Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Αφραγκίες

Άχρηστες μέρες έρχονται με βρίσκουν μου ζητάνε λογαριασμό. 
Δεν έχω φράγκο στην τσέπη. 
Μου ζητάνε το αίμα μου και τα μαλλιά μου. 
Αίμα έχω. Θα δώσω. 
Μαλλιά έχω. Ασπρίζουν σιγά σιγά στα επιτόκια. 

Ήμουν κακός μαθητής. Δεν έμαθα να ζω. 
Εντάξει όμως. Είμαι καλοπληρωτής. 


Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

το φύλλο

άφησα απ' το σώμα μου να περάσουν όλες οι εποχές.
μα κυρίως το φθινόπωρο.
αυτό, γιατί ήμουν φύλλο.
που ζητούσε να πέσει στο χώμα.
δεν άντεχα τα ύψη.
ήθελα μονάχα,
αφού αλλάξω όλα τα χρώματα που μου αναλογούν,
να πέσω μαλακά.
δεν είναι βλέπεις όλοι οι βλαστοί κατάλληλοι να ανθίσουν.


Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Οδηγίες προς

Άγρυπνοι, άγνωστοι, ταξιδευτές,
αναζητούμε πιασμένοι χέρι-χέρι το όνομά μας,
κυρίως τις παγωμένες νύχτες του Ιανουαρίου, 
τότε που όλα ξεκινούν και όλα δείχνουν παλιότερα από ποτέ. 

Ταξιδευτές του σκότους, 
Κυλώνειο άγος να ρωτάτε τ´ όνομά σας. 

Όσοι ονοματοδοτηθήκατε εξ απαλών ονύχων, 
πορευτείτε προς τις κλίνες σας και μην ξαναρωτάτε. 
Δεν είναι για σας αυτές οι ντροπές. 
Αφήστε τις νύχτες για τους κληρονόμους, τους ανονομάτιστους και τους τυραννισμένους. 

Το σκοτάδι απαιτεί. 
Η μέρα διεκπεραιώνει. 


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ο φυλακισμένος στη σίκαλη

εδώ στο χωράφι με τη σίκαλη σε περιμένω.
έχω ντυθεί ελαφρά και θέλω ν' ανθίσω δίπλα σου
επάνω στον ασήμαντο μίσχο μου

εσύ όμως δεν θα 'ρθεις.
έγινες φάντασμα μέσα μου και σαρώνεις τα δωμάτια
στο επάνω ράφι σκονισμένη φωτογραφία

το σκοτάδι μου δεν φοβάται.
πυκνώνει στην απουσία σου μέχρι να καταρρεύσει
και να γίνει μελανό και να μας καταπιεί
εμένα, εσένα και την σκόνη της φωτογραφίας σου.


Ελάχιστες Ιστορίες - Η μπλε ώρα


Έχασε τη μνήμη της λίγο πριν γίνει σαράντα.  Της ήταν πολύ βολική αυτή η ακύρωση της προηγούμενης ζωής της.  Τα τελευταία χρόνια ένιωθε όλο και πιο έντονα ότι κουβαλούσε ένα αβάσταχτο βάρος. Το τοποθετούσε στο στήθος αν και δεν μπορούσε να το εντοπίσει ακριβώς.  Της δυσκόλευε την αναπνοή.  Άλλοτε βούλωναν τ´ αυτιά της και βούιζε το κεφάλι της. Ένιωθε πως θα εκραγεί.   Όσο πλησίαζε στο ορόσημο αυτό, τόσο λες μεγάλωνε το αίσθημα. Κάποιες φορές σε τέτοιο βαθμό που το σώμα της αρνούνταν να συνεχίσει. Περνούσαν τότε μέρες ολόκληρες οι δυο τους κλεισμένοι στο σπίτι. Με μακαρόνια και μπύρα.  Εκείνη αμίλητη.  Να ανασαίνει βαριά.  Να τρώει μηχανικά ό,τι βρει και να κοιμάται ώρες ατέλειωτες.  Αφήνοντας εδώ κι εκεί πεταμένα ρούχα και πράγματα.  Αυτός σιγυρίζοντας το σπίτι, φροντίζοντας να της παρέχει το οργανωμένο περιβάλλον που ήξερε ότι χρειάζονταν για το χάος της που την κατάπινε.

