδικό αριθμό. 
Θα σε υψώσω στο τετράγωνο να μείνουμε μείον ένας. 

Μήπως με τις λέξεις τόσα χρόνια, τι καταλάβαμε; 
Μείον ένας δεν ήμασταν πάντα;


Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Αποδείξεις

Πέταξα όλες τις αποδείξεις της παιδικής μου ηλικίας. 
Δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα μου ήταν χρήσιμες. 
Αδυνατώ πια να πείσω οποιονδήποτε 
πως κάποτε υπήρξα κάτι αλλο. 
Κάτι όμορφο, ευγενικό, κάτι ζωντανό. 

Ίσως και να μην υπήρξα.


Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Σεισάχθεια

Εδώ δίπλα στην πολύχρωμη εγκατάλειψη.
Όλοι μαζί, ο καθένας μόνος του χαμένος.
Τίποτα πιο ισχυρό από το έρμα μας.

Ακίνητοι στην καρδιά των καταιγίδων.
Η ισχυρή μας ρίζα θα μας καταστρέψει.
Τα καρφωμένα χέρια μας δεν θα αντέξουν το βάρος.

Δουλοπάροικοι της μάνας μας.
Της παρακμής του πατέρα μας κληρονόμοι.
Του εαυτού μας παιχνίδια.
Του καιρού μας ασήμαντη σκόνη.

Χιλιάδες χρόνια στην πλάτη μας.
Και δεν κουνήσαμε ούτε μια πέτρα.

Ψάχνουμε τους καινούργιους συνδυασμούς λέξεων
που θα περιγράφουν τις ίδιες απελπισίες.
Ψάχνουμε το κλειδί της ανύπαρκτης κλειδαριάς,
του ανύπαρκτου δωματίου.
Ψάχνουμε με αυτιστική μονομανία.
Ωωωωχχχ ψάχνουμε χρόνια τη λύση.

Ανανεώνουμε τακτικά τα αδιέξοδά μας.
Τα συντηρούμε επιμελώς και ύστερα ξεσπούμε πάνω τους.
Ωχ εμείς που επιμένουμε να κουβαλάμε όπου πάμε το τέρμα μαζί μας.

Τι κούραση αλήθεια!
Τι σπατάλη...


Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

«Εν τω Μηνί Αθύρ»

Έπεσε στα χέρια μου ένα παλιό χειρόγραφο του παππού.
Σακατεμένο από τη δικαιοσύνη του καιρού 
κι απ´ τα χαϊδέματα του χρόνου.  

Μια ερωτική επιστολή που δεν εστάλη ποτέ. 

Έλεγε, 
δεν ξεχωρίζω και πολλά, 
τα παρακάτω... 

"Είναι παρηγορητικό για ´μένα να γνωρίζω ότι ... εσύ.  
Ότι βρι... κάπου στον κόσμο και κινείσαι κι αναπνέεις. 
Δε με νοιάζει που εμείς οι δύο δεν .... ποτέ. 
Όταν ξαπλώνω στο μαξιλάρι μου μ´ ανακουφίζει να νιώθω πως κάπου περπατάς. Κάπου .... Κάτι ονειρεύεσαι." 

Κι ύστερα οι λέξεις πιο αραιές σαν πληγές πάνω στο σώμα του χαρτιού·
"Το κορμί σου...
              κουβέντες ατέλειωτες... 
       θυμάσαι που...
Μου ´λεγες τότε πως..."

Λέξεις κρατημένες σφιχτά με τα δάχτυλα. 
Γράμματα καρφωμένα με τα μάτια να μη φύγουν. 
Βρεγμένα και ξαναστεγνωμένα παράπονα. 

Πιο κάτω μια τελείως σβησμένη υπογραφή. 

Είναι ανυπόγραφες οι μεγάλες αγάπες. 

Ο καημένος ο παππούς. 
Θυμήθηκε άραγε πότε πως κάποτε αγάπησε πολύ;


Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Γέφυρες

Έτσι λοιπόν θα πρέπει να το παραδεχτώ.
Είσαι η προσωποποίηση της ήττας μου. 

Χάλασα για χάρη σου όλα μου τα εφάπαξ. 
Ξόδεψα συντάξεις κι αποταμιεύσεις. 
Γκρέμισα γέφυρες. 

