Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Συμπερασματικά

"...εις το αλώνι εκείνο του χάρου, 
εις τον κήπον εκείνον της φθοράς..."



Μια ηλιόλουστη μέρα 
θα πάω στο σούπερ-μάρκετ
και θα κρεμαστώ
στο πιο ψηλό ράφι. 

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Περί ύπνου

Σηκώνεται από τον απογευματινό ύπνο
Αργά. Απρόθυμα. 
Κάποτε, ο πατέρας του κοιμόταν ολόκληρο το σαββατοκύριακο
για να ξεγελάει την πείνα του. 

Ύπνος. Παλιός οικογενειακός φίλος. 
Από ποια ένδεια κληρονομιάς τον φυλάει κι αυτόν;
Έχει ψωμί. 
Δεν έχει εαυτό. 

Ανέχεια κι αυτή!


Μόνο τη νύχτα

Σε λίγο, θα ονειρευόμαστε 
την παιδική ηλικία των παιδιών μας. 
Ήδη τα δικά μας νιάτα βουλιάξανε
σε κάποιο, αδιαπέραστο απ´ το φως, βάθος.
Μασάμε ασπιρίνες για να αντέξουμε το γκρι. 
Η πικρόξινη γεύση τους δε μας κακοφαίνεται πια.  
Φοράμε στολίδια για να αντέξουμε το τίποτα. 
Τα χρυσά και οι γυαλάδες τους, ό,τι μας απέμεινε. 

Να μας εξηγήσει κάποιος τώρα!
πώς δεύτερο το δεύτερο κερδίζεται η μέρα. 

Να μας παρηγορήσει κάποιος τώρα!
πώς δεύτερο το δεύτερο καταφέραμε μόνο τη νύχτα. 





Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Η βότκα

Μου είπε την πιο κοινότυπη ιστορία του κόσμου. Μισομεθυσμένος. Μισοκαθιστός στο σκαμπό. Γυρτός στην γυαλιστερή μπάρα. Με μια βότκα σκέτη στο δεξί του χέρι. Και το άλλο κρεμασμένο στον ώμο κουλό. Μ' αυτή την άβολη στάση που κρατούσε το σώμα σε μόνιμη εγρήγορση. Τιμωρούμενο. Να μη βολεύεται πουθενά και να μη ξεκουράζεται ποτέ.  

"Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πως ποτέ δεν αγαπήθηκα ειλικρινώς γι' αυτό που είμαι. Αγαπήθηκα μόνο γι' αυτά που έκανα.  Για εκείνα που μου εκμαιεύτηκαν.  Αυτά που μου έστυψαν από μέσα μου."

Η φωνή του δεν είχε κανένα χρώμα.  Κανένα συναίσθημα. Μιλούσε για τον τραγέλαφο της ζωής του και μιλούσε σα να διαβάζει φωναχτά μια συνταγή μαγειρικής. Ή το δελτίο καιρού.  
"Οπότε δεν έχω ακόμα μια ακριβή εικόνα του ποιος είμαι και τι θέλω. Δεν ξέρω. Δεν είχα ποτέ πραγματικά δικές μου ανάγκες. Ούτε επιθυμίες. Οι περισσότερες συνθλίφτηκαν ή και αντικαταστάθηκαν από άλλες. Ξένες. Έμαθα να θέλω να είμαι καλό παιδί...ενώ δεν είμαι. Έμαθα πως ήμουν κακό παιδί. Ούτε αυτό ήμουν. Έμαθα να ικανοποιώ τους άλλους για να πάρω ικανοποίηση."

Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Λιγοστός κόσμος στο μπαρ. Καθάρισε ένα φιστίκι Αιγίνης και το έβαλε στο στόμα του βαριεστημένα. Έριξε μια ματιά στον περίγυρο. Εκτός του μπάρμαν, δυο κοπέλες χαχάνιζαν σ' ένα τραπέζι πιο δίπλα. Μόνο εγώ τον άκουγα. Δεν του άρεσε. Το μοναδικό συναίσθημα που είδα στα μάτια του ήταν αυτό. Ήθελε κοινό. Ένιωθα ότι είχε επαναλάβει την ιστορία αυτή χιλιάδες φορές. Στον εαυτό του και σε άλλους πριν από μένα. Μια βαρετή, ασήμαντη ιστορία. Όπως όλες. Και το ήξερε. Το ήξερα κι εγώ. Αφεθήκαμε όμως και οι δυο στο σενάριο. Εκείνος έπρεπε να την επαναλαμβάνει. Κι εγώ να την ακούω.  

"Νιώθω ένοχος όταν απογοητεύω τους άλλους. Λιγότερο ένοχος από όταν απογοητεύω εμένα. Δεν έχω ταυτότητα.  Καταλαβαίνεις;"  Και πριν απαντήσω, "Είμαι πολλοί άνθρωποι μαζί. Για την ακρίβεια δεν είμαι κανένας. Τίποτα. Είμαι το τέρας Φρανκενστάιν. Είμαι κολλημένα κομμάτια αλλότριων επιθυμιών."

Τέλειωσε τη βότκα με μια γενναία γουλιά. Έκλεινε έτσι την πράξη αυτή.  Κι ύστερα δεν μίλησε για κάμποση ώρα. Μας κοίταξα τους δυο για μια στιγμή στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ. Αυτή τη διπλή αντανάκλαση ανάμεσα σε δεκάδες πολύχρωμα μπουκάλια και λαμπάκια που αναβόσβηναν. Σκιές. Φώτα. Περιγράμματα.

- "Άπαντες ηττημένοι. Αυτοί, εσύ, εγώ. Όλοι. Όλοι στο τέλος χάνουμε."  Είπε και σηκώθηκε απότομα σαν σούστα.  
- "Επειδή θα πεθάνουμε;"
- "Επειδή δεν ζήσαμε..."

Ευτυχώς ξεκουμπίστηκε. Δεν θ' άντεχα άλλες κοινοτοπίες. Την τετριμμένη του κατάθλιψη. Τη μιζέρια του.  

Ζήτησα άλλη μια βότκα.  

"Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πως ποτέ δεν αγαπήθηκα ειλικρινώς..."



Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Δι' ασήμαντον αφορμήν

- Τι έπαθες;
- Είμαι.

Δι' ασήμαντον αφορμήν.
Υπήρξα.
Ασήμαντος αφορμή.
Υπήρξα. 



Παρ-ερμηνείες

Η εξήγηση είναι απλή.
Ο πόνος είναι μέθοδος.
Εμπέδωση και μνήμη.
Κατοχή.

Κι εγώ θυμάμαι τις ομορφιές του τόπου σου.
Η ευγενική μου φύση ουρλιάζει τις νύχτες σαν το τσακάλι.
Στις παρειές σου τρέφεται.  Στα γόνατά σου ξεχειμωνιάζει.

Κι ύστερα σ' ένα άγονο τοπίο, στεγνό
εκεί όπου όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν πάντα ανοιχτά
ένας γελωτοποιός με πολλές μπάλες στον αέρα,
και δύο στα χέρια,
με τα αστεία ρούχα και τα στολίδια,
γελάει, γελάει, γελάει
υστερικά
και χα, και χα,  και χα,  και χααααααα
κι αόρατα παλαμάκια.

Η εξήγηση είναι απλή.
Ο πόνος είναι τρόπος.



Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Τα ασυμμάζευτα

Σ' αυτό το σπίτι το μοναχικό
σε συναντώ συχνά πατέρα.
Στα θραύσματα
των γκρίζων μαλλιών μου
στο νιπτήρα σε ξαναθυμάμαι
σε μια φωτογραφία στα χιόνια
όταν φοράω τα παλιά Rayban
στον καθρέφτη μου
και στα μάτια μου.

Κι όσο γυρίζω και σιγυρίζω
τα μονίμως ακατάσταστατα μέσα
το τσαλακωμένο παντελόνι
το πεταμένο μπουφάν
τα άπλυτα πιάτα,
αυτό το σπίτι το μόνο
μου λέει για τον πανικό σου
και τα σαράντα μας χρόνια.

Θα έρθω κάποιο βράδυ
να σου μιλήσω πατέρα.
Θα βρούμε έναν τρόπο
να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα
ή τέλος πάντων
να αυτοκτονήσουμε
με περισσότερη χάρη.



Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Αγρυπνία

Τα βράδια, όταν χωρίζουμε,
χωριζόμαστε πάντα σιωπηλοί.
Άηχες κουβέντες λιγοστές.
Άιντε κι ένα νεύμα.
Ένα σκύψιμο ελαφρύ του κεφαλιού.
Κάτι σαν αντίο ντροπαλό.
Ποτέ περισσότερα.
Ύστερα η πόρτα κλείνει βιαστική.

Τα βράδια, όταν χωρίζουμε,
κανένα άγγιγμα δε μας αγγίζει.
Ό,τι ενώθηκε κι ό,τι αγγίχτηκε
είναι πια πίσω μας
και λουφάζει σαν τρομαγμένο θηρίο.
Ακούμε την καρδιά του
αλαφιασμένη, ασθμαίνουσα,
καθώς η πόρτα κλείνει βιαστική.

Τα βράδια, όταν χωρίζουμε,
ό,τι προηγήθηκε ξεχνιέται.
Ο ένας βουλιάζει σε ύπνο ανόνειρο.
Ο άλλος κατέρχεται
εφτά πατώματα ατέλειωτα, παλιά.
Σ' ένα ανάστροφο λαγούμι,
στην κοιμισμένη πόλη
ανοίγει μια πόρτα και βγαίνει.



Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Εγχειρίδιο χρήσης

Γερνάμε, Ξένια.
Χάνουμε το παιχνίδι.
Γινόμαστε σκουριασμένες μηχανές
που δεν μπόρεσαν να αλλάξουν μια βίδα τους.
Οι κύκλοι μας πια αηδιαστικά όμοιοι.

