Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Το φως

Το βράδυ αφήνω, κάθε βράδυ, ένα φως ανοιχτό 
Είναι μ´ αυτό που ξεγελάω τη σοφή μοναξιά μου 
Κλείνω τα μάτια και πεθαίνω, μένει εκείνο ανοιχτό 
Κι όταν ξυπνάω ξεθωριασμένο, με κοιτάει σκεφτικό

Να μη ξεχάσω να κλειδώσω 
Να ταΐσω τον σκύλο 
Την κόρη μου να τη φιλήσω
σ´ ένα κάδρο, παιδί
Να πλύνω δόντια, να ξαπλώσω 
το κορμί μου να μπει,
στην πιο μικρή, την πιο σκληρή
του κρεβατιού μου εσοχή. 

Το σπίτι ακούω κουρασμένος λίγο πριν να χαθώ 
Μικρές ανάσες κι απορίες ν´ αντηχούνε στους τοίχους 
Ένα μακρόσυρτο, ερεβώδες και βουβό ουρλιαχτό
ξαπλώνει δίπλα, μου, γελάει και μου γράφει τους στίχους

Ο αναλογούν ουρανός

Επάνω και ψηλά 
λίγος ουρανός. 
Λίγος και βαθύς, 
γιατί, πόσο να δεις;

Τα πόδια προς τα κάτω
Φυτρώνουν απ´ το χώμα 
Θεμέλια, και νερά
κυλούνε στα τυφλά. 

Στρατήγημα η ζήση,
δε λέει να μας αφήσει
Ειρηνικά να διέλθουμε
πρωτού ν´ απέλθουμε. 

Η αβάσταχτη βαρύτητα του απίθανου

περπάτησε χίλια χιλιόμετρα
για ένα φιλί στο στήθος της.
χρόνια, και πάθη, και παθήματα
πόλεις, και πένθη, και γιορτές.

ταξίδεψε, αιώνιες ώρες
για τη θέρμη του χεριού του στο λαιμό της.
βροχές, και ήλιους, και λιμούς
στεγνές ερήμους κι άγρια κύματα.

είναι ακόμα μόνοι τους.
όπως ταιριάζει στους τρελούς,
στους εραστές και στους αλήτες.

αυτός κοιτάζει έναν τεράστιο γερανό,
τους πορτοκαλί δρόμους,
ένα ασθενοφόρο που αναβοσβήνει αθόρυβα
ένα πεθαμένο πουλί στο μπαλκόνι.

εκείνη κοιμάται ήσυχη,
με την λεπτή της ανάσα να χαϊδεύει την σιωπηλή βουή
σ' ένα κρύο δωμάτιο
σ' ένα μικρό διαμέρισμα
μιας άχρωμης γειτονιάς.

υπήρξαν δύο ενδεχόμενα
ανάμεσα στα άπειρα του σύμπαντος
συνέβησαν,
πείστηκαν για το ελάχιστο της σύμπτωσής τους
κι αποχώρησαν νικημένοι από το βάρος της.