Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Πιο κάτω η θάλασσα

Στον δρόμο 
με τις διπλές σειρές τα κυπαρίσσια 
ορίσαμε τον Αυγούστο. 

Μια χωματένια διαδρομή 
ήσυχη, μικρή. 
Ζεστά απογεύματα 
στο τέλος του καλοκαιριού.  
Μυρωδιές από χώμα 
και γλυκιά σήψη. 

Εμείς περπατούσαμε χέρι χέρι,
λερώναμε τα γυαλισμένα μας παπούτσια,
προσθέταμε κι αφαιρούσαμε στα ταμεία μας. 

Συζητήσεις χαμηλόφωνες
για τις εποχές που αλλάζουν
για φύλλα αθώα, ανυποψίαστα 
για σώματα ανυποψίαστα 
για επιδέσμους και ιώδια. 

Πιο κάτω ήταν η θάλασσα.  

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Μαριονέτα

Είχα που λες καρδιά 
άγουρη και μικρή. 
Γρήγορα μεγάλωσε, 
βίαια ωρίμασε, 
και έπεσε στο χώμα. 

Και δεν κατάλαβα πως έφτασα πατέρα,
δυο βήματα πριν τα σαράντα,
εφτά χρόνων παιδί. 

Είχα που λες καρδιά.
Άγουρη κ μικρή. 
Μικρή μεγάλωσε. 
Μικρή ωρίμασε
και έπεσε στο χώμα. 

Και δεν κατάλαβα ποτέ μαμά αληθινά, 
τι με κουρδίζει και κουνάω 
χέρια και πόδια με σχοινιά
σαν μαριονέτα.  

Του αφελούς

Θέλεις να μ' αγαπάς χωρίς αντάλλαγμα;
Να κοιτάζω τ' όμορφο πρόσωπό σου,
να 'χω δυο μπάλες παγωτό χωνάκι,
ένα κρεβάτι ζεστό,
νερό στο ποτήρι,
και τ' όμορφο πρόσωπό σου απέναντι,
μ' εκείνο το φωτισμένο χαμόγελο το δροσερό.

Δεν έχω τίποτα να σου δώσω ανταποδοτικά.
Ούτε καν τον σκορπισμένο εαυτό μου.
Μην περιμένεις λοιπόν κάτι από μένα.
Εκτός ίσως από ένα παγωτό χωνάκι,
ένα ζεστό κρεβάτι,
νερό στο ποτήρι σου το βράδυ που ξυπνάς,
και ένα ματσάκι βασιλικό στο κομοδίνο σου.  

Ο λαιμός

Πόσα "αχ" να αντέξει αυτός ο λαιμός
Αλλοιώθηκε η ψυχή και ξεφτάει κι από λίγο
στην κάθε εκπνοή.

Σ' αυτόν τον κόσμο
που σαπίζει και ανασταίνεται,
που χαλάει και ανθίζει κάθε μέρα,
πόσα "αχ" χρειάζονται πριν τελειώσει.


Αποφοίτηση

Ζωγραφίζω πάντα αγόρια δίχως χέρια.
Με κοντά παντελόνια και γραμμικά μαλλιά.
Ελπίδα δεν έχω να συναντήσω το ζεύγος μου.
Αν και για ένα ζευγάρι χέρια έχω δώσει μισή ζωή.

Κοιτάζω πάντα με χρώματα πρώτα.
Αδρές γραμμές και πρωτογονικές φιγούρες
σκαρφαλώνουν στο λευκό μου χαρτί μηχανικά.
Τι να σου κάνουν τα χρώματα άμα δεν βλέπεις, σκέφτομαι.

Θυμάμαι πάντα εκείνη την φριχτή δασκάλα,
Παπαδοπούλου την έλεγαν, και τον τρόμο του τεστ.
Με αυτό τον τρόμο έζησα τριάντα χρόνια μετά.
Και κάθε μέρα "πρόχειρο διαγώνισμα" διαχειρίζονται τα μέσα μου.
Μα πως να γράψεις χωρίς χέρια;

Αχ, πόσο λαχτάρισα να αποφοιτήσω.  

Κλεψύδρα

Ράγισε η κλεψύδρα που σε γύριζε.
Ποτέ πια του αγγέλου σου νερό.
Ποτέ και του διαβόλου σου λιβάνι.

Μόνο δερβίσικους χορούς
γύρω απ´ τον εαυτό σου.
Και να ´σαι εσύ ο θεός σου.
Εσύ να ´σαι ο θεός σου.

Έσπασε η αλυσίδα που σε τύλιγε
και τώρα πια θα σέρνεσαι αυτοβούλως!
Θ´ αλλάξει τάχα, κι η ζωή σου η απνευστί.