Γερνάμε πάνω στην ίδια γραμμή
Τα αίματά μας μολύνονται παραπάνω.
Τα σώματά μας αποκαλύπτονται περισσότερο
και μας απογοητεύουν
στην επιφάνεια μια απόλυτα κυκλικής ανωμαλίας.

Γερνάμε ακατάπαυστα.
Παρασύρουμε, εκθέτουμε, λεηλατούμε
εαυτούς κι αλλήλους σκοτώνουμε με κάθε μέσο.
Σε ένα μόνο είμαστε καλοί.
Ακολουθούμε την μανιά τόσο πιστά, τόσο τυφλά.
Με τις οδηγίες, τις νουθεσίες και τους κανόνες της.
Κι ας μας ξεγέλασε η μαυροφορεμένη,
άκου να δεις,
κάτι ήξερε η σοφία της.
Για έναν σκοπό ήρθαμε εδώ και τίποτ' άλλο.
Για να παρακμάσουμε, Ξένια μου.




Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Βάτος

Υπάρχει ένας τρόπος
να κρατάω
το φως στους δρόμους αναμμένο πάντα
να φοβάμαι
ακόμα στα σκοτεινά στενά
Υπάρχει ένας τρόπος
Αυτοπυρπολούμαι καθημερινά κι αδιαλείπτως
και περπατώ καιόμενος
Είναι ταλαιπωρία αυτό αν το σκεφτείς
τουλάχιστον όμως βλέπεις που πατάς

τα τραγούδια
από τα δεκαπέντε μου με φάγανε
οι στίχοι τους
με τρίψαν σαν τραχιά γυαλόχαρτα
έγινε λεπτή η ψυχή και δεν αντέχει πια τίποτα
διαφάνεψε

οι λέξεις
ένας αποκαλυπτικός μανδύας συγκάλυψης
που τον φοράω κάθε μέρα στους ώμους μου
κι όταν σας βλέπω τον περνάω στο κεφάλι
Δεν κρύβω βέβαια αινίγματα στα μανίκια μου
μόνο προσεκτικά χαραγμένα αλλεπάλληλα "γιατί"
στους πήχες των χεριών μου
που τα αφήνω να χάσκουν χωρίς ράμματα

και οι ρίζες μου
στουπιά βουτηγμένα στην βενζίνη
φιτίλια κι άκρες βραδυφλεγών υλικών
μια βάτος που περπατά


Υπάρχουν τρόποι πολλοί να καείς
Εμένα με διάλεξε ένας αργός



Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Θεολογικό

τι να κάνω;
έχω το διάολο μέσα μου.
με τραβάει απ' τα μαλλιά εδώ κι εκεί
και κυρίως εκεί που ξέρω
και που ξέρει πως θα συντρίβομαι...
είναι τόσο κακός που πολλές φορές
τον συγχέω με τον θεό.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Τα πιρουνάκια

Στην οικογένειά μας είμαστε όλοι ευγενικοί κι αγαπημένοι.
Πάντα τρώμε μαζί τα Κυριακάτικα μεσημέρια.
Μετά το καθιερωμένο ψητό, ή τα ψάρια,
ολοκληρώνουμε το γεύμα μας με τις καρδιές μας.
Μοιραζόμαστε αυτά τα ωραία πιρουνάκια του γλυκού από το Solingen
και τσιμπολογάμε ηδονικά ο ένας τον άλλο.
Είναι 18/10 ασήμι κι έχουν μια περίτεχνη επίστρωση χρυσού στην ράχη τους.
Έχουν τρία χέρια, τα δύο απλωμένα σαν σε δέηση προς κάποιον αρχαίο θεό των Ατζέκων,
με ομοιόμορφα φαγωμένες τις έσω άκρες τους.
Το μεσαίο, οξύ και αμετακίνητο, φαλλικά αυστηρό, είναι συνήθως πιο σιωπηλό.
Θα έλεγε κανείς πως με μια πρώτη ματιά,
τα εξωτερικά κάνουν όλη την δουλειά,
σκίζοντας την σάρκα με τις ευφυείς άκρες τους.
Όμως εμένα δε με ξεγελάνε τέτοια τραύματα επιπόλαια.
Είναι αυτό το ήσυχο, το απόλυτο, το ευθυτενές,  που μας αποτελειώνει.

Στο τέλος, μια φωτογραφική στημένη σε έναν τρίποδα απαθανατίζει την σκηνή.
Κοιτάμε όλοι,  χαρούμενοι και αποχαυνωμένοι από το φαγοπότι, το μάτι της
και περιμένουμε ν' αστράψει η επιβεβαίωση πως άλλο ένα γεύμα στέφθηκε με επιτυχία.
Η κοκκινωπή Polaroid όμως δεν δείχνει αυτό ακριβώς.



Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Η καρέκλα δίπλα

Γυρίζω πολλές φορές στην άδεια καρέκλα δίπλα μου
αγκαλιάζω την πλάτη της τρυφερά και σου λέω σ' αγαπώ
Είναι χρόνια πολλά που λείπεις κι έσβησε το πρόσωπό σου πια
ο χρόνος όμως είναι τόσο καλός μαζί σου, σ' αθανάτισε
Μαζί του φτιάξαμε ένα ολόχρυσο ομοίωμά σου και τ' αγαπούμε
περισσότερο την ώρα που ακούμε μια όμορφη μουσική
περισσότερο την ώρα που πίνουμε ένα κρασί στυφό
περισσότερο, και θέλω να αγκαλιάσω τους ώμους σου
περισσότερο, να σου πω πόσο ροζ νιώθω και πόσο ανάλαφρος,
περισσότερο σαν πούπουλο παρά σαν άνθρωπος φτηνός
Κι όλα αυτά επειδή σ' αγαπώ, ή έστω περίπου αγαπώ ίσως
εσένα, ή το ομοίωμα που αγκαλιάζω στην άδεια καρέκλα
δίπλα μου.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η άλλη μεριά

Βρέθηκα για λίγο στην άλλη μεριά του ποιήματος
Μια νεκροζώντανη γάτα που συνειδητοποιεί το παράδοξο
Και λέω πως έτσι έζησα και δεν έζησα όλη τη ζωή μου
πολύ νεκρός και λίγο ζωντανός
πολύ ποιητής και λίγο ποίημα
εραστής και ερώμενος
άσχημος και όμορφος
ανεπαρκής πολύ και λίγο αρκετός
μ΄ όλα τα αντίθετα συμπληρωματικά μέσα μου.

Κι είναι, λέω, παρ' όλ' αυτά περίεργη αίσθηση
η άλλη μεριά του ποιήματος
τόσο περίεργη.

Δεν φαντάζομαι να 'ναι τόσο περίεργη
η άλλη μεριά της ζωής.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Περί πλάτους

Την θυμάμαι αυτή τη μέρα
Το φρεσκογκρεμισμένο σπίτι μου
Κάτι κομμάτια τοίχων κρεμασμένα στους ώμους
Να τα σέρνω περπατώντας στην άδεια παραλία
Θυμάμαι που ´θελα να πνιγώ
Βολική η παραλία
Εξυπηρετικοί οι τοίχοι

Μα έλα που τα προδοτικά πόδια μου
άντεξαν
το βάρος των τειχών
και το πλάτος της θάλασσας. 

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Ο ξενιστής


Κυριακή βράδυ η πόλη είναι άδεια.  Η κίνηση ελάχιστη.  Λίγες ψυχές στο δρόμο.  Συνήθως με γειρτούς ώμους και τα χέρια στις τσέπες.  Τα πεζοδρόμια γυαλίζουν από τη λεπτή υγρασία, και το κρύο τα κρυσταλλώνει και τους δίνει μια λάμψη καινούργιου.  Γλιστερή και επικίνδυνη.  Στη Ναυαρίνου μια κοπέλα κλαίει με σκυμμένο κεφάλι στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.  Επιβραδύνει το βήμα του.  "Είσαι καλά...;" της λέει χαμηλόφωνα.  "Καλά είμαι" απαντάει με γλύκα.  

Κυριακή βράδυ πηγαίνει στα μπουρδέλα.  Οι συνήθειές του λες πρέπει να ταιριάζουν με τη ζωή του.  Κάνει πρώτα μια ήσυχη βόλτα στην περιοχή γύρω από τα δικαστήρια.  Του αρέσει η βρωμιά στους δρόμους.  Τα σκοτεινά σοκάκια.  Η υγρασία που 'ρχεται από το λιμάνι αυτές τις χειμωνιάτικες νύχτες σε προλαβαίνει όσο κι αν τρέχεις.  Μπαίνει βαθιά στα κόκαλα και το μεδούλι σου.  Πουτάνες, τραβέλια, νταβάδες μπαινοβγαίνουν σ΄ έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο καμβά.  Άλλοτε τους ακούει και τους βλέπει, κι άλλοτε όχι.  Άλλοτε γίνεται μέρος του τοπίου, κι άλλοτε σκληρός παρατηρητής του.  Όταν τον πιρουνιάσει καλά το κρύο χώνεται στο κοντινότερο σπίτι.  Έτσι για να λέει ότι μπήκε για να ζεσταθεί.  

