Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Το πηγάδι και το

Δεν είσαι άνθρωπος
Δεν είμαι άνθρωπος
Είμαστε δυο εκκρεμή

Εκκρεμούμε μεταξύ μιας σχέσης που δεν είχαμε ποτέ
και μιας κοινής φαντασίας περί αυτής

Ταλαντώνεσαι απ´ το μαζί μέχρι το μόνη
Κι εγώ από το πάντα ως το ποτέ και πίσω

Κάπου κάπου το βαρίδιό μου συναντά το δικό σου.
Αγγίζονται.
Ή κοιτάζονται ζαλισμένα από το συνεχές τραμπάλισμα.

Θυμούνται κάποια παλιά φορά
που τα σχοινάκια τους μπλέξαν
Και τότε δέθηκαν για λίγο και στροβιλιστήκαν
μαζί, άτακτα, υπέροχα, απρογραμμάτιστα,
πάνω σε περίεργες ασύμμετρες τροχιές...

Ωωωω...  Πόσα θυμούνται!!

Τι όμορφο να αφήνεις αυτό το μονότονο πίσω-μπρος
την βαρεμάρα της απόλυτα προκαθορισμένης πορείας
και να μπλέκεις σε άγνωστες, ακαθόριστες τροχές, τι όμορφο!
Μπλεγμένα σχοινιά
Στροβιλιζόμενα βάρη
Αλλόκοτες βόλτες

Ποιο αλύπητο χέρι της ευταξίας
μας ξέμπλεξε και μας ξαναέβαλε στις κανονικότητές μας;
Ποιο ευσπλαχνικό χέρι μας όρισε
να ταλαντώνουμε παρέα τις ζωές μας;
Πόσο σατανικό όμως να βλεπόμαστε
άτακτα και να σμίγουμε;
Ποια Θεία Πρόνοια το όρισε;


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Όσο σ' έδιωξα

Κι όσο σ έδιωξα
γλυκά σε προστάτευσα
από της μέρας μου
την άγρια ανακύκλωση,
κι από της νύχτας μου
τον ματωμένο γύρο.

Ωραία σε κράτησα,
φωτογραφία κι ανάμνηση,
μες της ζωής το λίγο.

Κι όσο σ έδιωξα
γλυκά σε προστάτευσα
Από της θέσης δίπλα μου
την ηλεκτρική αγωνία.
Από τα ψυχρά μου μάτια,
κι απ´ την τρύπια καρδιά.


Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Μπάλος

Διονύση μου κατάλαβα. 

Ο Μέγας Τράγος πριονίζει. 
Γιατί πως αλλιώς θα δυναμώσει το δέντρο;
Πως αλλιώς θα αναπνεύσει το δάσος;

Ο Μέγας Τράγος καίει. 
Να καθαρίσει το τοπίο και ν´ αναδειχτεί. 
Γιατί με το γάντι δεν ξεριζώνεται το παλιό. 

Ο Μέγας Τράγος καταστρέφει. 
Γιατί με γκρέμισμα σπέρνεται το καινούργιο. 
Θέλει ανοιχτά πεδία για να υπάρξει το νέο.


Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Εργοτάξιο

Στο μέσα μου,
εργοτάξιο
έχω καλά κρυμμένο.
Είναι γεμάτο σκαλωσιές.
Μαστόρια κεντημένο.

Γκρεμίζονται
και χτίζονται
χίλια σπίτια την ώρα.
Σαν κύματα κομίζονται
και κρίματα και δώρα.

Μέσα μου
κρύβω πόλεμο
και ποιος νικάει δεν ξέρω.
Χρόνια μαζεύω τα αίματα
και πάντα εγώ υποφέρω.

Μια
με νικάει τ´ άδικο,
και δυο με καταπίνει.
Μια ξεθαρρεύεται το φως
και τρεις μια μαύρη μήνη.

Μέσα μου
κρυβω εκρηκτικά,
φυτίλι κι αναπτήρα.
Και μου φυλάω μια φωτιά
του σύμπαντός μου μοίρα. 


Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Αύγουστος στην πόλη

Κλαίνε τα μάτια, 
κλαίνε και τα χέρια σου,
σα να λυπάσαι ολόσωμη 
τα τρία αγόρια του καλοκαιριού,
τ´ αυτοκρατορικά,
που θέλησαν φέτος να το σκοτώσουν νωρίτερα 
από των ημερών του τη φυσική συντέλεια. 

Μια πλανόδια θλίψη 
βρήκε πελάτες στο χωριό μας. 
Και έμεινε χρόνια 
και πλουτίζει στην πλάτη μας. 

Αλλά εσύ δεν φοβήθηκες. 
Εσύ είχες σπίτι χτισμένο στον βυθό της θάλασσας. 
Τι να σου κάνει η γυρολόγα βροχή κι οι υπαινιγμοί της;
Έτσι κι αλλιώς, τα δικά σου καλοκαίρια βαστούν όσο οι αιωνιότητες των ονείρων. 

 

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Δον-κιχωτισμοί

Για την αναμονή του ανύπαρκτου, 
για το ευγενές αυτής και το ανόητο, 
συντάσσομαι,
με το επόμενο προς εξαφάνιση είδος,
αδυνατώντας να εξελιχθώ. 

Γνωρίζω
την παγίδα αυτή την όμορφη και την θανατηφόρα. 
(Λες η πεταλούδα να μην ξέρει;)
Φως, εσύ, του αφανισμού, 
σε παρακαλώ,
κλείσε με σε έναν πίνακα, 
σε ένα τραγούδι, 
σε μια πιθανότητα ελάχιστη,
κι άσε με εκεί. 

Πόσα καλοκαίρια μου δόθηκαν 
για να εμπεδώσω το ψέμα;
Πόσοι χειμώνες 
για να αγαπήσω την απάτη;
Δεν πέρασε αγάπη μου από πάνω μου ο χρόνος.
Αγνοήθηκε κι αυτός, όπως και όλες οι πραγματικότητες. 

Κι έτσι σώθηκες. 


Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Το δάσος

Το δάσος βουίζει. 
Οι μέλισσες κι ο άνεμος το χαϊδεύουν 
Τα ήσυχα έλατα και τα κυπαρίσσια υπομένουν. 
Κυματιστό τον αέρα. 
Ακούραστες τις μέλισσες. 
Αχόρταγα τα μάτια μου. 

Οι κορυφές του βουνού χαμογελούν σοφά. 
Αφ´ υψηλού παρατηρητές, 
γνωρίζουν. 

Το κορίτσι το δικό μου είναι η μνήμη. 
Εγώ ενα μαύρο τετράγωνο κουτί. 
Χωρίς ανοίγματα. Με έξι στιλπνές έδρες. 

Στη μια κάθομαι. 
Στην άλλη, στο κεφάλι μου, 
έχω ένα αναμμένο κερί παλιακό που λιώνει. 
Μια γυναίκα κάθεται σε μια μου πλευρά και χτυπάει μια αόρατη πόρτα. 
Απέναντί της ένα άγριο, λυσσασμένο σκυλί γαβγίζει το αδύνατο.

Στην αυλή μου έχω φυτεμένα όμορφα λουλούδια. 
Γι' αυτό μου χτυπάει η γυναίκα. 
Όμως εμένα κοπέλα μου είναι η μνήμη μου. 
Κι αυτή μου λέει ότι αγάπη είναι η προδοσία. 
"Και τότε τι τα θες τα λουλούδια;" ρωτάει η γυναίκα. 
"Μα, 
λουλούδια συνηθίζεται να φυτεύουν γύρω απ´ τους τάφους, στα μέρη μου."