Κι όπως κάθομαι τώρα μεθυσμένος
στην άκρη του δρόμου, 
αναλογίζομαι πως ενώ έκαψα σπαρτά
κι αχρήστευσα πηγάδια,
πάλι δεν κατάφερα να σ´ αποκτήσω. 

Μάλλον μαζί με τις γέφυρες 
γκρέμισα κι εσένα. 

Κι έτσι έφτασα με ασφάλεια 
στο λάθος μέρος.
Εφησύχασα.
Και κοιμήθηκα ξανά ίδιος κι απαράλλαχτος
σα να μη σ´ είχα γνωρίσει ποτέ. 

Και μπράβο μου.  


Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Τι θα πει

Αποχωρίζομαι θα πει, πως ντύνω το παιδί
και τρέχω να τ´ αφήνω να μένει μακρυά.
Αποχωρίζομαι θα πει, ανταλλάσσω αγάπες 
και βάζω στο ζύγι, αποχωρίζομαι είναι συμβόλαιο. 

Μνήμη και άνθη στολισμένα μνημεία, θυμάμαι. 
Μνήμη και άνθη στα μνήματα των λαθών, ζω. 

Απόηχος ανάσας χτεσινής η μοναξιά. 
Ό,τι απέμεινε στους τοίχους απ´ το γέλιο. 
Σφίξιμο φιδιού στο λαιμό, ως να ξανάρθει,
πάλι για να φύγει, αποχωρίζομαι να πει. 

Μνήμη θα πει συνήθεια. Εφαρμοσμένη απώλεια. 
Μνήμη και κυκλικοί κλονισμοί επαναλαμβανόμενοι. 

Αφήνω θα πει, γελάω κλαίγοντας μπροστά της
και με απόγνωση, εγκαταλείπω, θα πει αφήνω.
Αφήνω θα πει, στο κενό της αθωότητάς της τρυπώνω 
ύπουλα, θα πει και αφήνω με τη μικρότερη μνήμη.  

Θυμάμαι σημαίνει μια τρύπα αφήνω ανοιχτή.  
Θυμάμαι μπορεί και να σημαίνει αφήνω. 


Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Κεριά

Ο ήχος του κεριού που καίει 
στη σιωπηλή εκκλησία με κοίμησε. 
Ήταν η εποχή εκείνη που κάρπιζε 
το αίμα του Χριστού,
στους δρόμους,
κι εγώ έβγαινα να δρέψω βεβαιότητες 
κι αδυναμίες κρεμασμένες στα παράθυρα. 

Λεπτές κλωστές, ηρωικά ξέφτια,
κάποτε κρατούσαν το μέλλον. 
Τώρα παραδομένες κι αυτές
στη βορά του δεδομένου,
χάσκαν παράθυρα ξεχαρβαλωμένα. 
Σε πετρόχτιστο σπίτι. 
Κάποια χρονιά του περασμένου αιώνα. 
Χίλια εννιακόσια είκοσι οχτώ νομίζω διαβάζω,
στο αγκωνάρι αριστερά της εισόδου. 

Και μπήκα. 

Λίγα δοκάρια ξύλινα και θέα ανεμπόδιστη,
πια,
στη θάλασσα την άπειρη.  

Άπειροι κι εμείς όταν ξεκινούσαμε,
χτιζοντας με ζήλο νεοφώτιστου,
να αψηφίσουμε το πολύ και το μεγάλο. 
Αλίμονο. 
Κι αυτό, που δεν καταλαβαίνει από αθωότητες,
κι από όνειρα παιδιάστικα,
μας συνέθλιβε. 

Δίπλα, 
λίγα χρόνια πιο κάτω, 
ο μεγάλος ανεμόμυλος,
με κρατημένο πάντα ένα ειρωνικό τέμπο. 

Έχεις προσέξει πως τραγουδά
το κερί που καίγεται στο μανουάλι;
Από κάτω άμμος. 
Των κεκοιμημένων δούλων Σου
τα έργα και οι ημέρες και οι πράξεις και οι αμαρτίες. 
Μια βάση από κόκκους ασημαντότητας.
Και μετά ο επόμενος
Και ο επόμενος
Και η επόμενη. 
Φιλόξενη, ευμετάβλητη και σταθερή η βάση. 
Έτοιμη να δεχτεί νέα μελωδικά ή παράφωνα κεριά. 
Δίκαιη με όλα τους. 
Μπορείς να την εμπιστευτείς. 