Στο κρεβάτι ποτέ δεν ξαπλώνουν οι δυο τους.  Όσο θυμάται τον εαυτό του, ποτέ δεν ξάπλωσε μόνος να κοιμηθεί με γυναίκα.  Πάντοτε στο μυαλό του καρφώνονταν ένα σωρό άλλα πρόσωπα και σώματα δίπλα στο κορμί που προσπαθούσε κάθε φορά να του δοθεί ή να τον πάρει.  Προτιμούσε πια τις πουτάνες.  Ήταν οι μόνες που έβλεπαν το τσούρμο που κουβαλούσε με κάποια σχετική συμπάθεια, και δεν τους πείραζε τόσο.  Το φιλόξενο μουνί τους χωρούσε νάρκισσους και ανασφαλείς.  Αβάσταχτα μόνους και μονίμως συντροφευόμενους.  Τους ξενιστές και τα παράσιτά τους.  Κάθε φορά που ξάπλωνε με μια τους, άφηνε να βγαίνουν από το σώμα του τα κρυμμένα φριχτά πλάσματα που τον υπόλοιπο καιρό κάλυπτε με το δέρμα του.  Με τα πρώτα φιλιά χέρια ξεπρόβαλλαν από τα πλευρά και το στομάχι του.  Στα γόνατα στόματα δάγκωναν και φιλούσαν όπου βρίσκαν.  Κι αργότερα νύχια, κι άλλα στόματα, φωνές διάφορες και μάτια!  Πόσα μάτια!  Άνοιγαν όλα τους μια τρύπα στο στομάχι του και ξεχύνονταν στο δωμάτιο που μύριζε ιδρώτα και σπέρμα. Ακροβολίζονταν στις γωνιές του ταβανιού και κοιτούσαν αχόρταγα, κοιτούσαν με πάθος πιο μεγάλο κι απ' το πάθος των χεριών πάνω στους γλουτούς και τα χυμένα βυζιά, πιο μεγάλο κι από τα δάχτυλα που λαίμαργα παραβίαζαν τον ζεστό κόλπο.

Μάταια άνοιγε κι αυτός τις σάρκες του, όπου μπορούσε κι όπου έφταναν τα χέρια του, να βγουν όλα αυτά τα σκοτεινά πλάσματα και ν' αφήσουν το κουφάρι του ήσυχο για λίγο.  Όσο έσκαβε τόσο περισσότερα ξεφύτρωναν και στριμώχνονταν στην πεπερασμένη επιφάνεια του σαρκίου του.  Ύστερα ξεχύνονταν στο δωμάτιο ψάχνοντας μια καλή θέση για να εποπτεύουν την πράξη με λαχτάρα ηδονοβλεψία.  Κι όσο έβλεπαν τόσο του ρουφούσαν το αίμα.  Κάποια κορίτσια τον συνέδραμαν πολλές φορές.  Κάρφωναν την πλάτη του με μακριά κόκκινα νύχια.  Ξήλωναν κομμάτια δέρμα από τους μηρούς του.  Δάγκωναν όπου έβρισκαν και έβριζαν!  Έβριζαν με λόγια ακατάληπτα σα να ξόρκιζαν τα πρόσωπα και τις φωνές και σα να τα καλούσαν να βγουν όλα έξω από το σώμα του και να το αφήσουν επιτέλους ήσυχο για ένα λεπτό.  Και ήσυχο και μόνον δικό τους.  Ήταν συνήθως μελαγχολικά κορίτσια.  Με κομμένο το ένα τους στήθος.  Με μαλλιά που καίγονταν συνεχώς και τους δίναν μια λάμψη εξώκοσμη στα κατά τα άλλα αδιάφορα και χλωμά πρόσωπά τους.  Είχαν ξυράφια για δάχτυλα και αδιανόητα τρυφερές καρδιές.  Όταν πέφταν με τον πελάτη τους, χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο το μετασχημάτιζαν σ' εκείνο του αγαπημένου τους, που ποιος ξέρει που βολόδερνε.  Με ξυραφίσματα γρήγορα και ακριβή, κόβαν δέρμα, μαλλιά, γωνίες και σε μισό λεπτό τον φέρναν εκεί μπροστά τους.  Ατόφιο.  Ολόιδιο.  Και αιμάτινο.  Ύστερα κατηφορίζαν στο στήθος του.  Το ανοίγαν.  Ανοίγαν και το δικό τους και αντάλλασσαν αίματα και καρδιές για το τέταρτο, το μισάωρο που αναλογούσε η ταρίφα.

Αυτά τα κορίτσια τ' αγαπούσε ιδιαίτερα.  Με αλλαγμένο πρόσωπο, με άλλη καρδιά και για εκείνο το τέταρτο, τα πλάσματα εντός του και εκτός του σα να έχαναν για λίγο το στίγμα του. Τα 'βλεπε με τα κρυφά του μάτια να αλαλάζουν γύρω του.  Έντρομα να ψάχνουν τον ξενιστή τους.  Κάποια να φεύγουν πανικόβλητα εκτός του δωματίου σε αναζήτηση άλλου. Κάποια να ουρλιάζουν και να ασφυκτιούν.  Κάποια να καίγονται, να γίνονται στάχτη. Το κουρασμένο του σώμα τότε ανάσαινε για λίγο.  Έτσι όμορφο, σφαγμένο και κενό, όπως κείτονταν στο κρεβάτι.  Απαλλαγμένο απ' όλα τα πρόσωπα, τα μάτια, τις φωνές.  Και πάντα, κάθε φορά, έκανε να βγάλει κραυγή χαράς.  Να τσιρίξει στο αυτί της χλωμής κοπέλας.  Να της πει ένα ευχαριστώ.  Να την φιλήσει.  Και τότε, ακριβώς σε εκείνη την οριακή στιγμή πριν τη χαρά, αντί κραυγής, έβγαινε απ' το λαιμό του, από το πιο βαθύ σημείο του, το πρόσωπό της. Όχι!  Όχι.  Δεν ήταν πρόσωπο.  Ήταν δυο μάτια και δυο χέρια.  Δυο χέρια δυνατά που πιάναν τον λαιμό του από μέσα και τον σφίγγαν.  Στην αρχή τρυφερά και μετά πιο δυνατά. Πιο δυνατά.  Πιο δυνατά.  Πιο δυνατά...

Όταν ξαναέβρισκε τις αισθήσεις του ήταν πάντα κάθιδρος και αρτιμελής.  Ούτε αμυχή δεν είχε στο κορμί του.  Ούτε μώλωπα.  Κανένα πλάσμα, κανένα πρόσωπο, κανένα τέρας δεν υπήρχε στο δωμάτιο.  Που πάει να πει όλα τα είχε μέσα του ακέραια.  Και δίπλα πάντα έμενε μια κοπέλα με καμένα μαλλιά, χλωμό πρόσωπο, όμορφο σώμα και σπασμένο λαιμό.

Υπόσχεται σήμερα να πάει μόνο για βόλτα.  Να μην μπει στα ζαχαρένια σπίτια.  Δεν αντέχει άλλες χλωμές κοπέλες στο σώμα του.  Δεν αντέχει άλλο το αβαρές τους σώμα να σέρνει όπου πάει.  Ίσως μόνο μια μικρή βόλτα.  Τα κόκκινα φώτα είναι τόσο μεθυστικά.  Κι αυτοί οι δρόμοι έχουν βγάλει χέρια και τον σπρώχνουν προς το λιμάνι.  Μια βόλτα, τι πειράζει;  

Άλλωστε, είναι Κυριακή βράδυ και η πόλη είναι άδεια.  Η κίνηση ελάχιστη.  Λίγες ψυχές στο δρόμο.  Συνήθως με γειρτούς ώμους και τα χέρια στις τσέπες.  Τα πεζοδρόμια γυαλίζουν από τη λεπτή υγρασία και το κρύο τα κρυσταλλώνει και τους δίνει μια λάμψη καινούργιου. Γλιστερή και επικίνδυνη.  Στη Ναυαρίνου μια κοπέλα κλαίει με σπασμένο λαιμό και καμένα μαλλιά, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.  Επιβραδύνει το βήμα του.  Είναι καλά;  "Είσαι καλά...;" της λέει χαμηλόφωνα.  "Καλά είμαι." απαντάει με γλύκα.  Κι έπειτα με φωνή μεταμορφωμένη, τραχιά και γρατζουνισμένη, στο κινητό της:  "Δεν μας αξίζει αυτό που ζούμε ρε μαλάκα...".



Ελάχιστες Ιστορίες - Το σπίτι στο Βαθύ Χωριό


Η κόρη μου κοιμάται ακόμα, στο δωμάτιο των παιδικών μου χρόνων.  Όλο το βράδυ με νανούριζε η ρυθμική της ανάσα κι όμως δεν κατάφερα να κοιμηθώ βαθιά. Έμεινα σ' εκείνη την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Κι οι δυο μας ξαπλωμένοι στο αυτοσχέδιο κρεβάτι. Ένα στρώμα κατάχαμα, στη σάλα που λειτουργεί πια σαν τραπεζαρία και καθιστικό ή υπνοδωμάτιο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Αγκαλιασμένοι από δυο παλιές κουβέρτες κι ένα συνονθύλευμα παλιών επίπλων κι αντικειμένων, φωτογραφιών, οσμών.  

Αυτός εδώ ο χώρος υπήρξε το παντοπωλείο του παππού. Πουλούσε σουτζούκια, φακές, ρεβίθια, τουρσί, τυρί που το προμηθεύονταν από τον βλάχο. Όταν έμπαινε στο μαγαζί άφηνε την ξινισμένη μυρωδιά του για ώρες. Ταγκίλα, βαριά μυρωδιά ζώων και γάλακτος. Ήταν ο λόγος που απεχθάνονταν τα γαλακτοκομικά η μάνα μου. Το παντοπωλείο είχε και λίγα τραπέζια. Έβγαζε μεζέ παστό, ελιά, ντομάτα και τσίπουρο. Εδώ μέσα μεγάλωσε κι αυτή. Εδώ πέρασα κι εγώ τα παιδικά μου καλοκαίρια, όταν πια ο χώρος έγινε σαλόνι με λαχούρ καφέ-πορτοκαλί καναπέδες και τραπεζάκια από ξύλο τριανταφυλλιάς και μαρμάρινο καπάκι με γκρι νερά.  

