Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Θεολογικό

Θέατρο,
φώτα στους δρόμους,
αυτοκίνητα.
Αυτοκόλλητοι πόθοι
στα τζάμια,
στις πλάτες των βιβλίων,
στους ώμους,
βαρείς και αυστηροί.

Πείστηκα πάλι.
Αφέθηκα να σε θυμάμαι.
Σε σύννεφο
πάνω αφέθηκα
και ξαπλώνω.
Ροζ σε ζωγράφισα,
χρυσή και μυρωδάτη,
πουπουλένια.
Ήρθες κι εσύ ξανά,
συνεπής πάντα,
να μου κάνεις παρέα.
Αυστηρή μητέρα,
τρυφερή ερωμένη,
ιδανική θεά.


Τι καλά που ποτέ δεν άκουσες
τις προσευχές
και τα "σ´ αγαπώ" μου!
Γιατί αν άκουγες,
κι αν απαντούσες...
τι θεά θα ήσουν;


Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Μοίρες

Θα ξεχαστείς κι εσύ. 
Θα πέσεις άδοξα 
όπως οφείλουν 
οι μεγάλοι έρωτες. 
Άδοξα, 
ηρωικά,
παρεστιγμένα. 

Όσοι δεν σ´ αξιώθηκαν
θα λένε ότι υπάρχεις. 
Κι οι άλλοι που σε βρήκαν
θα ορκίζονται ότι δεν ζεις. 
Εκείνη η γάτα στο κουτί,
που υφίσταται ή όχι. 

Κι εγώ δρομέας μόνιμος, αντοχής,
σε κύκλο σκουριασμένο. 
Μοίρες τρακόσιες και εξήντα. 
Μια να σε βλέπω 
και τις άλλες να σε φαντάζομαι. 


Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Να ζει κανείς...

Κοφτεροί οι άνθρωποι, 
όπου και να τους πιάσεις. 
Γυαλιά σπαρμένα στο δέρμα τους. 

Καρφιά παντού οι άνθρωποι. 
Τα μάτια τους, 
τα χέρια τους,
οι καρδιές τους καρφιά. 

Αγγίζονται και ξεσκίζουν τις σάρκες τους. 
Μιλάνε και κόβουν με γλώσσες ξυραφένιες. 
Αίματα παντού σέρνονται πίσω τους. 
Αποδείξεις ενός εγκλήματος εκ προμέλητης. 

Το μόνο ερώτημα που έχει κάποια ουσία είναι το:
Ή να μη ζει;


Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Το πουκάμισο

Να εδώ!
Με το αγαπημένο μου πουκάμισο.
Και την αγαπημένη μου μοναξιά.
Κοιτιόμαστε στον καθρέφτη
συμπερασματικά,
κι απροσδιόριστα θλιμμένοι.
Κι όσο όμορφα πλαγιάζει ο άνεμος με τα χόρτα
τόσο όμορφα μας ξαπλώνει ο καιρός που περνάει.

Αυτό δεν θυμάται τίποτα.
Αλλά εγώ θυμάμαι.

Θυμάμαι πως χαράξαμε
πάνω στο δέντρο του γραφείου
τα ονόματά μας.
Μ´ έναν ασύμμετρο σταυρό
και την σοφία της οξιάς συναντηθήκαμε,
και συναντιόμασταν συχνά,
στο ερωτικό τραπέζι να συμφάγουμε,
ό,τι μπορούσε ο καθένας απ´ τον άλλο.

Θυμάμαι. Την τόξευση των σωμάτων
και τις εντάσεις των χορδών.
Πως σ´ αθανάτιζα και πως σ´ έκρυβα
χτισμένη σθεναρά
σε τραγούδια ξερολιθιές.

Θυμάμαι πάντα το τρυγημένο μέλι σου
όπως έσταζε απ´ την κρυφή σου κυψέλη
διάφανο, εκστατικό, άγλυκο και βαθύ.

Θυμάμαι τους ήχους του κορμιού σου.
Τα τριξίματα και τα λυγίσματα που κάνει ο πόθος,
όταν συντρίβεται με το αντίπαλο δέος του.

Θυμάμαι κι έναν χάρτινο διάλογο σιωπηλό.
"Μ´ αγαπάς;"
"Σ´ αγαπώ..."
Για όσο αντέξει το φύλλο, το μελάνι, η μνήμη μας η απατηλή και η τίμια.


Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Φυλαχτό

Δεν είσαι φυλαχτό
μα σ´ έχω φυλαγμένο. 
Μαύρα είναι τα μάτια σου, τα πράσινα.  
Τ ανοιγοκλεινεις και
μαυρίζεις τα χρόνια μου. 

Δεν ανατρέπω τίποτα. 
Ούτε σε προσεγγίζω. 
Έντομο πέφτω πανω στο τζάμι σου.  
Καμιά πορεία σου
στο ελάχιστο δεν αλλάζω. 

Για ελευθερίες μιλάς.  
Νίκες λυτρωτικές. 
Κι εγώ ούτε το στηθος μου ορίζω. 
Με τριγυρίζεις λύκος. 
Ανοιγοκλείνω στο ενδεχόμενο. 

