Μια πίκρα στην παλάμη μου
ασφυκτιά.
Κι είναι το σώμα μου καπάκι
από πηγάδι.
Άπειρα βάθη και σκοτάδια
κουβαλά.
Και το στομάχι μου βυθόμετρο
σημαδεμένο.
Έγχυση έκανα στις λέξεις μου
με μίσος
όσες προλάβαινα αναθυμιάσεις.
Μα πνίγηκα.
Κι ακόμα ζω μέρα τη μέρα μου
κουτσαίνοντας.
Κάθε βράδυ λέω πως κατάλαβα
το παιχνίδι
κι ανακατεύω την τράπουλα με νέα
σιγουριά.
Κάθε πρωί το ίδιο "χέρι" στο χέρι μου
γαντζώνεται.