Δεκάδες άνθρωποι που πέρασαν απ' αυτούς τους τοίχους, αφήσανε το αποτύπωμά τους παντού. Τους μυρίζω. Ακούω τις φωνές και τους ψιθύρους τους. Τα κουρασμένα χέρια τους πάνω στα ξεχαρβαλωμένα τραπέζια του καπηλειού. Τα τσουγκρίσματα των ποτηριών τους. Τα συρσίματα των καρεκλών και τις πνιχτές, μεθυσμένες καληνύχτες. Τα ξαπλώματα στα ξεκοιλιασμένα στρώματα και τα πονεμένα σώματά τους.  

Και πιο παλιά. Τούρκικα παραγγέλματα μαστόρων που φτιάχνουν τους χοντρούς τοίχους με πέτρες και λάσπη. Τη ζέστη του κάμπου. Τη δροσιά του νερού στους ιδρωμένους λαιμούς τους. Τ' αγκαλιάσματά τους, τα βράδια του καλοκαιριού. Τα κλάματα των νεογέννητων που πρωταντίκρισαν αυτό εδώ το δωμάτιο το αρχαίο. Τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα συντήρησαν στους τοίχους του χιλιάδες αδιάφορες ιστορίες. Τις μουμιοποίησαν. Τις κονσερβοποίησαν. Και τις μασάνε αργά και σταθερά μέσα στις σκονισμένες δεκαετίες. 

Ακούω ακόμα το συρτό τρίξιμο της πόρτας και τα βήματα της γιαγιάς μου. Μυρίζω το λουλάκι και το τσιγαρισμένο κρεμμύδι στα χέρια και τα ρούχα της. Έρχεται να δει αν ξυπνήσαμε εγώ κι αδερφή μου. Να φέρει το αυγό να φάμε πρωινό. Να πιούμε το κατσικίσιο γάλα με το ζόρι και με κλειστή τη μύτη. Να βγούμε στην αρχή μπουσουλώντας μέχρι τον προθάλαμο, κι αργότερα χοροπηδώντας έξω στο μαχαλά, να παίξουμε. 

Σηκώθηκα προσεκτικά μην ξυπνήσω το κορίτσι μου και πήγα έξω στην αυλή. Υγρασία και ομίχλη πεσμένη σεντόνι παντού. Είναι ακόμα νωρίς το πρωί. Θέλω να ξαναδώ με τα τωρινά μου μάτια το τούρκικο σπίτι και τον κήπο. Τα ίδια και τ΄ αλλαγμένα. Στη θέση της γέρικης μουριάς μια ανθισμένη μπουκαμβίλια. Στη θέση της κληματαριάς η κληματαριά. Στη θέση του αχυρώνα μια κακόγουστη βοηθητική κουζίνα με πλακάκια τρίτης διαλογής. Στη θέση της γιαγιάς και του παππού φωτογραφίες. Μια μίξη από παλιά πράγματα, καινούργια μπαλώματα, καινούργια νιάτα και νέα γηρατειά.  

Γυρίζω στη σάλα. Η ίδια τραπεζαρία μας παρατηρεί και μας υποδέχεται όλους. Μας φιλοξενεί στις βολικές και χιλιοκαθισμένες καρέκλες της. "Οι πρόγονοι κι απόγονοί σου, όλοι παιδιά μου. Όλοι δικοί μου." Έτσι μου λέει και γελάει σαρδόνια κι αθόρυβα. Βρίσκω και κάθομαι σ΄ ένα μικρό σκαμπουδάκι νιόφερτο. Ούτε τριάντα τετραγωνικά εκατοστά επιφάνεια. Άβολο. Μα δε θέλω να έχω πλέον επαφή με τα παλιά έπιπλα. Δεν ακουμπώ στους χοντρούς τοίχους. Φοβάμαι θα διαταράξω τον ύπνο της κόρης μου και του αιωνόβιου σπιτιού. Όμως αυτό φαίνεται, δεν κοιμάται ποτέ.  

Το βράδυ που κοιμόμασταν μου είπε η κόρη μου, με τα κλειστά της μάτια, μια φριχτή ιστορία. Κρύβει, λέει, κάθε σπίτι αυτού του χωριού, μια μέγκενη στο υπόγειό του. Θυμήθηκα μια κοντή πόρτα πίσω από την ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, που ποτέ δεν τολμούσα να ανοίξω μικρός. Ίσως αυτή να είναι η είσοδος στο δικό μας σπίτι. Είναι μια μηχανή στην κοιλιά του σπιτιού, του κάθε σπιτιού, που μας καλοδέχεται όλους στην αρχή. Που φιλοξενεί τις ζωές μας, που μας μεγαλώνει και μας γερνάει. Στο τέλος μας πιάνει με συρματόσχοινο από το λαιμό και μας σέρνει στο υπόγειο, μας μασάει και μας φτύνει λίπασμα στον κήπο. Λίγο στην κληματαριά. Λίγο στην κομμένη από χρόνια μουριά. Λίγο στον μπαχτσέ. Κι έτσι μασώντας μας, ζει και ταξιδεύει στα χρόνια. 

Φυσάει κι έχει ψύχρα. Απέναντι η γκιόλα ξερή από χρόνια. Το σπίτι της Ζωγραφιάς. Δίπλα η Γιασεμή και ο Μιχάλης. Το ελάχιστο τοιχάκι που ήταν κάποτε άθλος να το ανέβω. Τώρα συρρικνωμένο μ' όλη την αίγλη του χαμένη. Ο δρόμος και η άσχημη εκκλησία του Άι Νικόλα, πιο κάτω. Στο λόφο δεξιά έσπασα ένα κεφάλι με μια εύστοχη πετροβολή. Πιο δίπλα τρύπησα τα γόνατά μου. Στο απέναντι σπίτι έζησε και πέθανε μια μέρα τέτοια η θεία, η αδερφή της γιαγιάς μου. Στην αυλή της πρωτοπερπάτησα. Εκεί έπινα τους ελληνικούς της έφηβος.  

Από τα μισάνοιχτα παντζούρια βλέπω ξεκάθαρα μπροστά μου το ματωμένο λιβάδι και καταλαβαίνω. Αίματα παντού. Απίστευτες ποσότητες στους δρόμους. Στα χώματα. Στις σκεπές, τα ερειπωμένα σπίτια, και σ' όσα ακόμα κατοικούνται. Χιλιάδες υπόγειοι νερόμυλοι που τρέφονται με αίμα απ' τα ποτάμια των χεριών μας.  Καταλαβαίνω πια. Καταλαβαίνω πως τα σπίτια αυτά μας αναπαράγουν και μας συντηρούν. Μας καλλιεργούν και μας θερίζουν σαν στάχυα. Για να τα τρέφουμε με το αίμα μας. Σοδειές ολόκληρες ανθρώπων.  

Κοιμάται ακόμα το παιδί μου και το χρέος μου. Εγώ ακούω την ψεύτικη ησυχία του αξύπνητου χωριού. Ακούω τα τριξίματα των μύλων και νιώθω πια στα κόκαλά μου το ομηρικό μακελειό. Σε κάθε μικρή αδιάφορη γωνιά του πλανήτη. Αιώνες τώρα και σε αργή κίνηση. Ακούω τέλος, κάτω στο κουζινάκι, τον ήχο του κουταλιού στο εμαγιέ μπρίκι, το πολυκαιρισμένο. Που 'χει χοντρό σύρμα τυλιγμένο στο λαιμό του στη θέση του σπασμένου χερουλιού. Τάκα-τάκα το κουτάλι, μπλεγμένο με το αργόσυρτο θανατερό σφύριγμα της φτερωτής. Είναι το νερό που βράζει ή το αίμα που κινεί τα παλιά ξύλα; Ένα κόκκινο εμαγιέ μπρικάκι. Φτιάχνει η γιαγιά τον πρωινό καφέ της. Γλυκός παρά το ζάχαρό της, για να πίνω κι εγώ καμιά γουλιά. Θα μου ´χει και μια φέτα χοντροκομμένη ψωμί χωριάτικο με βούτυρο και ζάχαρη. Κοντή και γεμάτη η γιαγιά. Με τα χέρια της γεμάτα φλέβες φουσκωμένες. Αλευρωμένα συνήθως. Και με τη βέρα να γυαλίζει ανάμεσα στο αίμα και το αλεύρι. Θα καθίσω στα γόνατά της. Θα πιούμε τον καφέ μας. Θα της πω το μυστικό για το σπίτι και θα μου πει: "Σώπα γιε μου.  Ξέρω." 


ΥΓ. Η παραπάνω ιστορία ολοκληρώθηκε  στις 23/11/2016, αργά το απόγευμα. Τα μεσάνυχτα 23 προς 24 το σπίτι στο Βαθύ Χωριό κάηκε ολοσχερώς. 

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Ο φαροφύλακας

Να εξαφανιστεί. 
Ναι είναι 
μετρίου ύψους,
κανονικού βάρους,
χρώματος καστανού. 
Έτσι να φύγει. 
Ψυχή να μη ρωτήσει
ποιος ζέστανε 
το κενό της θέσης του. 

"Υπήρξε φαροφύλακας...",
μόνο η πέτρα να γράψει
"...σ´ άγνωστο φάρο,
σ´ άγνωστη θάλασσα,
κι άπειρα κύματα,
σφοδρούς χειμώνες, 
ψάρια, πουλιά, 
νύχτες ατέλειωτες, 
σωρούς πνιγμένων,
συνάντησε. 
Μα ούτε πλοίο,
ούτε άνθρωπο κανέναν."



Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Το μήλο

Κρουστό μου μήλο.
Στ΄ αυτιά μου και τα δόντια φτάνεις ολόκληρο.
Και τα υγρά σου γεμίζουν το στόμα μου.

Εσύ δε μοιάζεις μ' όλα τ' άλλα.
Όλα όσα εκπληρώθηκαν και ματαιώθηκαν.
Μένω πιστός σου.
Το εξιδανικευμένο σου κόκκινο που δεν το μάσησε η εντροπία.

Σ' αυτή την πόλη με τις εξατμισμένες εκκλησίες,
σ' αυτή την γειτονιά που δεν χωράει κανένας θεός,
Εσύ είσαι ο θεός μου.
Όταν σε δαγκώνω ξέρω.
Πιστεύω.
Θεώνομαι.

Είναι τα σώματά μας αυτόβουλα,
και των δοντιών μου η θέληση και της φλούδας σου η λάμψη,
και μας οδηγούν τυφλούς τον έναν στον άλλο.
Όταν σε δαγκώνω αναγνωρίζω.
Θυμάμαι.
Παραδέχομαι.


Για ποιο αμάρτημα μιλάτε;
Αφού τα δόντια μου εξέχουν για να μπαίνουν στη σάρκα σου.
Για ποιο Κακό;
Αφού οι κόκκινες καμπύλες σου ζητούν να δαγκωθούν.

Τα μαθήματα

Ποιον ύπνο πιστεύεις κοιμάμαι;
Του δικαίου Σολομώντα;  Τα σεντόνια του
ελαφρά κι απαλά χαϊδεύουν την πλάτη μου.
Τίποτα δε με βαραίνει.  Αστεία μη λέμε.
Καμία αθωότητα δεν μου απέμεινε αμαγάριστη.

Ποιο χαμένο μου βήμα στο σύννεφο;
Η γιαγιά μου έχει πεθάνει από χρόνια
και το χώμα σκληρά αφομοίωσε
τις χαρές της και τις λύπες, μία μία.
Καμιά ανάμνηση δεν αλλοιώνει πια το είναι μου.

Περπατώ πια εις το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ.
Λύκε, λύκε έλα!
Εσένα θέλω!
Και μιλώ εις το δάσος, όταν ο λύκος έρχεται εδώ.
Λύκε, λύκε μείνε!
Εσένα ξέρω.

Ποια αγάπη μου πιστεύεις χρυσίζει,
και ποιο ροζ γλυκαίνει τα χέρια μου;
Κλαίω πότε-πότε στον ύπνο μου
που η ζωή μου στέρησε τ' όνομά μου,
κυρίως όμως γελάω σατανικά.

Έμαθα πόσο ακριβή είναι η ευχή της μάνας,
τι δάνειο έχω πάρει, και τον χτικιάρη τόκο.
Ξέρω και της ευθύνης μου το αναλωμένο κεφάλαιο.
Της ειλικρίνειας το κόστος και το ψέμα, τα ξέρω.
Όλα τα ξέρω.  Άσε τα μαθήματα.


Έλα τώρα να παίξουμε.
Ίσως να σώσουμε κάτι.
Ίσως να βρούμε κάτι αχάλαστο.



Άνθραξ

Αφυπνισμένοι και καθεύδοντες
απαξάπαντες οδεύοντες
προς τον έναν σκοπό.

Αιωνίως επιτελούντες,
όμοια πλέοντες,
το αυτό.

Απαραιτήτως πλανεμένοι,
τηρούντες την συμφωνία.
Ανεξαρτήτως προθέσεων,
φώτα σβηστά κραδαίνοντες.

Αποδεχόμενοι και μη.
Απαστράπτοντες
και απανθρακωμένοι.  

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Εξηγήσεις

Ανεξηγήτο. Δέρμα, μαλλιά, τα δόντια, τα γέλια σου. 
Ανεξήγητο. 
Ανεξήγητο. Κοιμάμαι στο μέσο του κρεβατιού. 
Ανεξήγητο. Έλεγα, θα μαζέψεις τα άπλυτα του βραδινού. 
Ανεξήγητο. 
Ανεξήγητο. Έλεγα θα σε σκεπάζω τρυφερά που θα κρυώνεις. 

Ανεξήγητο. 
Λέω, χωρίς περιστροφές, κι από το σώμα μου παίρνω απόσταση. 
Σαν ζωντανά Ελληνικά σπίτια που καταρρέουν έρημα στην Πόλη. 
Ανεξήγητο. 
Τα τραχιά σου χέρια δεν με χάιδεψαν. Ύπουλα λέω, δεν θυμάμαι. 
Λέω, χωρίς να ντρέπομαι, πως σ´ αγαπούσα τάχα, όταν σ´ έκοβα. 
Ανεξήγητο. 
Θ´ αφήσω να πλανιέται η απορία σου, και θα ´ναι σα να αφήνω εσένα. 

Ανεξήγητο. 
Αυτό που δεν είχα ποτέ να το νιώθω πάντα τόσο ελαφρύ. 
Ανεξήγητο. 
Αυτό που λείπει μέσα μου να πληθωρίζεται και ν´ αχρηστεύει το μισθό μου. 
Ανεξήγητο. 
Κι όσα μάζεψα πάντα να με βαραίνουν σαν τελειωμένα και σαν λάφυρα. 

Ανεξήγητο. 
Θα ρίξω στο νεκρό πηγάδι δύο κέρματα για τα ναύλα μου. 
Ανεξήγητο. 
Πως έζησα μια ζωή σε τέσσερις μήνες και καμία ζωή σε σαράντα χρόνια...
ανεξήγητα για να μείνουν όλα. 



Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Βαμπίρ και άγγελοι

Άγγελοι της ζωής μου
σας ξόδεψα όλους έναν έναν.
΄Ηπια από το αίμα σας.
Το σώμα σας λεηλάτησα. 

Την τεράστια σπατάλη μου σας την φόρτωσα
και την φορτώθηκα. 
Κι ούτε ένα "ευχαριστώ" ανάξιο δεν ακούσατε
απ' τα βουβά μου χείλη.  

Ας είναι.

Φταίτε όμως.
Η αποχρυσωμένη απλοχεριά σας με διέφθειρε
όπως ξεγυμνώνει το κλαδί ο άνεμος.

Άιντε κουβαλήστε με εσείς τώρα σαν τραύμα,
να σας κουβαλάω εγώ σαν ενοχή,
στο ίδιο βουνό να ανεβαίνουμε όλοι μας,
ισοβαρώς, ισόπονα,
κι όμοια ένοχοι κι αθώοι.




Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Μυρμήγκια

Είμαστε μονήρη μυρμήγκια.
Περπατάμε νευρικά πάνω σε λεπτές γραμμές αγωνίας.
Κουβαλάμε στωικά το πολλαπλάσιο βάρος μας.
Σκάβουμε απέλπιδα τρύπες στο χώμα να θαφτούμε. 
Μας συνθλίβει τελικά ένα αδιάφορο βήμα. 

Το φως

Έστρεψα τα μάτια μου 
να ζεσταθούν στο φως σου. 
Τα ´κλεισα να σε κρατήσουν. 

Έκτοτε, 
ό,τι ωραίο ξαναείδα
σε περιείχε.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Ούτε

Δεν κράτησα τη στιγμή.
Την σπατάλησα.
Όλα θυσία στο χρόνο.
Να μη μείνει ούτε η σκόνη μας.  

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Η πόλις των τεράτων ΙΙΙ

Καταραμένες Κυριακές
Τρέφεστε αναίσχυντα με το αίμα μου
Ξυπνάτε ξημερώματα Σαββάτου στο τρύπιο μου στέρνο
Με σέρνετε ξυλάρμενο ως της Δευτέρας την μέγκενη 
Κατάρα στις ώρες σας όλες μια-μια

Κατάρα και σε σένα που μέσα μου κατοικείς.
Της πλησμονής σου το ακόρεστο τρέμω.
Απεκδύομαί σου και λέω:
Μην είσαι ο δαίμονας που είμαι;
Και μήπως όσο σε τρυπάω του καρπού σου τα φαρμάκια γεύομαι;

Σέρνομαι αιωνίως στης Εδέμ τα περίχωρα
Στης πόλης των Σοδόμων την εφαπτόμενη επαρχία έρπειν.
Και λέω Εσύ είσαι εσύ.  Κι εδώ κι εκεί.
Κι όλοι κι όλα, Εσύ.


Σ' αυτή την πόλη των τεράτων
δεν γνωρίζει κανείς ποια μάσκα είναι πιο τρομακτική:
του διαβόλου, του θεού, ή η δική μου.


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η πόλις των τεράτων ΙΙ

Τώρα, των ημερών μου ο χρόνος
με πάει 
σ' ένα δωμάτιο 
μ' ένα κούτσουρο κοπής στην γωνία. 
Πάνω σ' αυτό το καθαρό σφαγιαστήριο
γέρνω το κεφάλι μου
να κοιμηθώ. 
Στον ύπνο μου έρχεται η γιαγιά μου και με ξυπνάει. 
Γιε μου!
Πάρε των ημερών σου τον χρόνο
κι άλλο πια μη πελεκάς ζώντες και νεκρούς 
συνάμα. 

