Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Ο βασιλικός

Ας ειναι σκοτεινή η νύχτα. 
Ας ειναι αφέγγαρη. 
Ο παφλασμός του κύματος 
μένει σταθερά άγρυπνος στο μπαλκόνι μου. 
Στο περβάζι του ξεκινάει η θάλασσα. 
Στον ορίζοντα ενώνεται με τον ουρανό 
και δεν τελειώνει ποτέ. 
Τα αστέρια, τα ψάρια, τα καράβια, τα αερόστατα,
οι άγρυπνες σκέψεις και οι λεπτές ανάσες του κόσμου 
πηγαινοέρχονται κυματιστά
και μου χτυπάνε το παράθυρο. 

Όχι!  Δεν θα ανοίξω.
Λες και εγώ δεν έχω μέσα εδώ,
σ´ αυτό το μικρό δωμάτιο,
έγνοιες κι αναστεναγμούς 
αστέρια και σύμπαντα,
κι έναν ψευτογκρινιάρη βασιλικό 
που όταν περνάς
και τον πληγώνει η άκρη του φορέματός σου, 
λυγιέται και μοσχοβολά,
κι ύστερα λουφάζει μέχρι την επόμενη 
που θα τον ξαναμαστιγώσει
η άκρη σου.  
Αύριο; Σε λίγους μήνες; Ύστερα από χρόνια;
Μια φορά, αυτός μόνο για σένα γκρινιάζει. 
Μόνο με σένα μοσχοβολά. 

Σε μένα υπαγορεύει πάντα τακτικό πότισμα. 
Κι όταν τελειώνει το νερό της βρύσης
-και τελειώνει όλο και συχνότερα τελευταία-
βολεύεται και με το αίμα μου. 


Έχω ένα παράθυρο που όλο το χάνω τα βράδια. 
Αν δε το δέσω στο ποδάρι μου πριν κοιμηθώ
το πιάνει η νύχτα απ´ το λαιμό και το τραβάει. 
Ανοίγει βίαια τα φύλλα του
και το πετάει να αωρείται σε άπειρα λιβάδια σκοταδιών. 
Έτσι διάπλατα ανοιγμένο πλέει 
χωρίς ειρμό 
χωρίς σχέδιο, 
χωρίς ελπίδα. 
Κι εμένα μ´ αφήνει εκτεθημένο. 
Έρμαιο των διαθέσεων της κάθε νύχτας,
του κάθε αστεριού,
των άπειρων σκέψεων του κόσμου. 
Σαν θύελλα εισβάλλουν στο έρμο το δωμάτιο. 
Στροβιλίζονται με μανία πάνω απ´ το κρεβάτι μου
μου τραβούν μαξιλάρια, σεντόνια, μαλλιά
ανακατεύουν την ντουλάπα και τα μέσα μου. 
Κι όταν τελειώσουν με τον χώρο,
πιάνουν γερά το χέρι το δεξί μου 
και με τραβάνε να πέσω 
απ´ το κενό που άφησε το παράθυρο. 

Τότε, αυτή την ύστατη ώρα της απελπισιάς,
λίγο πριν συρθώ στο άπειρο,
επιμένω - για κάποιον αδιανόητο λόγο - να σώζομαι,
απλώνοντας το αριστερό μου, 
γραπώντας ένα κλωνάρι βασιλικό, 
συνήθως το ίδιο που το φόρεμά σου προτιμά. 


Όταν ξυπνάω το πρωί 
το δεξί μου χέρι μυρίζει νύχτα. 
Το αριστερό όμως,
αααααα,
αυτό  θυμάται πάντα το άρωμά σου. 


Το τελευταίο φιλί

Θέλω το πρώτο φιλί να μυρίζει κανέλα
Να πέσει πάνω σε βράχια και να τσακιστεί 
Να μοσχοβολήσουν οι γκρεμοί γλύκα και σπίρτο. 

Θέλω το πρώτο φιλί να μείνει εναιώρημα
Σκορπισμένο, σε διάφανη θάλασσα χαμένο
Σπασμένο, ασπιρίνη σε νεροπότηρο παλιού καφενείου
και το κουτάλι μου να την στριφογυρίζει
μέχρι να ζαλιστεί η πίκρα της. 

Το πρώτο φιλί. 
Που δεν αντέχεται. 
Όπως και το τελευταίο.