Βασάνισέ με. Το αξίζω. 
Άβατο παραβίασα. 
Ομολογώ κι υπομένω τη ματαιότητα. 
Πίκρανέ με. Παραγλυκάθηκα. 
Κύκλος η πίκρα κι η ζωή κύκλος. 


Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ποιος χρόνος;

Ο χρόνος δεν ξέρει τίποτα.
Ο χρόνος αδιαφορεί
για την εγγενή δυσ(μ)φορία μου.
Δεν μ' ωριμάζει.
Δεν μου γλυκαίνει τις πληγές.
Τον χρόνο δε τον νοιάζει.

Ο χρόνος περνάει.
Μόνο αυτό ξέρει να κάνει.
Και το κάνει καλά.
Δεν διδάσκει.
Δεν είναι δάσκαλος ο χρόνος.


Κύμβαλο ήμιν και εμμένω.
Να κυμβαλίζω μπορώ μονάχα.
Ανεξάρτητα από τις αδαμάντινες προσδοκίες σου.


Επένδυσα σε αέρα.
Αγάπησα ατελώς.
Ερωτεύτηκα ελαττωματικά.
Κι όλα έτσι τα έκανα.
Μισά, άγαρμπα, τραχιά, αιχμηρά.
Και κυρίως μάταια.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Τα χέρια

Χτες βραδυ ονειρεύτηκα. 
Την παιδική αυλή. 
Αλλαγμένη ήταν. 
Κι ήταν μικρή. 
Τέσσερα βήματα, απ´ άκρη σ´ άκρη,
το άλλοτε αχανές. 
Λουλούδια μωβ σε σκουριασμένους τενεκέδες. 
Παλιακά τσιμέντα νωπά. 
Λουλάκια.  Και χώμα. 

Μπήκα μετά στον κάμπο 
με τα σπαρμένα φορέματα. 
Έκοψα, έκοψα, έκοψα κι έκαψα,
όσο μπόρεσα, 
κι όσο άντεξαν οι πλάτες μου
κουβάλησα στο σπίτι
καρπούς κι οσμές. 

Το μυστικό τους καράβι, 
στα τρία κύματα της θάλασσάς τους,
το μπλε και το μαύρο τους έκοβα. 
Έπινα το πικρό τους στόμα,
ξελόγιαζα τα δέντρα τους
κι ανθίζαν. 
Κι όταν τα χώριζα, 
τον εαυτό μου τιμωρούσα. 

Χτες το βραδυ ονειρεύτηκα. 
Το δωματιο και το ποτήρι. 
Ένα ποτήρι γεμάτο αίμα. 
Ένα δωμάτιο μ´ αδειασμένο φως. 
Ένα παιδί στο λαμπρό σκοτάδι. 
Μια ακόμα δυνατότητα στραγγισμένη, 
σ´ ένα ποτήρι πλαστικό, πορτοκαλί. 
Μια θλίψη ώριμη σ´ ένα άγουρο σώμα. 

Θέλησα να απλώσω το χέρι μου,
να πιάσω το ποτήρι,
να ποτίσω το στεγνωμένο κορμάκι του,
να αποκαταστήσω τις φυσικές ροές,
να γεμίσω τα ρυάκια και τα ποτάμια του,
να ξεδιψάσω την ψυχή την καχεκτική,
να μπορέσει να μεγαλώσει επιτέλους. 

Αλλά δεν είχα χέρια στο όνειρο.


Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Ο μιγαδικός αριθμός

Δεν θα μιλήσω άλλο πια. 
Με τα λόγια προδίδουν οι άνθρωποι. 
Με τα σώματα αγαπάνε. 

Θα κάτσω εδώ να περιμένω τη φθορά σου. 
Αυτή που με όμορφες, ψεύτικες λέξεις αναβάλλω. 
Γιατί πόσο ν´ αντέξει η θύμηση ενός κορμιού; 
Πόσο καιρό μπορεί ν´ ανθίζει μια ιδέα άλογη;
Χωρίς τον ήλιο και το νερό των συνειρμών μου, πως να υμνήσω την εικόνα σου;

Θα μείνω εδώ ακίνητος και θα μετράω τις μέρες. 
Όποτε σκέφτομαι τα μάτια σου θα μετράω ώρες. 
Όποτε θέλω να μιλήσω για το κορμί σου θα μετράω λεπτά. 

Θα κάνω κάθε λέξη μου αριθμό. 
Θα σε στριμώξω σ´ ένα βολικό άπειρο. 
Θα αντικαταστήσω το χαμόγελο με το "δέκα." 
Το στήθος με το "οκτώ." 
Τη φωνή με το "ένα."
Τον κόλπο με το "τρία." 
Τα πόδια με το "δύο."
Τα μαλλιά με το "χιλιάδες."
Τον έρωτά σου με την φανταστική μονάδα.

Θα σε κάνω εγώ, θα δεις, έναν μιγαδικό αριθμό. 
Θα σε υψώσω στο τετράγωνο να μείνουμε μείον ένας. 

Μήπως με τις λέξεις τόσα χρόνια, τι καταλάβαμε; 
Μείον ένας δεν ήμασταν πάντα;