Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Κεριά

Ο ήχος του κεριού που καίει 
στη σιωπηλή εκκλησία με κοίμησε. 
Ήταν η εποχή εκείνη που κάρπιζε 
το αίμα του Χριστού,
στους δρόμους,
κι εγώ έβγαινα να δρέψω βεβαιότητες 
κι αδυναμίες κρεμασμένες στα παράθυρα. 

Λεπτές κλωστές, ηρωικά ξέφτια,
κάποτε κρατούσαν το μέλλον. 
Τώρα παραδομένες κι αυτές
στη βορά του δεδομένου,
χάσκαν παράθυρα ξεχαρβαλωμένα. 
Σε πετρόχτιστο σπίτι. 
Κάποια χρονιά του περασμένου αιώνα. 
Χίλια εννιακόσια είκοσι οχτώ νομίζω διαβάζω,
στο αγκωνάρι αριστερά της εισόδου. 

Και μπήκα. 

Λίγα δοκάρια ξύλινα και θέα ανεμπόδιστη,
πια,
στη θάλασσα την άπειρη.  

Άπειροι κι εμείς όταν ξεκινούσαμε,
χτιζοντας με ζήλο νεοφώτιστου,
να αψηφίσουμε το πολύ και το μεγάλο. 
Αλίμονο. 
Κι αυτό, που δεν καταλαβαίνει από αθωότητες,
κι από όνειρα παιδιάστικα,
μας συνέθλιβε. 

Δίπλα, 
λίγα χρόνια πιο κάτω, 
ο μεγάλος ανεμόμυλος,
με κρατημένο πάντα ένα ειρωνικό τέμπο. 

Έχεις προσέξει πως τραγουδά
το κερί που καίγεται στο μανουάλι;
Από κάτω άμμος. 
Των κεκοιμημένων δούλων Σου
τα έργα και οι ημέρες και οι πράξεις και οι αμαρτίες. 
Μια βάση από κόκκους ασημαντότητας.
Και μετά ο επόμενος
Και ο επόμενος
Και η επόμενη. 
Φιλόξενη, ευμετάβλητη και σταθερή η βάση. 
Έτοιμη να δεχτεί νέα μελωδικά ή παράφωνα κεριά. 
Δίκαιη με όλα τους. 
Μπορείς να την εμπιστευτείς. 

Αποκοιμήθηκα στο άβολο στασίδι,
γοητευμένος από τη χορωδία των καιομενων κεριών. 
Με ξύπνησε η μυρωδιά ενός που σώθηκε 
και σβήνοντας 
με παρακαλούσε να μιλήσω για την ασήμαντη ιστορία του.