Μια καρότσα γεμάτη αιχμηρές σκουριές 
μας σέρνει οπαδούς και ασχέτους,
λικνιστικά κι άλλοτε βίαια. 
Πού να πιαστούμε, που 'ναι κατάφυτη
λαμαρίνες και τρύπες και καρφόφιλα;

Γιε μου!
Άσε κάτω τον μπαλτά, άσε και τα χέρια σου. 
Πώς θα μοιράζεις τις πίκρες σου αντίδωρα χωρίς;
Και πως θα περπατάς στων ημερών σου το χρέος;

(Κι ύστερα γιαγιά, ύστερα;)
Πώς θα γράψεις το άγραφο και πώς θα κόψεις
τούτο το δέντρο το σοφό 
που 'ναι σωστό θυσιαστήριο;

(Κι ύστερα γιαγιά;)
Πώς θα ετοιμάσεις της ζωής σου το μεγάλο μακελειό
και πώς το ψέμα σου;

Σ' αυτή την πόλη των τεράτων
δεν γνωρίζει κανείς ποια μάσκα είναι πιο τρομακτική:
του διαβόλου, του θεού, ή η δική μας. 


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Η πόλις των τεράτων Ι

Περπατά ο θεός σημαιοφόρος. 
Αν υπήρχε, 
πρώτος αυτός θα έμπαινε
στην κόλαση του άγιου Ιούδα. 
Πίσω του εγώ. 
Έχω λιμάρει όλα τα κλειδιά,
και των συντρόφων μου τα γόνατα
τρυφερά. 
Δε με κρατάει πια καμία πόρτα,
μπαίνοντας,
με αφημένη την πάσα ελπίδα. 

Σ' αυτή την πόλη των τεράτων
δεν γνωρίζει κανείς ποια μάσκα είναι πιο τρομακτική:
του διαβόλου, του θεού, ή η δική μας. 


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Το δέντρο που έρχεται

Σκέφτομαι τελευταία εκείνο το δέντρο που περπατάει
Περνά συχνά, πρώτο πλάνο, στα άτσαλα όνειρά μου κι έχει κάτι μάτια περίεργα
Εξεταστικά με κοιτούν περιεργαζόμενα την απαρηγόρητη θλίψη μου
Λες και κανείς στον κόσμο δεν πόνεσε περισσότερο
Λες και να ´χει κάποια σημασία αυτό για την αξία της σχετικής μου ακινησίας

Κι όπως περπατά στον δρόμο που κάποτε μου αναλογούσε σκέφτομαι
Αν για παράδειγμα πιαστώ στα τρυφερά κλαδιά του
Αν ίσως δαγκώσω τις εξέχουσες ρίζες του
Αν καρπωθώ έναν-δυο από τους περιπατητικούς καρπούς του
Μήπως απαλλαχθώ απ´ το κακοφορμισμένο όνειρο της φυγής μου

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Τα χτενάκια

Τίποτα πια δεν είναι θαυμαστό στον κόσμο. 
Τίποτα παρά μόνο ο τρόπος που χτενίζεις τα μαλλιά σου. 

Κι εγώ ο άχρηστος επιτέλους, 
τί υψηλό σκοπό που βρήκα στη ζωή μου!
Θα ετοιμάζω τα χτενάκια σου για την επόμενη φορά. 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Αναπνευστήρες

Ευλογημένες οι ανορθογραφίες του ονόματός σου. 
Ζωτικές αμαρτίες, αναπνευστήρες χρωματιστοί. 
Στα κεφαλαία και στους τόνους του ξαποσταίνει 
και κρύβεται ακόμα η δειλία μου. 

Αδιάκοπη κι η ζωή, κυλάει στο χάσμα 
ανάμεσα στις ορθόδοξες προθέσεις 
και τις ανορθόδοξες πράξεις μας, 
νεράκι που μεγάλωσε και μας πλημμύρισε. 

Αναστημένοι σε καινούργιες παραλληλίες, 
ασύμπτωτοι κολυμβητές στο μάταιο ρεύμα, 
μαζεύουμε όπως-όπως τις επιθυμίες μας 
και κυλάμε προς τη μεγάλη θάλασσα. 

Ψιλοσοφικό χαϊκού

Χωρά το νόημα της ζωής 
σ´ ένα ζευγάρι σταράκια. 

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο

Είχε διάφανα μάτια, διάφανα.
Λαμπύριζαν μέσα αστέρια και κύματα.
Είχαν πουλιά, χελιδόνια και πέρδικες.
Κρυστάλλιζαν πάνω ποτάμια και κρήνες.

Ήταν χρυσά τα μαλλιά, χρυσά.
Πολύτιμα μες τον ανάξιο κόσμο.
Κλωστές κεντημένες σε κεφάλι και ώμους.
Χόρευαν πάνω φώτα, ήλιοι, φεγγάρια.

Άνοιξε η θάλασσα κι ακούστηκε.
Φύσηξε ιώδιο, όνειρο, πάφλασε η καρδιά.
Άνοιξη άγρια, μέλι έσταξε στα δάχτυλα.
Ένα λεπτόμεσο λουλούδι άνθιζε.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Σαράντα

"οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών"Ομήρου Ζ, 146.


Εν τω μεταξύ μεγάλωσε.
Δεν έγινε ο άντρας που φαντάστηκε.
Φοβάται πάντα στο φως της ημέρας.
Αναρωτιέται πως γράφεται
το παράξενο γκρι στο κεφάλι.

Τα κεντημένα χρώματα του πανιού αποστήθισε με τα δάχτυλα,
χωρίς να καταλάβει τη λειτουργία τους.
Ο δισύλλαβος πατέρας αναγραμματίστηκε εντέχνως, αλλά φευ!
Πυκνά σκουριασμένα μαλλιά σιβυλλικά.
Μόνο το σώμα έγινε βρύση κι όλο στερεύει.

Γραμμένα ήταν στα χέρια, των προγόνων όλα τα ριζικά.
Με αυτό τον χάρτη πορεύεται
και μ' αυτόν χάνεται.
Όλα γραμμένα λεπτομερώς στα χέρια του.
Στο σώμα του συμπερίληψη γενεών επτά,
με αλλαγμένα μόνο τα ρούχα του βασιλιά.

Κάπως έτσι,
το αργόσυρτο βήμα του μονοκύτταρου σύμπαντος,
βλέπει την διαδρομή
απ' την προαιώνια σούπα ως τον ανοιχτό ουρανό.
Αργά, βασανιστικά, ματωμένα.

Σ' αυτό το κυκλικό ταξίδι
μπορεί
μετά από χιλιάδες γεννοθανάτους
να επιστρέψει στην αρχαϊκή του μορφή
ξυπνώντας ένα πρωί στην σαρκοφάγο του,
κατανοώντας στον ύπνο του,
πως η ζωή είναι ένα φύλλο που πέφτει.


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Του φιλιού

Έζησε μια ζωή κανονική. 
Έναν έρωτα σπιτικό. 
Είχε φίλους και αμάξι. 
Είχε χέρια να τον αγγίζουν
και μάτια να τον κοιτούν. 
Αγάπησε σαν άνθρωπος λογικός. 
Μίσησε. Έφαγε. Ήπιε. 
Πέθανε ευτυχής και ήσυχος. 

Από την κόλαση βέβαια τον έσωσε ένα. 
Δεν φίλησε ποτέ πια. 

Τουλάχιστον γλίτωσε από την εκπόρνευση του φιλιού. 


Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Κατ´ επίφασιν

Η στιγμή είναι ένα είδος σταγόνας. 
Η σταγόνα, ποσότητα ωκεανού. 
Τέσσερα χέρια αγκαλιάσαν
στην υποδιαίρεση το όλο. 

Το "μετά" είναι ένα είδος φαντασίας. 
Η φαντασία, εγγενής απάτη. 
Με διαρκείς επαγωγές
θα αποδείξω το αξίωμα. 

Η βροχή είναι παραλλαγή ζωής. 
Η ζωή, παραφθορά ανυπαρξίας. 
Διαρκείς αρνήσεις της, φτιάξαν
την κατ´ επίφασιν  ζωή μου.


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Επιτύμβιο

Πάει. Πέθανες πια. 
Ή έστω φτάνει στο τέλος το ότι πεθαίνεις. 
Ακόμα κι αυτό, είναι μια πρόοδος. 
Το συγκρίνω με τον μακροσκελή θάνατό σου,
χρόνια τώρα παρατεταμμένο και ατέλειωτο,
σαν χειροκρότημα κατάμεστης πλατείας
και σαν διακρότημα διαρκές που ανοίγει τρύπες στους πνεύμονες
και δυσχεραίνει την δυνατότητα να ζει κανείς,
ή έστω να μη ζει,
όπως η άπαξ και δια παντός εκπυρσοκρότηση επιτρέπει. 

Σα να λέμε δηλαδή,
ευχολόγια και προσευχές αυτιστικές,
και σα να πιστεύουμε 
στον αδύνατο, αόριστο έναν,
αντί του περιγραφικότατου καθρέφτη μας. 

Πέθανες πια, λέω στα πλήκτρα. 
Να ένας ευφάνταστος τρόπος να σιγουρέψεις την απόσταση 
μεταξύ αλήθειας και ψέματος
Κλικ και κλικ και μετά κι άλλα πολλά 
σαν ήχοι αρθρώσεων που σπάνε
και με κάθε σπάσιμο θρυμματίζουν ασφαλέστερα το αυθυποβληθέν αδύνατο. 

Λες και γνωρίζει από αδύνατα κι απίθανα η ανείπωτη λέξη. 


Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Το Κόκκινο σπίτι

Κάποια στιγμή θα είναι σα να μην υπήρξαμε.
Δεν θα μας ξέρει κανείς.
Δεν θα μας έχει δει.
Θα σβήσουμε μέσα στην μνήμη όπως τα παιδικά μας χρόνια
κι όπως εκείνο το αγοράκι που απ' τα τέσσερα όριζε το γήρας.