Ζούσε μαζί του εδώ και τρία χρόνια.  Τον γνώρισε με δική της πρωτοβουλία, στο σούπερ-μάρκετ που εργάζονταν.  Του είπε να βγούνε και να που φτάσανε τώρα, λίγα χρόνια μετά.  Αυτή έτσι απούσα.  Κι αυτός εκεί, σαν αρσενική Πηνελόπη.  Καμιά φορά πίστευε σιωπηλά πως καμιά συμπεριφορά της δεν μπορούσε να τον κλονίσει.  Και το θαύμαζε αυτό αλλά συγχρόνως το σιχαίνονταν κιόλας.  Ήταν τόσο άρρωστο.  Κι όσο άρρωστο το ένιωθε, τόσο ασθενής τελούσε και η ίδια, αφού είναι γνωστό: ο εραστής σου είναι ο καθρέφτης σου.

Τη μέρα που έχασε τη μνήμη της ετοιμάζονταν για ένα πάρτυ.  Περνούσε το ρουζ στα μάγουλα και κάτι τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ της.  Όμορφη ήταν στα σαράντα της χρόνια.  Ο χρόνος ήταν ευγενικός με το σώμα της.  Σκεφτόταν τον Ντόριαν Γκρέϋ όσο χάραζε την γραμμή κάτω από τα βλέφαρα με εκείνη την ίδια κίνηση πάνω από 20 χρόνια τώρα.

Εκεί στο τελείωμα της μαύρης γραμμής κάτι άστραψε μέσα της.  Ή κάτι έσβησε.  Δεν ξέρω.  Όταν κοιτάχτηκε ξανά στο καθρέφτη, έβλεπε μιαν άγνωστη.  Αυτό όμως δεν την σόκαρε.  Μάλλον την άφησε αδιάφορη.  Όπως και το άγνωστο δωμάτιο του οποίου την αντανάκλαση έμεινε να κοιτά ανοιγοκλείνοντας νωθρά τα μάτια.  Τις στιγμές εκείνες το μυαλό έμεινε τελείως άδειο.  Μόνο ένα άγνωστο πρόσωπο μπροστά της.  Μάλλον μόνο η αντανάκλαση του πλαισιωμένη από μια άγνωστη κρεβατοκάμαρα.

Ώσπου, σιγά-σιγά, άρχισε να αναδύεται μέσα της μια χαρά πρωτόγνωρη.  Κι αδιευκρίνιστη.  Έμενε ακόμα ακίνητη και ανέκφραστη.  Όμως κάτι ξεκίνησε να βράζει στο στήθος της.  Να βράζει και να ανεβαίνει από τον οισοφάγο προς τον φάρυγγα, το λαρύγγι και το στόμα της που έμενε ακόμα κλειστό και σφιγμένο.  Πιστό στον αρχικό πίνακα.  Το κράτησε για λίγο υπό έλεγχο ανάμεσα στα δόντια της.  Γαργάλισε την γλώσσα της.  Ύστερα ξεχείλισε και χώθηκε στο λεπτό μεσοδιάστημα μεταξύ των δοντιών και των βαμμένων χειλιών της.  Τότε το στόμα άρχισε να τρέμει ελαφρά.  Το σαγόνι της αρχικά.  Τα χείλη της.  Κι έπειτα όλο το κεφάλι της με ένα τρέμουλο αυξανόμενης έντασης που όσο κρατούσε σφραγισμένα τα χείλη της, τόσο περισσότερο εντεινόταν.

