Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Απορίας άξιον

Συγκλονίζονται οι άνθρωποι 
από την απώλεια των ανθρώπων. 
Λες και είναι ο άνθρωπος 
λιγότερο ευτελής από την άμμο 
για να χτίσει κανείς πάνω του 
οτιδήποτε περισσότερο από ένα κάστρο,
ένα καλοκαιρινό απόγευμα. 

Το παρελθόν είναι ελάχιστα δεδομένο. 
Και συγκλονίζονται οι άνθρωποι
απ´ την απώλειά του.
Λες κι είναι το παρελθόν 
λιγότερο ασαφές από το σύννεφο
για να πατά κανείς πάνω του 
οσαδήποτε βήματα περισσότερα από ένα. 

Τι είναι αυτό που βρίσκω κι εγώ τόσο εκπληκτικό;
Ακριβή ήταν η ευχή της μάνας μου 
και για κείνη δανείστηκα χρόνια 
και πληρώνω ακόμα.  Και παρά ταύτα,
ακόμα με εκπλήσσουν τόσα και τόσα.
Η επίφαση της αγάπης, η προδοσία,
οι βροχερές καλοκαιρινές μέρες, 
και ο ήλιος τον χειμώνα.   


Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Μικρό ερμηνευτικό λεξικό

Θυμάμαι. Ένα λάθος ρήμα για μια διαρκή παρουσία. 

Αντέχω. Ανακριβές, όταν δεν υπολογίζεται η διάβρωση. 

Ζω. Χρησημοποιείται για να περιγράφεται η επιβίωση. 

Ονειρεύομαι. Αντ´ αυτού που θα ´ταν μια λύση ζωής. 


Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Πλανητικό

είναι ένας κομήτης.
έρχεται με μια ιδιάζουσα απεριοδικότητα.

υπάρχει κι ένας πλανήτης ακίνητος, σκοτεινός.
που περιμένει και δεν περιμένει τον κομήτη για να φωτιστεί.
πάνω του δε φυτρώνει τίποτα παρά μόνο φωτιές.
οι φωτιές δεν φωτίζουν.  μόνο καίνε.

ο πλανήτης έχει παγώσει από καιρό.
ο κομήτης χάθηκε από χρόνια.

ωστόσο αυτή η ασάφεια.
συντηρεί την εσωτερική καύση.
την άθερμη.
την άφωτη.
την κυρτωμένη από τους συμπαντικούς νόμους παραλληλία των ευθειών τους.

το ασύγχρονο πάντρεμά τους,
κάποιο σωτήριο έτος πριν εκατομμύρια σωτήρια έτη,
αυτό θεμελίωσε την ύπαρξη του ετερόφωτου ενός.
αλλά δεν έσωσε κανέναν τους.


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Το γράμμα

Θέλω να μένω σε μια οδό που την λένε Χλόης,
με μια κοπέλα που θα τη λένε Δάφνη.
Το σπίτι θα έχει κήπο και στόμα για να αναπνέει.
Η κοπέλα θα είναι ανθισμένη όλο το χρόνο.
Τα καλοκαίρια θα τρώμε ζεστό ψωμί με τυρί και ντομάτα ώριμη.
Τα βράδια θα χορταίνουμε με αντιπαραβολές,
με επιβεβαιώσεις και μοντελισμό.
Οι μέρες θα 'ναι γλυκές σαν κλάματα ανακούφισης.
Θα τις ντύσουμε με βελούδα μπλε και γκρενά παπιγιόν.

Θα μεγαλώνει το σπίτι μας σαν δέντρο,
στην οδό Χλόης,
θα το ποτίζει ένα αγέραστο κορίτσι από μετάξι κινέζικο.
Θα 'χει κι η ίδια ρίζα βαθιά στη γη, όπως ο μύθος.
Θα αγαπά τα χρώματα και τις γλυκόπικρες γεύσεις.
Θα ΄χει ήσυχα κύματα στη φωνή της
και θα ‘χει κλάψει ατέλειωτες, χειμωνιάτικες βροχές.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, κάθε Χριστούγεννα,
θα καίμε στο τζάκι γερασμένες, κόκκινες ματαιώσεις,
και τις χλωρές τους φύτρες θα τις τρώμε για πρωινό.
Δεν θα μ’ αφήνει να στέλνω άλλα γράμματα λυπημένα στον Άι Βασίλη,
όπως εκείνα στον ανθό των πρώτων γηρατειών μου:

Αγαπητέ Άι Βασίλη
το σώμα μου μεγάλωσε.

Πήρα εκείνο το τραινάκι που πάντα ήθελα. 
Δεν έφυγα. Δεν πήγα πουθενά.
Έβαλα μόνο ένα κέντρο στο κέντρο μου
και το κυκλώνω ανελέητα από τότε.
Το γυρίζω εμμονικά, σκάβοντας
κι αδυνατώντας να πλησιάσω. 

Πήρα ένα γρήγορο αυτοκίνητο.
Δεν ξέρω αν το έστειλες εσύ.
Τρέχω και καλύπτω με ταχύτητα τις απαιτητικές αποστάσεις της ζωής μου.
Και μένω ακίνητος.  Όσα χιλιόμετρα κι αν κάνω. 
Κι όσο πιο γρήγορο το αμάξι, τόσο δεν φτάνω. 

