Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Ένα ποτήρι

Να κρατάς τα χαμόγελά σου για το βράδυ. 
Να τα αφήνεις τότε και να φωτίζεται ο τόπος.
Μην τα ξοδεύεις, τα γυαλισμένα καλοκαιρινά πρωινά.
Χάνονται στον ήλιο κι είναι κρίμα.

Να πικραίνεσαι τις πίκρες σου την ημέρα.
Στο φως να τις απελευθερώνεις να αλαφραίνει το μέσα σου.
Πάντα τη μέρα.  Συρρικνώνονται.  Μαραζώνουν.
Τα βράδια θεριεύουν και γραπώνονται σφιχτά απ' τον λαιμό σου.

Να σε κοιτάζω, τόσο λαμπρή και διάφανη, και ν' αναρωτιέμαι
μιας τέτοιας Χάριτος ποια μοίρα της ταιριάζει πιο πολύ;
Να την απατήσεις με μια επόμενη; 
Ή να την απατάς, σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα,
με τον εαυτό της;

Αλλά πάλι, τι με αφορούν εμένα αυτά τα ερωτηματικά κι αυτές οι σκέψεις;  
Εγώ είμαι ένα ποτήρι πήλινο. 
Πιες ένα κρύο νερό και πέταξέ με στο χώμα να σπάσω. 


Τοπογραφικό

Τα άλογα να σωπάσουν.
Φτάνει τόσος και τέτοιος καλπασμός.
Τόσος ιδρώτας και φλέβες πεταγμένες.
Φτάνει τόσος αγώνας.

Τα σκυλιά να σωπάσουν.
Όχι άλλα ουρλιαχτά στη μέση των νυκτών.
Τόση αγωνία, τόσοι λυγμοί απ´ τα βάθη των λαιμών τους.
Όχι άλλη πείνα ακούραστη.

Τα πουλιά να σωπάσουν.
Να τους βγάλουν τα εύηχα λαρύγγια τους.
Να τους βγάλουν τα έγχρωμα φτερά τους.
Να σταματήσει η γλύκα τους να ρέει αχρέωτα στον κόσμο.

Τα σκουλήκια να σωπάσουν.
Τα άκοπα δόντια τους να στομώσουν.
Τα ευλύγιστα σώματά τους να παγώσουν.
Να πάψει πια το μέσα της γης να οργώνεται έτσι αναίμακτα κι οδυνηρά.