Στην κουζίνα ο άλλος ήταν έτοιμος και περίμενε.  Έπαιζε με το κινητό και χάζευε τηλεόραση.  Ήταν τελείως χαμηλωμένη και ακούγονταν μόνο ο ηλεκτρονικός ήχος του κινητού.  Και τίποτ´ άλλο.  Όλο το σπίτι είχε ησυχάσει.  Λούφαζε.  Το μοτέρ του ψυγείου είχε σιγήσει.  Το διπλανό διαμέρισμα σιωπηλός τάφος.  Μόνο το εκνευριστικό μπλιπ μπλιπ του κινητού του αντηχούσε στους τοίχους.  Ώσπου σταμάτησε κι αυτό όταν, συνειδητοποιώντας ότι είχε να ακούσει πολύ ώρα οποιονδήποτε άλλο ήχο από την κρεβατοκάμαρα, το άφησε στο τραπέζι. Τίποτα.  Ούτε καν εκείνο το χαρακτηριστικό χτύπημα που κάνουν τα μολύβια της, οι μάσκαρες, τα πινέλα και η ξύστρα όταν χτυπούν το ένα το άλλο μέσα στο τσαντάκι της, την ώρα που τα ανταλλάσσει για να ολοκληρώσει το μακιγιάζ της με γρήγορες, ακριβείς, αυτόματες κινήσεις.  Τίποτα.  Κράτησε για λίγο την ανάσα του, μαζί με το σπίτι.  Τίποτα.  Η φωνή του είχε κλείσει και δεν μπορούσε να της φωνάξει να δει τι κάνει.  Προσπάθησε να σηκωθεί.  Αλλά το σώμα δεν υπάκουσε.  Το κρατούσε καθηλωμένο ο άηχος χώρος.  Παραδομένος μετά από αυτή τη σύντομη μάχη, έμεινε στη θέση του και γύρισε το κεφάλι προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.  Από την μικρή χαραμάδα είδε μόνο ένα τρεμοπαίξιμο του φωτός.  Και τίποτα άλλο.

Μετά μια κραυγή, κάτι μεταξύ γέλιου, κλάματος, φρίκης, αγωνίας, χαράς και τρέλλας έσπασε τον υμένα της σιωπής.  Εκείνης, πρώτα θρυμματίστηκαν τα δόντια της.  Μετά εξαρθρώθηκε το σαγόνι και έμεινε να χάσκει προς στα κάτω, κρεμασμένο στο άλλοτε όμορφο πρόσωπο.  Τα μάτια της εκραγήκαν στις κόγχες τους.  Και γέμισαν αστέρια οι μαύρες κοιλότητες.  Νόμιζες πως γεννήθηκαν δυο σύμπαντα νέα και γέμισε αστρική σκόνη το κρανίο της.  Τα αυτιά της λιώσαν σαν κέρινα.  Έσταξαν στους ώμους της και λέρωσαν τις δαντελένιες τιράντες του.  Μετά πέσαν τα χέρια από τους ώμους και σκόρπισαν γυάλινα στο χαλί.  Το κεφάλι της γύρισε μισή βόλτα γύρω από τον άξονά του.  Κι όταν το πιγούνι της ακούμπησε στην πίσω πλευρά του λαιμού της, ξεκόλλησε ολόκληρο και κύλησε στο πάτωμα κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο, μέχρι που σταμάτησε στο δεξί πάνω πόδι του κρεβατιού.  Το υπόλοιπο του σώματός της, ακέφαλο πια και χωρίς χέρια, παρέμεινε καθηλωμένο και βουβό στην καρέκλα.  Ήταν μια καρέκλα παριζιάνικου καφενείου με μπράτσα, άχρηστα πια.  Σκούρη καφέ καρυδιά που έκανε αντίθεση με το άσπρο φόρεμα και το λευκό δέρμα των ποδιών της.   

