Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Η ταπετσαρία

Το σπίτι της θείας μύριζε ναφθαλίνη γερμανική.  Δεν έχω ιδέα πώς μυρίζει η γερμανική ναφθαλίνη.  Αν μύριζε κάπως διαφορετικά από τις υπόλοιπες ναφθαλίνες, φαντάζομαι θα μύριζε έτσι. 

Πρώην μετανάστρια, επέστρεψε σαν μετανάστρια, και έζησε μέχρι το τέλος σαν μετανάστρια.  Έκρυβε στα ντουλάπια και τα συρτάρια της μυστήρια υφάσματα λαχούρ και φλοράλ κι είχε σαγρέ ταπετσαρίες στους τοίχους και σκουρόχρωμες, βαριές μοκέτες στο σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. 

Τα στόρια παντού, σχεδόν πάντα κατεβασμένα.  Ο ήλιος τρύπωνε μόνο συνωμοτικά, σε όλα τα δωμάτια.  Το σπίτι ήταν σαν σε καταστολή.  Εκτός απ´ την κουζίνα.  Εκεί χτυπούσε η καρδιά του.  Η θεία τηγάνιζε πάντα πατάτες και συκώτι μοσχαρίσιο.  Άλλες φορές έφτιαχνε πατατοσαλάτα και κέικ.  Στριμωχνόμασταν εννιά, δέκα νοματαίοι γύρω από ένα τραπέζι μελαμίνης που με το ζόρι μας χωρούσε.  

Μεγαλώσαμε με την καθιερωμένη εβδομαδιαία επίσκεψη στο διαμέρισμα της Επταλόφου. Με πατάτες τηγανητές.  Με τη γιαγιά πότε στο μπαουλοντίβανο της μικρής κουζίνας και πότε στο στενό μπαλκόνι της οδού Βενιζέλου πάνω από την πλατεία.  Το χαρτζιλίκι για μπουγάτσα από κάτω.  Την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.  Με μια πορτοκαλί ηλεκτρική σκούπα AEG.  Χρόνια απανωτά.  Αριθμός 76.  Τρίτος όροφος.  Μωσαϊκό στους κοινόχρηστους διαδρόμους και το ίδιο κουρασμένο ασανσέρ.   

Με την γκρίνια της μάνας για τη γιαγιά, και για την θεία και τον θείο.  Με την γκρίνια της μάνας για τον πατέρα.  Του πατέρα για τη μάνα.  Με τις ανακατωμένες αγάπες και τα μίση να πετάνε εδώ κι εκεί.  Να αναδιανέμονται.  Να αποδομούνται και να ανασυντίθενται.  Το σπίτι της θείας που μύριζε ναφθαλίνη γερμανική, ήταν ένα πεδίο σφαγής.  Η παχιά μοκέτα του ήταν βουτηγμένη στο αίμα της στρεβλής εκείνης οικογένειας.  Κι όλοι εμείς τσαλαπατούσαμε επάνω της μεθυσμένα, όπως πατώντας σταφύλια. 

Ένα μεσημέρι που έπρεπε να κοιμηθώ με το ζόρι, αποφάσισα να ζωγραφίσω τις σαγρέ ταπετσαρίες δίπλα στο κρεβάτι.  Ξεκίνησα με ένα μικρό προσχέδιο μιας ιστορικής μάχης.   Δεν θυμάμαι ποιας.  Κρατούσα ένα μολυβάκι τόσο δα, καλά κρυμμένο στο μανίκι σαν βαρυποινίτης.  Ξεκίνησα από ένα μικρό κομμάτι, είκοσι επί είκοσι εκατοστά δίπλα στο μαξιλάρι μου.  Εκεί έκανα το προσχέδιο.  Τις αρχικές παρατάξεις των στρατευμάτων.  Μετά το έξυσα μια φορά και επεκτάθηκα σ´ όλο τον τοίχο, αναπαράγοντας τις διάφορες φάσεις της.  Ενώ η μάχη μαίνονταν πια, και δεν υπήρχε καμία σωτηρία για κανέναν τους, ακόνισα μια τελευταία φορά το μολυβάκι μου με τα παιδικά μου δόντια.  Έφτιαξα μια μικροσκοπική λεπίδα.  Πέρασα από τη μεσοτοιχία δίπλα, στην κουζίνα. Και τους έσφαξα όλους. 


Όταν ξύπνησα αργά το απόγευμα, ο πατέρας μου στέκονταν βλοσυρός πάνω από το κεφάλι μου.  Ενώ εγώ είχα ξεχάσει τα πάντα για τη μάχη, εκείνος ήταν έτοιμος να με μαλώσει αυστηρά για πέντε μολυβιές στην μέχρι το μεσημέρι αδιάφορη ταπετσαρία. 


Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Ο Λευτέρης

Τον λένε.  
Δεν έχει ιδέα 
γιατί. 
Ποτέ του δεν 
ήταν. 
Έζησε μια ζωή 
άβολη. 
Ποτέ 
στο σώμα του. 
Ποτέ
τ´ όνομά του. 