Πήρα και την κούκλα με τα μεταξένια μαλλιά.
Ήταν ωραία.  Ξανθή.  Μελαγχροινή.
Είχε ένα σώμα γεμάτο χυμό πορτοκάλι,
φράουλα, και γρανίτα λεμόνι,
κι όσα πεθύμησα όταν κοιτούσα ιδρωμένος τις αλάνες
τα καλοκαιρινά μεσημέρια. 
Δεν ήταν για ΄μένα οι αλάνες.  Ή οι κούκλες.
Τι να την κάνεις άλλωστε την κούκλα όταν έχεις μεγαλώσει;
Το πολύ να την βάλεις να καθήσει στη θέση του συνοδηγού. 
Να πιάσεις τον ζεστό μηρό της.  Και να μην την κοιτάζεις πια. 

Πήρα το τόπι, τα λουστρίν παπούτσια, πολλά πολλά πουκάμισα.
Πήρα και ρολόγια.  Ξέρεις πόσο αγαπάω τα ρολόγια!
Πήρα πολλά.  Έζησα ακριβής.  Σε ένα κόσμο που ευνοεί το χάος.
Και έχασα από το προοίμιο.  

Ένα παιδικό τραινάκι μου είπε για το άπιαστο όνειρο,
το ομφάλιο τέρας της αποκαλύψεως,
(και τις υπόλοιπες σκόνες
και τους θορύβους ενός κόσμου σε ράγες).
Έγχρωμο, μεταλλικό και νωχελικό μου δίδαξε σκληρά,
- θυμάσαι την κακιά καθηγήτρια στην δευτέρα γυμνασίου; -
πως είναι τέχνη να αποφεύγεις τον εαυτό,
όπως ο διάολος το λιβάνι που του αναλογεί. 

Κι απ τις κούκλες έλαβα δώρο ζωντανό τραύμα στην πλάτη,
μεγαλύτερο-ίσο με την αξία της απώλειας,
και στο πηλίκο μου περίσσεψε μια βόλτα στο λούνα παρκ,
χρυσή πληρωμένη,
και ένα καλά βολεμένο αδύνατο στην καρδιά. 

Κι από όλα τα ρολόγια με τα οποία μολύνθηκα εξ αρχής,
τι σημαίνει προπατορικό έμαθα. 
Γύρισαν μανιασμένα, μόλις γεννήθηκα, τρεις γενιές δείκτες διπλοί και τρίδιπλοι.
Ακύρωσαν μία-μία τις παιδικές μου λαχτάρες.
Τις αναμονές και τις χαρές. 
Τα παιχνίδια, τα κλάματα, τις απαιτήσεις.
Τα ρολόγια όλα των προγόνων μου φορτώθηκα στην πλάτη.
Κληροδοτήματα βαριά που τα χώσαν στο μυαλό μου
και τ΄αφήσαν να στροφάρουν ρουφώντας τον χρόνο μου. 

Δεν έχω παράπονο.  Δώρα πολλά ανύπαρκτε και άγιε.
Και παρά τα δώρα όλα, ποτέ δε σε πίστεψα.
Ούτε μια στιγμή. 
Διότι ποτέ δε μου χαλάλισες το μοναδικό δώρο που χρειάζεται ένα παιδί.
Την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα ψίχουλο ιστορίας δικής του, προσωπικής,
σ' αυτό τον ανερμάτιστο κόσμο. 

Η κοπέλα όμως δεν θα ξέρει να διαβάζει.
Δεν θα καταλαβαίνει από γράμματα και αγίους.
Θα την λένε Δάφνη και θα είναι ένα ισοσκελισμένο δαιμόνιο καινό.
Θα στηρίξει το κέντρο του βάρους μου κι όποτε εγώ θα ταλαντεύομαι,
αυτή θα μου κρατάει τη μέση.

Θα με αγαπήσει με τη θέρμη της γης και του χώματος.
Θα με αναγκάσει να πιστέψω σε σπίτια από ζαχαρωτά,
σε ξεχασμένα αδράχτια, σε κόκκινα μήλα και Άι Βασίληδες.
Κι όταν της το ζητήσω, επιτέλους πληρωμένος,
θα με αφήσει να πεθάνω.
Σπίτια, κορίτσια και αγάπες,
Χριστούγεννα και Άι Βασίληδες,
δεν είναι για χόρταση.


(αφιερωμένο με αγάπη στην πιο φανατική μου αναγνώστρια για το παιδί που με μεγάλους κόπους διασώζει μέσα της)


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Η πείνα

Κουράστηκαν τα μάτια μου να σε ψάχνουν
Σε πλήθη αγνώστων
Σε απίθανες πραγματικότητες
Σε πρόσωπα,
σχήματα σωμάτων,
σε αγκαλιές απελπισμένες.