Αποκοιμήθηκα στο άβολο στασίδι,
γοητευμένος από τη χορωδία των καιομενων κεριών. 
Με ξύπνησε η μυρωδιά ενός που σώθηκε 
και σβήνοντας 
με παρακαλούσε να μιλήσω για την ασήμαντη ιστορία του.


Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Δάφνις και Χλόη

Θέλω να μένω σε μια οδό που την λένε Χλόης
με μια κοπέλα που θα τη λένε Δάφνη. 
Το σπίτι θα έχει κήπο και στόμα για να αναπνέει.  
Η κοπέλα θα είναι ανθισμένη όλο το χρόνο. 
Τα καλοκαίρια θα τρώμε ζεστό ψωμί με τυρί και ντομάτα ώριμη. 
Τα βράδια θα χορταίνουμε με αντιπαραβολές, με επιβεβαιώσεις και μοντελισμό. 
Οι μέρες θα ´ναι γλυκές σαν κλάματα ανακούφισης. 
Θα τις ντύσουμε με βελούδα μπλε και γκρενά παπιγιόν. 

Θα μεγαλώνει το σπίτι μας σαν το δέντρο. 
Στην οδό Χλόης, θα το ποτίζει ένα αγέραστο κορίτσι από μετάξι κινέζικο. 
Θα ´χει κι η ίδια ρίζα βαθιά στη γη όπως ο μύθος. 
Θα αγαπά τα χρώματα και τις γλυκόπικρες γεύσεις. 
Θα ´χει ήσυχα κύματα στη φωνή της και θα ´χει κλάψει ατέλειωτες χειμωνιάτικες βροχές.
Θα την λενε Δάφνη και θα ειναι ένα ισοσκελισμένο δαιμόνιο καινό. 
Θα στηρίξει το κέντρο του βάρους μου κι όποτε εγώ θα ταλαντεύομαι αυτή θα μου κρατάει τη μέση. 

Θα με αφήσει να πεθάνω, όταν της το ζητήσω. 
Σπίτια, κορίτσια και αγάπες, δεν είναι για χόρταση. 


Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Πρωταπριλιάτικο

Μια σειρά κολώνες κυματίζει στην εθνική. 
Περιβόλια μ´ ανθισμένες ροδακινιές. 
και γκρι χιλιόμετρα κυκλωτικά. 

Αλλάζει ο μήνας κι ωριμάζει η άνοιξη. 
"Πρόσεξε μη σε κοροϊδέψουν" μου λες. 
Μα είναι πλέον αργά. 

Ακουμπάω ελαφρά το χέρι μου στο γόνατό σου. 
Το πρόσωπό σου αλλάζει συνεχώς μορφή.
Γίνεσαι γυναίκα παλιά, προγονική, 
γίνεσαι αθώο κορίτσι, γίνεσαι μωρό. 

Μόνο η σημερινή σου εικόνα δεν είσαι,
όπως συντρίβονται στα μάτια μας, 
περιβόλια μ´ ανθισμένες ροδακινιές, δρόμοι,
παλιές και νέες μορφές κι εικόνες από πεπραγμένα μέλλοντα. 

Θα σε αφήσω στο σπίτι σου. 
Θα πάρω μαζί μου μόνο αυτά που κουβαλώ 
από τα δύο μου χρόνια. 

Ούτε εσύ θα καταλάβεις. 
Θα εχεις συνέχεια δυο άνθη ροδακινιάς
αντί για μάτια, να κοιτάνε,
κι ούτε στο ελάχιστο θα νοιάζεσαι
για εκείνα που περιέγραψαν οριστικά
της μάνας μου τα χέρια. 

Εγώ στα μάτια θα ´χω ψαλίδια. 
Στα χέρια θα κρατώ τα μάτια μου. 
Η καρδιά θα έχει καρφί. 
Η μύτη μου τη μνήμη μου. 
Και στα μαλλιά μου χίλια χρόνια κρεμασμένα χάντρες φτηνές. 