Θυμάται μονάχα 
ελάχιστες φορές,
τρύπες στην 
ιστορία του,
να είναι
αυτός με παλμό
στην καρδιά του, 
με συντονισμένη 
ανάσα κι ένα 
λουλούδι 
στα δόντια. 

Τον λένε 
αλλά δεν είναι,
αν εξαιρέσεις 
το λουλούδι,
παρά το άβολο
ανακάθισμα,
τα φαγωμένα
νύχια κι η 
δύσκολη 
αναπνοή. 
Στην άκρη του 
κοιμάται,
να μην κουράζει
το κρεβάτι του.
Παραμερίζει
διαρκώς 
μη τύχει και
απαντήσει 
στο δρόμο 
τον συνονόματο 
εαυτό του,
μη τύχει και 
κοιταχτούν,
μη τύχει και 
του ζητήσει 
τα ρέστα που 
κράτησε,
πώς τόλμησε, 
στις τρύπιες 
τσέπες του
και τα ´πε ζωή. 


Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Το αστείο πηγάδι

Έλα πηγάδι βαθύ και στενό,
ελεεινό πηγάδι. 

Ανάβεις και σβήνεις τον ήλιο,
ακούς τις βροχές στο κεφάλι σου,
ακούς τις βροχές στα πόδια σου,
πηγάδι που ανάβεις και σβήνεις τον ήλιο,
πηγάδι που βλέπεις τα δέντρα να περνούν, 
πηγάδι βαθύ και στενάχωρο 
με μαύρα τούβλα στους τοίχους σου,
μαύρα τούβλα παντού κι απροσδιόριστο βάθος,
απελπισμένο, αστείο φρέαρ,
που δεν ξεχειλίζεις και που δεν στερεύεις
και που σε τρυγούν θλίψεις αυθεντικές σαράντα διψασμένα χρόνια. 

Η μνήμη των κύκλων σου απαράμιλλη 
(ενώ η δική σου μικρή, ελάχιστη),
απαράλλαχτα κυλά, 
στο κοίλο δέρμα σου πηγάδι,
ελάχιστο και βαθύ, 
καημένο, φαιδρό πηγάδι. 

Μη σε νοιάζει καρτερικό!
Άπειροι χρόνοι θα ποτιστούν απ´ το αίμα σου,
και θα ´ρθουν χρόνοι που οι λύπες θα ´ναι άχρηστες
και θα πληρώσεις το τρύπιο βάθος σου, έρμο και μόνο,
επίμονο, 
και θα ´ρθουν χρόνοι που οι χαρές θα είναι άχρηστες
και θα αδειάσεις το τίμιο σώμα σου, έρμαιο και μόνο, 
επίπονο. 

Το επιτύμβιο κλέος σου θα θαυμάζουν 
λίγοι διψασμένοι περαστικοί 
και θα πετάνε πέτρες μίσους στ´ άψυχο βάθος σου... 
μέχρι να σβήσει κι αυτό.

 

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Τα μολύβια

Μια ζωή συνέλεγα μολύβια.
Αναρωτιόμουν. 

Τώρα ζωγραφίζω δέντρα που τα δέρνει ο άνεμος.
Τρώω τα μολύβια μου αργά
και δε μαζεύω άλλα πια. 

Φοβάμαι, κάποτε τα μολύβια θα τελειώσουν.
Τα δέντρα μου θα μείνουν αζωγράφιστα. 
Κι η ιστορία μου ανείπωτη. 


Η τρίτη αντανάκλαση της μαρκίζας

Αυτοί που από λάθος απώλεσαν μικροί,
κι εσύ λαμπερός ανάμεσά τους,
την απώλεια μια ζωή αναζητούν 
σαν μαθημένη ευαισθησία, 
σαν μια μεγάλη ανοησία. 

Παλιοί σκύλοι, παραστρατημένοι εστέτ,
κι εσύ νικημένος ανάμεσά τους,
την οδύνη μια ζωή τρυπούν 
σαν εξαρτημένη εξαπάτηση,
σαν κουρασμένη τιμωρία. 

Αυτοί που από λάθος ζήσανε μικροί,
κι εσύ πιο μικρός ανάμεσά τους,
στην ουσία μια ζωή αστοχούν,
σαν δικαιωμένη αυτοχειρία,
σαν αδύνατη εκεχειρία. 


Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Υγρασία

Εσύ πού ταξιδεύεις, όταν ταξιδεύεις;
Πού αναπαύεται η σκέψη σου, 
όταν φεύγεις;
Ψάχνει να βρει εκείνο το Κάτι το σημαντικό
και στην εικόνα του αφήνεται;

(Το ημιτελές χωράει φαντασία άπειρη. 
Αυτό που ζούμε είναι νεκρό. 
Έτσι αναρωτιέμαι αν κι εσύ καμιά φορά,
σ´ ένα ημιτελές κοινό και παλιό αναρρώνεις 
από την καθημερινή σφαγή.)

