Ζέστη αφόρητη
Πονάνε τα μάτια μου
Άφησα μια γλάστρα έξω να ξεραίνεται
Ακούω τα φύλλα της να πέφτουν
Άφησα κι ένα δέντρο μέσα να μεγαλώνει
Ακούω τις ρίζες του να τρίζουν πάνω στα κόκκαλά μου.
Το μυαλό μου αναπηδά στους τοίχους σαν μπάλα από καουτσούκ.
Σκουπίζω τον ιδρώτα με την πλάτη του χεριού
Το βουητό πλαισιώνει την ασφυξία μου
Είναι όμως μια τρυφερή ώρα αυτή
Θ´ αγκαλιάσω τα μαξιλάρια μου κι ίσως...
Θέλω να ονειρευτώ την άρση
Το τελευταίο κύμα της τρικυμίας
Έναν χορό με το παλτό μου