Κανείς δεν θα ξέρει για το σπίτι στο Διοικητήριο.
Κανείς δεν θα 'χει ακούσει τα σκαλιστά τραγούδια.
Τα βήματα που πατήσαμε σ' αυτή την πόλη που ζει ανάμεσά μας,
θα μας προδώσουν.
Εκείνη θα μας βρει.  Θα μας τυλίξει.
Θα ενσωματωθούμε στον οργανικό ιστό της.
Θα μας μασήσει, θα χτίσει επάνω μας, και θα ξεχαστούμε.

Φυλλορροεί κάθε μέρα η παρουσία.
Κερδίζει ο χρόνος και τα μέτρα δεν αποσταίνουν ποτέ.
Το έλασμα που κάποτε συσπάστηκε τώρα χαλαρώνει.
Χαλαρώνουν και τα μέλη που αγκαλιάστηκαν.
Όλα είναι πιο ασαφή.  
Ο πόνος, η χαρά, η αγάπη και ο πόνος,
όλα μόρια της κόκκινης λάσπης
κι ακόμα ένα τούβλο στο σπίτι που όλο υψώνεται,
και γκρεμίζεται, και ξανά-υψώνεται,
και κανείς δεν βλέπει τα συστατικά του.
Μόνο ένα έξωθεν περίβλημα που σε τίποτα δε θυμίζει
τον έναν ή τον άλλο
ή τα παράλληλα χτυπήματα που κάποτε δικαίωσαν τις ζωές μας.



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Μικρές γεωφυσικές υποθέσεις

Είναι ένα σύννεφο απλωμένο μαντήλι
πάνω στο βουνό.
Είναι ένα βουνό απλωμένο χέρι
πάνω στη θάλασσα.
Είναι η θάλασσα μια άκρη του κόσμου,
στην άλλη αόρατη εσύ.
Λέω,
να βρέξει στο χέρι
να γεμίσει η θάλασσα
ν' απλώσει
και να γείρει ο κόσμος προς το μέρος σου.

Ταίναρον ή "δεν εδεσμεύτηκα"


Το πρωί δεσμεύτηκα να φύγω. 
Να γίνω...
Φύλακας φάρος του Ταινάρου
να κοιτάζω
τα καραβοτσακισμένα πόδια μου
τα τεθλιμμένα βράχια
τους θυμωμένους αφρούς
τα ανήσυχα νερά
τα ξερόχορτα στα βουνά
τις αγριομέλισσες πολυάσχολες,
να γίνω
το κόκκινο χώμα
το αρχαίο μωσαϊκό
το σιδερένιο πορτί που σκούριασε
το ισχυρό κονίαμα στις πολεμίστρες,
να μείνω
πειρατής
να εισπράττω διόδια
εδώ στην έσχατη μύτη του κόσμου,
να περιμένω
τον Ηρακλή να ξανάρθει
να φυλάω
με την πλάτη μου τον Κέρβερο,
να ανοιγοκλείνω
το μάτι στα μελλούμενα πλοία
και τα γεγονότα.

"Όμως δεν έμενα τοιούτος διόλου."

Ελγίνεια

Μοσχοβόλα τα τείχη
μα απροσπέλαστα. 
Προδότρια η φωτογραφία
κι η παγιωμένη εικόνα. 
Ούτε άρωμα, ούτε αισθήσεις
κουβάλησε στην τσέπη μου.

Βέβαια, δεν φοβάμαι πια. 
Κεντημένη λεπτομερώς στη γεωγραφία του κόσμου
κατάστικτη στου σώματός μου την τοπογραφία
βελονιασμένη 
κι όμως...
αποσχηματισμένη πλήρως,
ασώματη,
ευτυχής,
όπως οι μακρισμένοι τόποι,
τα ζαχαρένια κουκλόσπιτα και οι φαντασίες.

Στο ξεμόνι που ´χτισα εδώ,
όταν βασίλεψε η εικόνα στη θάλασσα,
για να βρεθεί σε άλλο ξερονήσι 
και να λατρευτεί κι εκεί όπως εδώ,
μετράω έτη και έτη εν πολέμω,
και τα χίλια βήματα της πέτρας
απ´ το βυθό ως την ακτή,
πριν τη ζυγίσω στο χέρι μου
και την τινάξω πίσω.

Ύστερα παίρνω τη δική σου
που είναι πάντα βαρύτερη,
πολύ βαρύτερη,
παγούρι στους ώμους μου
να με δροσίζει στη μεγάλη ανηφόρα του κόσμου.
- Γιατί μ´ αγαπάς; με ρώτησες μια νύχτα στ' όνειρο.
- Μα... επειδή σε κουβάλησα.
Σα να λέμε δηλαδή, με την απληστία του Έλγιν.

Πλατεία Ομονοίας

Φύλλα ξερά κροταλίζουν στις πέτρες.
Βουίζει ο αέρας στις κορυφές των πύργων.
Αναστενάζει η νύχτα.
Στο μανιασμένο τοπίο οι ράχες τεντώνονται ηλεκτρισμένες 
κοιτώντας για το ουράνιο χάδι.

Άνοιξα το παράθυρο να μπει μέσα όλος ο καιρός. 
Στάθηκα στο μισό μπαλκόνι. 
Το σώμα αφέθηκε στο σημείο. 
Τα μαλλιά μπλεγμένα στα φρύγανα και τα σκοτάδια. 
Έσκυψα.
Κρέμονται από κάτω κουρασμένες Ηλέκτρες στο περβάζι.
Ξεχαρβαλωμένες στις κλειδώσεις τους. 
Ιστία συρμάτινα.
Και το σχοινί της έπαρσης
να μαστιγώνει τον στύλο του ξεδιάντροπα.
Γερασμένες, αναποδογυρισμένες νυχτερίδες αιωρούνται στο κενό. 
Το αρχαίο υπνομαντείο ατενίζουν
μπλε και άσπρα και πλοία.
Τέσσερις ακροβάτες κρατάνε τη σκεπή του
γιατί εγώ κουράστηκα πια, κουράστηκα,
κι άσε αυτούς να κουβαλάνε τα έτερα βάρη μου.

Δίπλα στον θίασο αυτό θυμάμαι.
Μόνο να θυμάμαι πια μπορώ. 
Ηλέκτρα κι εσύ.
Θυμάμαι την αρένα της κοιλιάς σου.
Τα υπόγεια κάτω απ´ αυτήν και τις ετοιμασίες μου.
Την αγωνία και την ένταση πριν τη μάχη.
Τα ιδρωμένα πήγαιν' έλα
και τα μεταλλικά σφυρίγματα του ξίφους.
Τους φαιούς αποκεφαλισμούς μου πάνω της και χαίρε!

Τώρα, ο έρωτας κοιμάται διπλωμένος στα σκαλιά,
σε κάποια πλατεία Ομονοίας κάθε βράδυ,
άστεγος και ρακένδυτος.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Προσοχή

Μερικοί νομίζουν πως είσαι πρόσωπο. 
Ζηλεύουν τα κάλλη σου,
εξοργίζονται μαζί σου. 
Ίσως ακόμα και να σε μισούν. 
Για το σπίρτο που έβαλα φωτιά 
στη ζωή μου 
και την έκαψα,
μιλούν και φτύνουν. 

Μερικοί νομίζουν 
πως βλέπουν τα πυκνά μαλλιά σου
τυλιγμένα στα χέρια μου
σαν συρματόπλεγμα αγκαθωτό. 
Τις χαρακιές 
στα γόνατά σου ύστερα,
το γενναίο ράμμα 
στα χαμηλά της κοιλιάς. 
Καμιά φορά νομίζω τα βλέπω κι εγώ αυτά.

Απορούμε απαξάπαντες,
εαυτοί, γνωστοί και φίλοι, 
με την κούφια επιμονή μου
να ενσαρκώνω 
επί σειρά ετών κι ερώτων
σε σώματα και όμοια αλλότριες ζωές
το διαθλασμένο ακτίνωμα του ήλιου σου. 

Κάποιες φορές ακυρώνεται
τρόπον τινά, 
το άξιο της απορίας. 
Θωμάδες ψηλαφίζουν τα σημάδια σου
στο σώμα μου και
στο κενοτάφιό σου παίρνουν την εκδίκησή τους.  

Κάποτε μάλιστα μαρμαρώσαμε όλοι. 
Τρομοκρατημένοι μην τύχει κι είσαι αληθινή,
σε χαρτογραφήσαμε. 
Λεπτομερώς...
"Λες να μην είναι παρά μόνο 
μια πολύ προσωπική παραμυθία;" αναρωτηθήκαμε. 
"Μη τυχόν και δεν έχουν δίκιο 
οι μητέρες-Κασσάνδρες 
με τις δυσοίωνες βεβαιότητες,
πως τάχα το αέρινο μέλλον 
βαραίνει πιο πολύ από το χωμάτινο παρόν;"
Όχι. 
Αποκλείεται κάθε ευτυχές σενάριο. 

Πυκνές μορφές συνωστισμένες 
στο αισθητικό μου πεδίο φτιάχνουν
έναν πίνακα πολύχρωμο. 
Με περικυκλώνουν 
και δεν μπορώ να σε δω πια 
ευτυχώς. 
Απέχουμε, που λες, 
πολλές εικόνες
πολλές μέρες
πολλές θάλασσες
πολλές ζωές 
που ωχριούν αισχρά 
μπροστά στο όνειρό μου για σένα. 

Κάποιοι νομίζουν πως είσαι γυναίκα με αίμα. 
Κάποιοι σε βλέπουν να περπατάς. 
Να μιλάς. 
Να συναλλάσσεσαι. 
Να ερωτεύεσαι. 
Να οδηγείς το κληροδότημα. 
Να περπατάς στις μικρές λεωφόρους
μ´ ένα ζευγάρι γκρι σταράκια. 
Να αναπνέεις τον συνεταιρικό μας αέρα. 
Πλανημένοι κι αυτοί. 