Κατάφερε να σηκωθεί και έτρεξε να δει τι συμβαίνει.  Έσπρωξε με δύναμη και αγωνία την πόρτα.  Έκανε ρεύμα στο δωμάτιο.  Από το παράθυρο που άνοιξε διάπλατα, πρόλαβε να δει να φεύγουν τα τελευταία υπολείμματα της σκόνης της.  Λίγο ρουζ κοκκίνησε το απόγευμα που πλησίαζε κι έκανε την μπλε ώρα λίγο μωβ.  Η πούδρα άφησε μια μυρωδιά καθαριότητας στον χώρο.  Κι άλλο τίποτα πια.   


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Το 23

Πιαστήκαμε από τη ναφθαλίνη τη νύχτα αυτή.
Όλα στον κόσμο έχουν τη μυρωδιά της κι εκείνη χαίρεται.
"Θα σας διαλύσω," σκέφτεται και αναδύεται.

Οι παιδικές σκιές και οι αράχνες στο ταβάνι αποθρασύνθηκαν.
Τι θέλεις βροτέ για να ευτυχίσεις;  Τι θέλεις βρωτέ, της σκόνης λουκούλειο γεύμα;
Πόσους δαίμονες χρειάζεσαι να θρέψεις στο οικογενειακό τραπέζι;
Πόσους να πάρεις αγκαλιά όταν κοιμάσαι;


(Βάζει ο έρωτας μυστικά ένα μεγάλο κουτάλι στην κατσαρόλα.
Σσσσσσς!
Ανακατώνει τον χυλό της ζωής για την κανέλα του.
Σςςςςςςς!
Χαράζει δρόμο για λίγο ανοίγοντας σαν Μωυσής αυλάκι προσωρινό.
Ή βάζει ο έρωτας φωτιά και καίει το φαγητό.

Υποχωρούν για λίγο όλα και φωτίζονται τα σύμπαντα του νου.

Και μετά με μεγαλύτερη φόρα επιστρέφουν.
Ω, ιεροί αυτοματισμοί! Ω, ιεροί αυτοματισμοί!
Δικαιώστε το δράμα της ζωής μου.
Θα καίγομαι πάντα κεράκι στην χάρη σας,
να με φυλάτε από την χαρά και την υγεία.)


Τρύπες παντού ανοίγει η ναφθαλίνη.
Απ' τα ρουθούνια ανοίγει σπηλιά στο βάθος του μυαλού.
"Έλα λύπη και πάρε μας, και όπου θέλεις πάνε μας" νανουρίζεις μάνα.
Ρημαδιό όλα τα παιδικά παιχνίδια.
Ξεκοιλιασμένες κούκλες.
Εκτροχιασμένα τραίνα.
Ανάπηροι στρατιώτες.


Υποχώρησε λες ο κόσμος γύρω, κι έμεινε ένας μόνος στο κέντρο του κενού.
Χωρίς τίποτα στα χέρια.
Και είναι και τα χέρια του κοντά, παιδικά κι ανήμπορα, κρεμασμένα στο ενήλικο σώμα.
Αυτό το τέρας της αποκάλυψης στο φως του προβολέα.
Κάτω από τα πόδια καμένα λιβάδια και βάλτοι απέραστοι.

Τρύπες ανοίγει η ναφθαλίνη.  Μυρωδιά χημικής τρέλλας.
Για εκείνα που γίνονται κατά το σενάριο αλλά χωρίς νόημα.
Το δικό μου μέλλον, δεν είναι μέλλον.
Ναφθαλίνη που χύνεται απ' τα πατάρια.
Τα ρούχα του παππού και τα προικιά που σώθηκαν από τον σκόρο.
Αλλά τα σάρωσε η πραγματικότητα.


Θα πάρουμε κάποτε το 23 και θα ανεβούμε Άνω Πόλη.  
Εκείνο το παλιό το κόκκινο και το μαύρο.  
Θα κοιτάμε την πόλη που φεύγει πια, καράβι στον κόλπο.
Να χαθεί η πόλη και να μείνει ένα σώμα στο κάδρο. 
Ένα κλικ μηχανής.  Όπως κλείνει το μάτι ο φακός. 
Ένα αυτόματο τίποτα απαθανατισμένο. 


Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Η γέννα

Όταν φεύγει ο κόσμος κι ησυχάζει το σπίτι, 
τότε μπαίνει μέσα η ζωή. 
Έρχεται και το γεμίζει με τη βουή, τη βρώμα της 
και την απελπισία της την σπέρνει στα δωμάτια κι ανθίζει. 
Ησυχία που σκίζει μ´ ένα μικρό ψαλιδάκι το στομάχι. 
Όσο πιο τίποτα το τίποτα που συμβαίνει,
τόσο βαθύτερο το τραύμα. 
Μια καισαρική για μια αδύνατη γέννα. 

Είναι αχόρταγη η σιωπή. 
Το υπόκωφο βουητό του ψυγείου πριονίζει τα γόνατα. 
Σπάει τους τένοντες εξαναγκάζοντάς τα σε αφύσικες διατάσεις. 
Χώνει το μακρύλεπτο εγχειρίδιο της στο διαμπερές πέρασμα μεταξύ των αυτιών. 
Αυτιά. Ύπουλο όργανο στη βάση του κρανίου. 
Αργά και μεθοδευμένα διαβρώνουν. 
Ακοή! Ακοή πουτάνα! Μας εξέδωσες, για ψίχουλα...


Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Ο δαίμων της Κυριακής

Σε είδα στον ύπνο μου πάλι.
Από τη μέση του σώματός σου έσταζαν νερά.
Γέμιζαν τα σεντόνια
κι έμενες στο κέντρο της λίμνης να σπαρταράς.
Νερά και μ´ έσπρωχναν μακρυά, 

μ´ ονειρικούς κυματισμούς ανηλεείς.

Κι έμενα μόνος.
Κι έπειτα πάλι στο όνειρό μου.
Αποκλεισμένος στο σπίτι με φώτα και πόρτες κλειστά.
Το κακό φιλοξενούσα και μαχαίρωνα το άυλο 

με πυρωμένες σταυρωτές λαβές.
Και τίποτα δεν βοηθούσε.

Η δεκαετής σου κυριαρχία τελειώνει.
Φοβάμαι το κενό της απουσίας των βαρβάρων σου.
Τα σιωπηλά, μονήρη χρόνια που θ´ ακολουθήσουν
δε θα οδηγούν πια σε μια δεύτερη νιότη,
αλλά στα πρώτα γηρατειά μου.
Και αυτό είναι ήδη από μόνο του μια καθαρή ήττα.

Έτσι Κική;


Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Ο εραστής μέσα

Η σύμβαση κραταιά.
Χωρίζει τα πλήθη σε δυνατούς κι αδύνατους.
Ισχυρότερη των παθών
Κουρελιάζει τον άνθρωπο, τον συνθλίβει.
Αυτή τον βάζει σε ένα πλοίο
και τον διώχνει.
Αυτή τον αφήνει στη βροχή να ξεπλένεται από τις επιθυμίες του.
Αυτή τον κοιτάζει κατάματα.
Με άδεια μάτια και μια τρύπα στο στήθος.

Είναι ένα κόκκινο κουτί.
Πολυτελές. Χρυσό. Αδαμάντινο. Και σιδερένιο.
Είναι κόκκοι οπίου και ξεπουλημένη οικοσκευή.
Η αμνησία και η λήθη.
Είναι μια μύγα ενοχλητική
γύρω από ένα ζεστό νεαρό σώμα κοριτσιού.

Η σύμβαση είναι
ένα αποπνικτικό μεσημέρι.
Ο εραστής
που σκίζεται στα δύο για να μην έρθει.
Η ερημιά της ερωμένης.
Το κλάμα ενός μωρού.
Μια αδειανή πόρτα δίφυλλη.
Το πλοίο που φυσά και μικραίνει και σβήνει στον μέλλοντα καιρό.

Και το λουλούδι στην γλάστρα που κατάφερε ν´ ανθίσει...
αυτό...δεν είναι.