Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Μια κάποια λύσις

Εδώ που φτάσαμε,
ένας θάνατος φαντασιώνομαι να μας σώζει,
ίδιος με εκείνον της γιαγιάς.

Να φέρει αέρα ανανέωσης στο σπίτι.
Να βάλουμε την τραπεζαρία στη θέση του κρεβατιού της.
Να οργανώσουμε συμπόσιο.
Να συμφάγουμε.
Να συλλυπηθούμε και μετά να συγχαρούμε ο ένας τον άλλο.

Χορτάσαμε τις ίδιες ανασφάλειες,
απομειώσαμε την καθαρή παρούσα αξία στο ελάχιστο.
Καθίσανε τα ομοιώματα μας να πιούνε έναν καφέ.

Κι από ´δω παν κι άλλοι.


Του δρόμου

Σκέφτομαι να ´ρθώ να σε συναντήσω. 
Θα είναι πρωί. 
Θα βάλω τα χέρια μου στα μάτια σου. 
Δεν θα ξαναδείς ποτέ. 
Μόνο τη θέρμη των χεριών μου πια. 

Θα βρέχει. Φυσικά. 
Εμείς όμως θα είμαστε ήδη βαφτισμένοι.

Θα χώσεις τα νύχια σου στην πλάτη μου  
Κι εγώ το στήθος μου στο στήθος σου. 
Θα μεγαλώσουμε και θα γεράσουμε σαν μπολιασμένο δέντρο.  

Θέλω να πάψω να σε κρατάω μέσα μου 
σαν ανανεούμενη απώλεια. 

Θέλω να γίνεις και να μείνεις εσύ.