Θυμάμαι. 
( ) κοιτούσα αχόρταγα. 
Όπως κάτι που ποτέ δεν θα ´χω. 

(Η ζωή είναι υγρασία. 
Μπαίνει ύπουλα παντού. 
Απ´ τις λεπτές χαραμάδες των παραθύρων μας. 
Διαβρώνει τη φαντασία μας. 
Και πρασινίζουν τα τοιχώματά της. 
Και σαπίζει το δέρμα της. 
Ποιος αντιστέκεται στην φθορά της;)

Δεν έχω πια φαντασία. 
Την κατέλαβε ολοκληρωτικά η ζωή. 
Εκτείνομαι από τις τρίχες των μαλλιών μου 
εως τα δάχτυλα των ποδιών μου. 
Ενάμισι τετραγωνικό σάρκα και κόκκαλα και τρίχες. 
Ένα ογδόντα δύο, έκταση χεριών. 
Τι να αγκαλιάσει κανείς με ένα σώμα;

(Καταλαβαίνω πλέον τη σιωπή. 
Την παραδοχή της ήττας. 
Τα χρώματα των λουλουδιών. 
Το λάθος και το τυχαίο. 
Το αδύνατο. Και το λίγο. 
Το αδιανόητο και το κλάμα.)

Θυμάμαι. Αποστειρωμένα και αφ´ υψηλού. 
Τι αισχρός τρόπος να θυμάται κανείς!



Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Η ερωμένη

Ποίηση είναι αυτό που δεν είναι. 
Εκείνο που το θες για να το χάνεις. 
Η βίωση της απώλειας μόνο είναι. 
Διότι αν αυτό δεν είναι
- ακόμα και αν δεν είναι -
αυτό είναι. 

Έτσι, καμιά ιστορία δεν είναι αλήθεια. 
Οι μεν φανταστικές εξ ορισμού
- όσο ισχυρά ριζωμένες κι αν είναι. 
Οι δε αληθινές, ποτέ αληθινές. 
Και πως θα μπορούσαν άλλωστε;

Και στις χαραμάδες τους, πέφτει κέρμα η επιβίωση. 
Κουδουνίζει στους γρανίτες της πρώτης. 
Αλαλάζει στα κύμβαλά της το κίβδηλό μας. 
Αντανακλά στις αιχμές της δεύτερης 
και κομμάτια της αφήνει ματωμένα,
κόκκινα και κίτρινα και πράσινα, ενίοτε, 
μα κυρίως μπλε, μπλε βαθιά, προπομπούς μαύρων. 
Κι έπειτα αφήνεται χαμένη. 
Απομεινάρι και κέρμα ασήμαντο, λιανό, από κόκκινο χαλκό
κάτω απ´ το κάθισμα του παλιού αυτοκινήτου του πατέρα. 

Ποίηση σα να λέμε, είναι αυτό που δεν ευτύχησε να μη ζήσει. 
Και αλήθεια, μια συνισταμένη του απείρου, απροσδιόριστη και πρόστυχη ερωμένη.


Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Το δέντρο - πλάνο 2ο

Το δέντρο.
Ένας χάρτης.
Τον περπατήσαμε τον κόσμο
φύλλο φύλλο.

Το δέντρο.
Ένα δωμάτιο.
Σ´ αυτον τον κύβο μεριμνήσαμε
τούβλο τούβλο.

Το δέντρο.
Ένα τρυπάνι.
Στο χώμα βαθύναμε απαραίτητα
αλλά μη αναγκαία.

Εις ύψος ανάπτυξη για εποπτικές απελπισίες
Πλάτεμα για ανάπτυξη αχρείαστων αντοχών
Εις βάθος διακλάδωση για ριζωμένες αοριστίες

Και οι δαίμονες;
Οι δαίμονες ήταν οι βάρβαροι.
Μη μας στερείτε την τελευταία μας λύση. 

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Τοπικά νέα

Εδώ, είναι λες και σ´ αγαπάω περισσότερο. 
Βγαίνω στο δρόμο με το θόρυβο, 
με τα δέντρα εκατέρωθεν 
και την αψίδα στο κεφάλι του,
φωτογραφίζω το σημαντικό τίποτα,
και σου απευθύνομαι. 

Είναι μια τρύπα στον κόσμο, 
στη θέση αυτή,
κι όποτε έρχομαι εδώ 
της ρίχνω τσιμέντο και αίμα. 

Εδώ ήταν που έλεγες πως είναι αδύνατον να είμαστε. 
Εδώ που αψηφήσαμε το αδύνατο. 
Εδώ που κάθε χρόνο μια φορά 
γιορτάζουμε την ήττα μας και την αποκοτιά μας. 

Και τέλος 
Εδώ 
είναι αυτό που δεν είναι. 
Κι εμείς από δίπλα του,
εδω...,
αναπολούμε τόσα που δεν ευτύχησαν.