Μόνο σισύφειους δεσμούς
γύρω από τ´ όνειρό σου.
Και να ´ναι ο θάνατός σου
το βήμα στο χορό σου. 

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Το φως

Το βράδυ αφήνω, κάθε βράδυ, ένα φως ανοιχτό 
Είναι μ´ αυτό που ξεγελάω τη σοφή μοναξιά μου 
Κλείνω τα μάτια και πεθαίνω, μένει εκείνο ανοιχτό 
Κι όταν ξυπνάω ξεθωριασμένο, με κοιτάει σκεφτικό

Να μη ξεχάσω να κλειδώσω 
Να ταΐσω τον σκύλο 
Την κόρη μου να τη φιλήσω
σ´ ένα κάδρο, παιδί
Να πλύνω δόντια, να ξαπλώσω 
το κορμί μου να μπει,
στην πιο μικρή, την πιο σκληρή
του κρεβατιού μου εσοχή. 

Το σπίτι ακούω κουρασμένος λίγο πριν να χαθώ 
Μικρές ανάσες κι απορίες ν´ αντηχούνε στους τοίχους 
Ένα μακρόσυρτο, ερεβώδες και βουβό ουρλιαχτό
ξαπλώνει δίπλα, μου, γελάει και μου γράφει τους στίχους

Ο αναλογούν ουρανός

Επάνω και ψηλά 
λίγος ουρανός. 
Λίγος και βαθύς, 
γιατί, πόσο να δεις;

Τα πόδια προς τα κάτω
Φυτρώνουν απ´ το χώμα 
Θεμέλια, και νερά
κυλούνε στα τυφλά. 

Στρατήγημα η ζήση,
δε λέει να μας αφήσει
Ειρηνικά να διέλθουμε
πρωτού ν´ απέλθουμε. 

Η αβάσταχτη βαρύτητα του απίθανου

περπάτησε χίλια χιλιόμετρα
για ένα φιλί στο στήθος της.
χρόνια, και πάθη, και παθήματα
πόλεις, και πένθη, και γιορτές.

ταξίδεψε, αιώνιες ώρες
για τη θέρμη του χεριού του στο λαιμό της.
βροχές, και ήλιους, και λιμούς
στεγνές ερήμους κι άγρια κύματα.

είναι ακόμα μόνοι τους.
όπως ταιριάζει στους τρελούς,
στους εραστές και στους αλήτες.

αυτός κοιτάζει έναν τεράστιο γερανό,
τους πορτοκαλί δρόμους,
ένα ασθενοφόρο που αναβοσβήνει αθόρυβα
ένα πεθαμένο πουλί στο μπαλκόνι.

εκείνη κοιμάται ήσυχη,
με την λεπτή της ανάσα να χαϊδεύει την σιωπηλή βουή
σ' ένα κρύο δωμάτιο
σ' ένα μικρό διαμέρισμα
μιας άχρωμης γειτονιάς.

υπήρξαν δύο ενδεχόμενα
ανάμεσα στα άπειρα του σύμπαντος
συνέβησαν,
πείστηκαν για το ελάχιστο της σύμπτωσής τους
κι αποχώρησαν νικημένοι από το βάρος της.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Απανθρωπάκια

Απανθρωπάκια ακούστε!
Το μπλε αγόρι με τ´ ασημένια μαλλιά
όταν κάνει έρωτα λιώνει το μυαλό του. 
Το λιώνει χωρίς να το λυπάται. 
Απ´ το χρυσάφι που ρέει ζεστό
φτιάχνει σταυρούς την ημέρα
και τους καρφώνει στα μάτια του. 
Κι ας μην σας νοιάζει. 

Απανθρωπάκια ακούστε!
Κι εσύ κορίτσι φωτεινό μην πλησιάζεις. 
Εκλείπουν πότε πότε οι έσωθεν αμνοί
και είσαι τόσο όμορφη για Ιφιγένεια!
Πολύ όμορφη για να παραλειφθείς
των διαδικασιών που η κατάσταση απαιτεί. 
Θα σε θερίσουν με λαχτάρα οι ενοχές του. 
Μην πλησιάζεις κι ας μη σε νοιάζει. 

Απανθρωπάκια ακούστε!
Μέλλουσες νύφες ματωμένες. 
Πρόγονοι θλιβεροί κι επίγονοι αθώοι. 
Δεν έχει εξημερωθεί το θηρίο μέσα του
και κατασπαράζει τους πλησιάζοντες 
ανεξαρτήτως αγαθών προθέσεων,
ανεξαρτήτως επιθυμιών κι ονείρων.  
Ανεξαρτήτως της υπάρξεως, εν τέλει.