Κουράστηκα να σε ζήτω στην βουή της αγοράς.
Στο δρόμο για το σπίτι.
Να ελπίζω να σε δω στην επόμενη γωνία.
Κουράστηκα αχόρταγα να κοιτάζω το ενδεχόμενο.
Κουράστηκα αυτή την πείνα των ματιών μου.

Και πείνασα πολύ.
Πείνασα το σώμα σου με τις γραμμές του όλες.
Και μπούχτισα ν´ αναπαράγω εμμονικά τη σκιά του.
Να γράφω το περίγραμμά του.
Σε λέξεις να το εσωκλείω.
Και να αδυνατώ να ξαναβρώ τη θέρμη του.

Κι όσο μακρυά σου στέκομαι,
σε σταθερή όμως απόσταση,
για να με λένε λεγεώνα,
και να με λένε εμφύλιο,
να είμαι το πείραμα των δυο σχισμών
και να μην ξέρω αν με παρατηρώ ή όχι, κουράστηκα.

Πέρασε καιρός από την ερώτησή σου, το ξέρω.
Μα η απάντηση ήταν πάντα και είναι.
Μία.


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Το λουλούδι

Όταν θα σε ξαναδώ θα κρατάς στο χέρι μια γερασμένη εικόνα σου, σα μαύρη μάνα.

Θα ´σαι κορίτσι εικοσπέντε χρονώ και θα μου δείχνεις ένα πιο δίκαιο μέλλον.

Τα γράμματά σου που φυλάω στην τσέπη μου και μιαν άνοιξη που σου ματαίωσα ασυλλόγιστα.

Θα σου χαρίσω ένα λουλούδι (εγώ που ποτέ μου δεν χάρισα) σε σχήμα αντεστραμμένο και νόστιμο σαν αίμα.

Τόσα πρόσημα κλειστά και κόκκινα κι ούτε ένας δρόμος δεν θα μείνει πια αδιάβατος.

Αχ! θα ´σαι κορίτσι εικοσπέντε χρονώ κι εγώ αγόρι να σε ποθεί μ´ όλη τη δύναμη του κόσμου.

Στην εκπνοή του χρόνου θα κερδίσω το άπειρο με το ´να μου χέρι.

Θα σ´ αγκαλιάσω τρυφερά μέχρι να σμίξουν δυο βουνά, θα σου συντρίψω τον μέλλοντα χρόνο και τον παρελθόντα.

Και σαν αρχή αέναη στο σπίτι σου θα μπω για να υμνήσω το θαύμα της αιώνιας νιότης μας.

Εσύ κι εγώ δεν είμαστε. Εσύ κι εγώ, σκορπισμένοι στα σύμπαντα χρόνια περικλείουμε το όλο.

Κι η θλιβερή εικόνα μας η γερασμένη, αμυδρή απόδειξη μιας παραστρατημένης, σπαταλημένης ζωής, θα ανατραπεί οριστικώς από την άχρονη αιμάτινη αγάπη μας. 


Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Το σώμα

Κουβαλάω ένα σώμα
σε χειμερία νάρκη.
Διεκπεραιώνω χειμώνες.
Με καύσιμο το μυικό μου ιστό.
Μετράω τη μέρα με τα χάπια μου.
Ξημέρωσε, το λευκό. Βράδιασε, το κίτρινο.
Και γονατίζω.

Έχω στήσει κάπου μυστικά έναν βωμό.
Και πίσω του,  είδωλο χρυσό και κοίλο.
Όλα του τα ´ταξα.
Το προσκυνώ.

Όταν η καρδιά μου αδυνατεί,
σ' αυτό προστρέχω.
Σ' αυτό θυσιάζω το χρόνο μου
και όποιον στέκεται δίπλα μου.
Αυτό ονειρεύομαι,
όταν το όνειρο μου το επιτρέπει.
Αυτό σφίγγω στο χέρι μου κόμπο-κόμπο
και μ´ αυτό προσεύχομαι.

Δεν είμαι παρά ένα σώμα σε νάρκη.
Ένα κορμί σε αναμονή.
Ένας πιστός με παρωπίδες.
Ένα "κύριε ελέησον" αξιολύπητο.
Μια έρημος προσωπική, στη μέση μιας όασης.
Κι ένας Σταυρός χωρίς κανένα απολύτως νόημα. 


Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Οικογενειακό δείπνο

Γύρω από ποιο τραπέζι καθίσαμε όλοι μας,
συνδαιτυμόνες άσπονδοι κι αγαπημένοι;

Μ' ακονισμένα τα μαχαιροπίρουνά μας και τα δόντια μας
είπαμε τις προσευχές μας και ξεκινήσαμε να τρωγόμαστε.

Στρωμένο το τραπέζι με αναμνήσεις, με παλιά μέλλοντα,
με επαναλήψεις, ελάσματα, και με ανάπηρους συλλογισμούς.

Θα χορταστούμε, θα χωνέψουμε, και θα συνεχίζουμε.
Θα πίνουμε, θα ξεχνάμε, θα μεθάμε και θα θυμόμαστε.

Κι όλα αυτά με χάρη περίσσια και με παρρησία.
Μέχρι να μείνουν οι φωνές μόνο να οχλάζουν.