Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Γυάλινα

Τα χέρια σου ήταν παλιά
χάραζαν δρόμους, αυλάκια, κοίτες.
Τα μάτια σου σκούρα, θολά, σκονισμένα.
Το κορμί σου πράσινο, παρ' όλ' αυτά.
Αυτό το οξύμωρο, 
εξουθενωτικό.
Τα μαλλιά σου γυάλινα
έσπαγαν στα χέρια μου και μ' έκοβαν.
Τα χέρια μου χαρτιά.
Σερπαντίνες και κομφετί κατακόκκινα.
Ο λαιμός σου θάλασσα,
θάλασσα, θάλασσα.
Πέτρες τα μάτια σου στο σώμα μου
και βούλιαζα, βούλιαζα.
Βούλιαζα. 


Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η μνήμη του νερού

Το νερό σ´ αυτό το σπίτι
ξέρει μόνο από πουλιά,
τα μετρά καθώς κοιτάει
να του φεύγουν μακρυά. 
Με τη μνήμη μαυρισμένη
απ´ τους δίσεκτους καιρούς,
το νερό μου ξεδιψάει
μόνο κάτι αμαρτωλούς. 

Μη τ´ ακούς από τις βρύσες όταν στάζει
Μη το βλέπεις να κυλάει καθαρό
Το νερό σ´ αυτό το σπίτι ξενυχτάει
κι είναι πάντα σκοτεινό.  

Το νερό μου πάντα κλαίει
δεν αντέχει να περνά
μεσα απ´ τα πικρά μου χέρια
στα στεγνά τα όνειρα. 
Να ποτίζει μόνο λέξεις
δεν αντέχει το νερό
κι απ´ το σχήμα της ψυχής μου
να κατρακυλάει βουβό. 

Κοίταξέ το πως θυμώνει και πονάει
μες το σώμα μου να καίγεται γυμνό. 
Το νερό σ´αυτό το σπίτι ξενυχτάει
Κι είναι πάντα σκοτεινό.



Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Ο υπέρ πάντων

Αγωνίστηκα τίμια. 
Δοκίμασα τεχνικές και επιστήμες. 
Πήρα δρόμους διαφορετικούς και ίδιους
με ιδρώτα και με αίμα να διαρρήξω,
προσπάθησα κι ορκίστηκα,
το αίνιγμα των ανθισμένων θαλασσών 
στους λεπτούς σου αστραγάλους,
τις χαρακιές στα γόνατά σου 
και των μηρών σου την απαλότητα. 
Μάταια όλα. 
Πάντα ταξιδεύαμε περνώντας 
από τους ίδιους σταθμούς 
σε αντίθετες κατευθύνσεις. 
Αναχωρήσεις εγώ κι εσύ αφίξεις. 
Αναχωρήσεις εσύ κι εγώ αφίξεις. 
Να μην αφήνεται ποτέ το πρόσχημα εκτεθειμένο. 
Ο γόρδιος της εκ του σύννεγγυς οικειότητος να νικά την λεπίδα. 

Μεταχειρίστηκα κι όποιον άλλο δόλο ήξερα!
Όλες μου τις ακριβές ατιμίες ξόδεψα. 
Μηχανεύτηκα άλογα κούφια, 
και κούφιες υποσχέσεις,
όνειρα εύκρατα και φουσκωμένα,
γαίες επαγγελίας ευαγγελίστηκα 
κι έταξα εαυτώ και αλλήλους, 
τον γενναίο, νέο κόσμο 
που η επαλληλία μας θα εγκαθιστούσε 
αντίβαρο στην πένισσα πραγματικότητα. 

Φεύ!
Μηροί, κόμποι, και πραγματικότητες 
δεν επτοήθησσαν. 
(Ίσως ελάχιστα και μόνον οι πρώτοι.)
 
Έτσι κι η μόνη εντιμότητα που μου απέμεινε,
τα ελάχιστα "σ´ αγαπώ" που ξεστόμισα
στο κοίλο της μασχάλης σου,
χάθηκε, 
εξατμίστηκε και χάθηκε,
μαζί με την γλυκιά μυρωδιά του ιδρώτα σου. 
Μαζί με την μέγιστη τέχνη της αυταπάτης του έρωτα. 

Έτσι κι η μόνη ατιμία που μου απέμεινε,
η ψευδαίσθηση της αποκαθηλωμένης μνήμης,
πρόφαση κάποιας δήθεν καθυστέρησης,
θα χαθεί κι αυτή,
θα εξαυλωθεί και θα χαθεί,
ηττημένη όπως κι η μυρωδιά σου 
κι ατιμασμένη που κατάντησε μνήμη και λέξεις.  


Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Το μπαλόνι

Οι περισσότεροι ζουν στην επιφάνεια ενός μπαλονιού. 
Εκπνέω και διαστέλλονται. 
Εισπνέω και εισβάλλουν στο στήθος μου.  

Ειναι φιγούρες μυθικές 
Παραμορφωμένα σχήματα φριχτά
Αναπνέω τις επιθυμίες τους 
και κατά κάποιο τρόπο ζω. 

Προσαρτημένο στο στόμα μου 
το άτιμο μπαλόνι,
βήμα δεν κάνω χωρίς να το κοιτώ. 
Μεγαλώνει με την ανάσα μου
Ορέγεται το οπτικό μου πεδίο
και το καταλαμβάνει όλο και περισσότερο. 
Κάποια στιγμή θα περπατώ χωρίς να βλεπω
παρά μόνο κωμικές και τραγικές φιγούρες 
ανθεκτικού και ελατού υλικού
χρώματος πρασινωπού.