Τι ψάχνει να βρει, η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα;
Τι θα βγάλει από εκεί;
Ένα λεπτό χέρι χορεύει στα σπλάχνα της.
Κάποιον αναπτήρα;
Μα δεν καπνίζει.
Ένα στυλό για κάποια σημείωση;
Μα δεν έχει τίποτα σκεφτεί και τίποτα δεν θα ακούσει.
Τι ψάχνει να βρει, η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα;
Τι παλεύει ν' ανακτήσει;
Κάθεται μόνη στο μαρμάρινο τραπέζι με τις ψάθινες καρέκλες.
Ανακατεύει μια ξεφούσκωτη, πολυκαιρισμένη τσάντα.
Ο κόσμος του καφενείου την κοιτά.
Μήπως το κινητό της;
Μα δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα.
Είναι 1960.
Και είναι ανήκουστο για μια γυναίκα να κάθεται μόνη,
σ´ ένα μαρμάρινο τραπέζι με ψάθινες καρέκλες.
Τι να κρύβει η λευκή κοπέλα, στην άδεια τσάντα της;
Ποιο μυστικό την τυραννά;
Ψάχνει και ψάχνει,
(κάνει περίεργους θορύβους το τίποτα)
με απόγνωση σχεδόν κι ύστερα να!!!
Βγάζει ένα κόκκινο μπουμπούκι τριαντάφυλλο
και τ´ ακουμπάει στο άσπρο μάρμαρο.