Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Περίλυπον

Η λύπη είναι πέτρινη.
Ακίνητη είναι. 
Η λύπη είναι θάλασσα. 
Απέραντη είναι. 

Κήπος που ανθίζει και μαραίνεται. 
Κι εγώ ένας αδαής κηπουρός 
που δεν ξέρει τι και πως να φροντίσει. 
Τραβάω μια αυλαία από σύννεφα.
Δεν ξέρω αν ανοίγω ή κλείνω.
Επιμένω μόνο στην επανάληψη της πράξης. 
Σκάβω τα χώματα και τα νερά. 
Σπέρνω στα κύματα και περιμένω το λιγοστό φως να ανθίσει. 
Σκοτάδια δάση γύρω μου πλαισιώνουν τα καθέκαστα. 
Η λύπη είναι ανθεκτική. 
Βλάτες κατοικούν τις νύχτες μου.

Χάρτινα βουνά,
Πολλαπλάσιοι καθρέφτες.
Υποστυλώσεις και σχολεία δια βίου μάθησης.
Και τίποτα απ' αυτά δεν βοηθά το μωρό που κοιμάται.

Όλα τα τραγούδια μου είναι νανουρίσματα.
Άλλα γλυκά το κανακεύουν.
Άλλα του πριονίζουν τ' αυτάκια του.
Τσεκούρια κιθάρες και τραντάγματα στους ώμους του δεν το ξυπνάνε.
Το μωρό μου είναι κουφό.
Κουφό κοιμάται.  Κουφό τρώει.  Κουφό μεγαλώνει και γερνάει...

Η λύπη είναι σύντροφος.
Εκείνη κι εγώ θα συμφάγουμε στο μυστικό τραπέζι
κάτω απ' τον αφαλό μου.
Τα δάχτυλά μου είναι τα πιρούνια μας.

Η λύπη είναι κίτρινη.
Χαρτί και μολύβι.
Δεν θέλω να ξέρω άλλα.
Μετρήθηκα από τον Βορρά ως τη Δύση μου και λείπω σχεδόν ο μισός.