Πόλεις πολύβουες, 
χιλιάδες αυτοκίνητα,
άνθρωποι μυρμήγκια, 
βουνά και θάλασσες
σε κύκλωσαν και ορίζουν τη μορφή σου. 
Κι όπως με τ´ άπειρα χέρια τους
σε αγγίζουν 
σε βλέπω αόρατη 
κι αιωρούμενη σαν εικόνα αγίας
σούρουπο σε ξωκκλήσι. 
Όλα γύρω σου σε περιγράφουν
όπως οι τελείες τις μορφές του Σερά. 
Μα δεν καταλαβαίνει κανείς τι είσαι. 

Είσαι το κενό διάστημα ανάμεσα σε όλα τα πράγματα. 

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Έπρεπε

Του Μάνου

Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις 
Να μενεις πάντα 
κρυφή μου. 
Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις. 
Σε τόσα ορκίστηκα. 
Εσύ δεν έπρεπε. 
Κίτρινα παντού, 
άνθη, φεγγάρια, ήλιοι. 
Κι εσύ δεν έπρεπε να φύγεις. 
Χρόνια παντού 
ξεκουρδισμένα. 
Λίγα εκεί, λίγα αλλου, 
κανένα εδώ. 
Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις
Δέντρα και δάση 
ολα καμμένα. 
Δέκα πατώματα,
συγκάτοικοι χιλιάδες,
με κανέναν δε μιλώ 
και ζω σαν φάντασμα. 
Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις. 

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Ικαρισμοί

Ακροτελεύτια αιώρηση κέρινη
δικαίωσε την  καθ´ ύψος ζωή μας
έστω
κι αν μοιραία πτώσις εκκρεμεί 
προς επίρρωσιν του δεδομένου. 

Στον πρόσκαιρο θρίαμβο αυτό,
της ζωής,
πτήση κέρινη γίνε εσύ το μέσο
η καθημερινότητάς μας
να ξεγελάσει τον δαίμονα, 
που ζητά άθλους και μεγαλεία
απ´ την παρηκμασμένη φύση μας. 

Μια μέρα, 
των ημερών την τελική,
όταν ενθουσιώδεις, 
νέοι, 
αδημονούντες,
θα ανέλθουμε βλακωδώς και μοιραία
εκεί
στο στιγμιαίο μέγιστο, 

εξήγησέ μας πως 
η ακμή δικαιώνει 
την ερημική, την διψασμένη, 
την ακριβόφτηνη διαβίωσή μας, 
και πως την παρακμή μας προλογίζει, 
ε...
κι ύστερα ας μας πάρει ο διάολος. 

Κατά τα άλλα, 
του έρωτος η παγωμένη καύση, 
των πουλιών το πρωινό κελάιδισμα,
των κουρασμένων νεφών τα κλάματα,
συνεχίζουν κανονικά την αιώνια πορεία τους.  

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Παζάρι

"Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους" (Κ.Δ.)


Φοβήθηκα τη μοναξιά 
και φαντάστηκα ότι δεν υπάρχω. 
Είπα θα περάσει. 
Και δεν έχει σημασία. 
Είπα ό,τι είπα. 
Ό,τι είπαν κι άλλοι πριν. 
Και τι δεν είπα. 
Και φοβόμουν τη μοναξιά 
και είπα να μην υπάρχω. 

Ξήλωσα τον κήπο των γονιών μου,
κήπο ονείρων, κήπο μελετημένο,
όπως οφείλουν να ξηλώνονται 
οι απαρχαιωμένες, άχρηστες συνήθειες. 
Κι ύστερα φύτεψα 
στις ίδιες ανοιχτές τρύπες,
στα ίδια σκαμμένα αυλάκια, 
στα ίδια παρτέρια,
νέα λουλούδια ίδια,
για να τα δω ν´ ανθίζουν, 
να γερνάνε,
να ξηλώνονται ίδια
απ´ τα ματωμένα χέρια της κόρης μου. 


Φοβήθηκα τη μοναξιά 
και φαντάστηκα ότι υπάρχω. 
Είπα πως δεν μπορεί.  
Να το το δέρμα!
Να τη η καρδιά! 
Είπα ό,τι είπαν κι οι άλλοι πριν.  
Και τι δεν είπα. 
Φοβόμουν τη μοναξιά 
κι έλεγα ότι υπάρχω. 

Φύτεψα κήπο για την κόρη μου. 
Βασιλικούς και θρούμπι. Κατιφέδες. 
Φύτεψα ελιές και περιβόλια πορτοκαλιές. 
Φύτεψα πέτρες. 
Απαρχαιωμένες, άχρηστες συνήθειες φύτεψα. 
Κι ίδια παρτέρια στα χώματα. 
Άιντε και κάτι χάρτινα λουλούδια στον αέρα μονάχα δικά μου. 
Για να της πω τα ίδια που δεν μου ´παν κι εμένα 
εκείνοι που το αίμα τους μου δώσαν και μου πήραν το δικό μου,
ως είθισται,
στο παζάρι της Κυριακής. 


Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Περί γεύσης

Πόσο κουράστηκε!
Κι όλα τα αδιέξοδα συναισθήματα της. 
Θέλει να βρει έναν άνθρωπο στεγνό 
χωρίς ίχνος καρδιάς. 
Έναν άνθρωπο να την αγαπήσει
με το φθαρτό του σώμα. 
Για λίγο.
Ελάχιστα. 
Για δεκαπέντε ψεύτικες καλοκαιρινές μέρες. 

Πόσο κουράστηκε!
Κουβαλά τα χρόνια
και κάθε μέρα βαραίνει περισσότερο η πλάτη της.
Καμπούριασε.
Ρυτίδιασε.
Έμεινε χωρίς αίμα το σώμα.
Κάτι έχει γραπωθεί απ' το κεφάλι της
και της ψιθυρίζει διαρκώς στ' αυτί.

Καταναλώνει για να ξεφορτώνεται,
ρούχα, αυτοκίνητα, θερμίδες,
και φορτώνεται μέρες
και ρούχα, αυτοκίνητα, θερμίδες.



Καμιά φορά τον θυμάται σαν έργο αποπερατωμένο.
Κοιτά μονάχα τα επιχρίσματά του.
Κάτι γέλια.
Κάτι χειροκροτήματα.
Κάτι κλάματα.
Ό,τι τέλος πάντων εν δήμω αφήνεται
σαν ψίχουλο
στην διαδρομή ενός παραμυθιού
που ξεθωριάζει με τον χρόνο.

Χορέψανε δώδεκα φεγγάρια γεμάτα.
Αγαπήθηκαν τα τριπλά και τα τρίδιπλα.
Ύστερα παλέψαν.
Ύστερα παραιτηθήκαν.
Στην λακκούβα ενός καναπέ
απολαμβάνουν τώρα
την αδικία του μαχαιριού.
Και δεν κοιμούνται.
Δεν αγαπούν.
Δεν γεύονται.


Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Περί του αισθήματος

Χειμάζεται το αίσθημα. 
Νομίζουν ότι όλα τα μπορούν
εκείνοι που με μια γρήγορη κίνηση
κοφτή,
το βγάζουν στην άκρη ως πεπερασμένο. 
Ότι το "άνευ" είναι εφικτό. 
Ότι είναι ανεκτό το "χωρίς". 
Κι αφήνονται τα κρύα να σαρώσουν
ανυπεράσπιστα κοπάδια. 
Κι οι μοναξιές τσαλακώνουν 
τις βουβές καρδιές
όπως το ροζιασμένο, σιδερένιο χέρι
σπάει το καρυδότσουφλο. 

Όχι μόνο. 
Χειμάζεται κι αλλιώς. 
Μέσα στην αφροντισιά
και μέσα στην λήθη, ανυποψίαστα. 
Κι όταν το καλοκαίρι χτυπήσει,
δρεπάνι στα χέρια ξυπόλυτου κοριτσιού.  
Στα λεπτά της πόδια γονατίζουν
και σέρνονται οι πάλαι ποτέ ισχυροί,
κι όσοι απόλαυσαν την πρόσκαιρη ηδονή 
της αμνησίας. 
Χαλκέντεροι μέχρι το σημείο θραύσης. 
Μετά γεμάτοι αίματα 
στην κοιλιά και στα μάτια μετά. 
Θρυαλλίδα...δέκα λεπτά δάχτυλα
που πιέζουν τη γη 
με το ελαφρύ βάρος του φρέσκου γυναικείου κορμιού,
καθρώς το βήμα ξεμακραίνει αθόρυβα. 
Πόσες εκρήξεις αμετάκλητες
καταπίνουν την λήθη στη σκόνη τους,
και πως η δίδυμη αδερφή της,
σπαθίζοντας άκοπα και χωρίς τύψεις, 
αναδύεται και εκδικείται!
Και πώς αρμοί γονάτων λύνονται 
αυτόματα
στη θέα του ξυπνημένου τέρατος!
Και πώς, 
μες το ορυμαγδό της συντελεσμένης καταστροφής
αναρωτιέσαι πως περπατούσες τόσο καιρό
με χαλασμένα πόδια,
και πως έτρεχες!

Χειμάζεται το αίσθημα.
Των πολυάσχολων καιρών η ευκολία 
δεν αφήνει να σηκωθεί το πέπλο,
μα κείτεται από κάτω του
ετοιμοπόλεμο. 
Κι όταν η φλύαρη και αδιάφορη μέρα σωπάσει,
όταν οι θόρυβοι των ανθρώπων και του κόσμου σκορπίσουν,
ατμός ιδρωμένου σώματος στον καλοκαιρινό αέρα,
με έναν σουγιά σκίζει το δέρμα με τις απαλές ίνες του,
κι αναμετριέται με το φως.