Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Τα χέρια

Χτες βραδυ ονειρεύτηκα. 
Την παιδική αυλή. 
Αλλαγμένη ήταν. 
Κι ήταν μικρή. 
Τέσσερα βήματα, απ´ άκρη σ´ άκρη,
το άλλοτε αχανές. 
Λουλούδια μωβ σε σκουριασμένους τενεκέδες. 
Παλιακά τσιμέντα νωπά. 
Λουλάκια.  Και χώμα. 

Μπήκα μετά στον κάμπο 
με τα σπαρμένα φορέματα. 
Έκοψα, έκοψα, έκοψα κι έκαψα,
όσο μπόρεσα, 
κι όσο άντεξαν οι πλάτες μου
κουβάλησα στο σπίτι
καρπούς κι οσμές. 

Το μυστικό τους καράβι, 
στα τρία κύματα της θάλασσάς τους,
το μπλε και το μαύρο τους έκοβα. 
Έπινα το πικρό τους στόμα,
ξελόγιαζα τα δέντρα τους
κι ανθίζαν. 
Κι όταν τα χώριζα, 
τον εαυτό μου τιμωρούσα. 

Χτες το βραδυ ονειρεύτηκα. 
Το δωματιο και το ποτήρι. 
Ένα ποτήρι γεμάτο αίμα. 
Ένα δωμάτιο μ´ αδειασμένο φως. 
Ένα παιδί στο λαμπρό σκοτάδι. 
Μια ακόμα δυνατότητα στραγγισμένη, 
σ´ ένα ποτήρι πλαστικό, πορτοκαλί. 
Μια θλίψη ώριμη σ´ ένα άγουρο σώμα. 

Θέλησα να απλώσω το χέρι μου,
να πιάσω το ποτήρι,
να ποτίσω το στεγνωμένο κορμάκι του,
να αποκαταστήσω τις φυσικές ροές,
να γεμίσω τα ρυάκια και τα ποτάμια του,
να ξεδιψάσω την ψυχή την καχεκτική,
να μπορέσει να μεγαλώσει επιτέλους. 

Αλλά δεν είχα χέρια στο όνειρο.