Θα σε ψαλιδίσω. 
Θα σε κοιτάξω στοργικά τεμαχισμένη. 
Με τον κούφιο χτύπο μου. 
Με τον βλεννογόνο της μνήμης. 
Και χάντρα μικρή, χρωματιστή, θα σε κρεμάσω στα μαλλιά μου. 


Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Κίρκη

Τις Κυριακές θα τραβάμε τις κουρτίνες στο πλάι. 
Θα τους καρφώνουμε, στοργικά, λουλούδια και ήλιους. 
Θέλουν χρώματα και φως και μυρωδιά οι αργίες. 

Μετά θα αράζουμε στο ζεστό μας κρεβάτι.  
Θέλουν σπατάλη κι απραγία οι Κυριακές. 

Φτάνουν οι γερανοί. 
Φτάνουν τα νέα σπίτια και οι μεταφορικές. 
Φτάνουν πια τα καινούργια-όμοια σώματα. 
Φτάνουν κι οι Πηνελόπες με τις Ιθάκες. 
Αν ήσασταν υπέροχες, εγώ δεν το ´δα. 

Η Κίρκη είναι η Ιθάκη μου εμένα. 
Και μαζί της θέλω να ξοδεύω 
Κυριακές, αργίες, χρόνους και χρώματα. 

Αλλά εξέλειψαν οι Κίρκες.


Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Τριαντάφυλλα

Δεν ανθίζουν τα τριαντάφυλλα. 
Ανθούσαν κάποτε τα μάτια μας,
κι είδαν το κόκκινο. 
Όμορφα πέταλα κι ωραίες κηδείες. 
Πτώσεις λαμπρές. 
Τα γραπτά και τα μελλούμενα. 

Δεν ανθίζουν τα τριαντάφυλλα. 
Φοβερά και τρομερά τα νέα μας. 
Θα κάνουμε τούτο,
θα γίνουμε τ´ άλλο, θα πάμε παντού. 
Τέλειωσαν τα κύματα. 
Τους δρόμους τους κατάπιε η γη.  

Θα ανθίσουν τα τριαντάφυλλα. 
Όλα μαζί. Κι εμείς θα πλανηθούμε
σαν αμυγδαλιές. 
Χειμώνας είναι πάντα, γλυκιά μου αγάπη. 
Λείπουν ακόμα τα πουλιά. 
Βρέχει πάντα, λάσπες, σκουπίδια κι αποτσίγαρα. 


Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η μηχανή του κιμά

Δες πως παλιώνουν όλα αυτά που αγαπήσαμε. 
Ξεθωριασμένα μας κοιτούν μέσα στα μάτια, 
με απόγνωση 
και με μια μάταια προσμονή αντιστροφής. 

Δεν θυμόμαστε πια τα ζωηρά τους χρώματα. 
Ούτε τον εύρυθμο χτύπο της καρδιάς μας στην όψη τους. 
Τις μυρωδιές και τις ανάσες τους. 

Ήτανε ψέματα;
Ή μήπως ιδανικός είναι ο τρόπος που φθείρονται τα πάντα;

Είναι η ζωή μια μηχανή του κιμά;


Το φεγγάρι στα σκυλιά

Το φεγγάρι στα σκυλιά,
κι η καρδιά μου στους αλήτες.
Τρία χρόνια σου μιλάω,
με χρησμούς θολούς και πίκρες. 

Με γραμμές αδρές να φτιάχνω
φόρεμα αστραφτερό. 
Μια στο χρόνο να σε ντύνω
στο κομμένο όνειρο. 

Η βελόνα στο κορμί, 
Και οι τρύπες στην αγάπη.
Για σημαία σε κρατώ,
σε φωνάζω οφθαλμαπάτη.

Σε κατάρτι μολυβένιο
Με σχοινιά σφιχτά με δένω
Οι σειρήνες δε μιλάνε. 
Να σε λύσω ή να σε σέρνω;

Το φεγγάρι στα σκυλιά 
Η καρδιά μου ρημαγμένη 
Ποιος τολμάει να ´ναι πιστός 
Ποιος μπορει να περιμένει;