Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Οι σκλάβοι

Είναι δυο άνθρωποι δεμένοι μεταξύ τους. 
Όχι με σχοινί.
Ούτε με αλυσίδα.
Έχουν μια βέργα μεταλλική και άκαμπτη, δυο μέτρα μήκος.
Έχουν χοντρούς μεταλλικούς κρίκους στο λαιμό.
Και την βέργα ανάμεσά τους.

Οι άνθρωποι αυτοί,
κάποιας μορφής ιδιότυπης σκλάβοι,
ζουν χρόνια ο ένας κοντά στον άλλον
σε αυτή την σταθερή απόσταση.
Δεν πλησιάζουν.  Δεν μπορούν άλλωστε.
Δεν αποχωρίζονται.  Δεν μπορούν να χωριστούν.

Ζουν, μεγαλώνουν, τρώνε, κοιμούνται, κάνουν σεξ
κοιτάζοντας πάντα ο ένας τον άλλον.
Άλλοτε με αποστασιοποιημένο βλέμμα.
Άλλοτε με πολλή αγάπη.
Και πάντα με απόγνωση.

Πολλές φορές ο κρίκος στον λαιμό στενεύει και τους πνίγει.
Τότε,
πάνω στον πανικό τους,
πότε προσπαθούν να απομακρυνθούν
και πότε παλεύουν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον.
Να αγκαλιαστούν.  Να κλάψουν.

Όταν κρίκος είναι πιο χαλαρός καταλαγιάζει η απελπισία.
Και ζουν στα σπίτια και τις δουλειές τους.
Βγαίνουν με τους φίλους τους ο καθένας και διασκεδάζουν.
Πάντα δίπλα-δίπλα βέβαια.
Είναι σιαμαίοι αλλά δεν έχουν καμία σωματική επαφή.

Ψέματα!
Θυμάμαι κάποιες ελάχιστες φορές που τους είδα
- θεϊκή συγκυρία -
σε κάποιο οριακό λύγισμα του κορμιού τους,
σε σχεδόν αυτοκαταστροφικές διατάσεις των χεριών και των ώμων τους,
να αγγίζονται ελάχιστα, με τ' ακροδάχτυλά τους.
Σε εκείνες τις άπειρα μικρές στιγμές πίστεψα ότι υπάρχει Θεός.

Όμως κοίτα να δεις ειρωνεία!
Αυτές οι στιγμές ακριβώς, αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει.  


Αφού έτσι είναι...

Σε περίμενα σε πείσμα των καιρών.
Ξεραμένος ως τη ρίζα, αλλά ελπίζων. 
Ήρθαν μύριοι. Φύγανε. Δεν ήρθες. 

Σε περίμενα σε πείσμα του εαυτού μου. 
Ηττημένος, εμπαθής, ειρωνικός. 
Κύματα οι μέρες. Φύγανε. Δεν ήρθες. 

Σε περίμενα Μεσσία και λυτρωτή, έλα. 
Ακατάλυτη η ενοχή μου, σώσε με. 
Ξέφτισε τ´ αισθήματα ο αέρας. 

Δεν θα ´ρθεις.