Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Συμπλεγματικές απορίες

αν μπορούσαμε να ξεπερνάμε αυτά που μας βασάνιζαν
με ποιους εραστές θα μέναμε ερωτευμένοι;
αν δεν μπορούσαμε να ξεπερνάμε αυτά που μας βασάνιζαν
με ποιους εραστές θα χωρίζαμε;


Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Πολυχρωμίες

Φορούσε ένα πολύχρωμο τουλπάνι στο κεφάλι
Ημίτρελη η ώρα δώδεκα και δέκα
Νύχτα καλοκαιριού
Ανέμιζες σκαρφαλωμένη στην κορυφή του πανιού της
Απόληξη χρώματος κι αναπνοή του αέρα
Καλοκαίρι
Ημίτρελος κι εγώ
Σύμπτυξη σε λίγες ίνες υφάσματος
χρωματιστού και βρώμικου,
για αυτό το λίγο που περισσεύει
και για το "κατ´ ανάγκη".

Να σε ξεκαρφώσω από το κάδρο στον παιδικό μου τοίχο
Να σε αποκαθηλώσω, όπως την παλιά ιδέα,
και να σ´ αφήσω ν´ ανεμίζεις
ανάμνηση χορευτική και πουπουλένια,
άχρονη, άσκοπη, άστεγη.
Μασάω βερίκοκο

Την ξεχασμένη αίσθηση
αναπληρώνει η φαντασία
Εδώ. 

Σ´ αυτή τη γειτονιά
να οξειδωνόμαστε παρέα
εσύ, εγώ, αυτή,
η αδικαίωτη προσδοκία.
Τίποτα. Ούτε. 
Μόνο οι νεκροί δεδικαίωνται.


Ένα καροτσάκι λαϊκής
Όλο το βιος της σ´ ένα συρμάτινο κουτί
Όλο το δικό μου σ´ ένα όνομα
και είπα να προσευχηθώ, ο φτωχότερος:
"Το μαντήλι σου Κυρά, ελέησέ με."
Κουφή, κατά το χρέος της.
Συμπληρωμένα όσα μπορούσε να ακούσει
στον χρόνο μιας ζωής
Αχώρετα τα υπόλοιπα
Τώρα πια μόνο μιλά. 


Έσερνε τα πόδια της
Βρώμικα πόδια κουρασμένα σάρωναν
τον αδίστακτο δρόμο
Συνέχιζε αυτός το μάταιο έργο του
παρά τα ξεκούρδιστα τραγούδια,
τα ξεκολλημένα απ´ τα πεζοδρόμιά του
Η εκδίκησή του τώρα σηκώνεται σκόνη
απ´ τα πόδια της

Και τα δάχτυλα;
"Ξέχασες τα δάχτυλά μου;"
Τα δάχτυλά σου Κυρά μου!
Να τιμωρήσω τη μνήμη μου
Να της καρφώσω σκουριασμένα καρφιά
στα χέρια και στα πόδια
Που τόλμησε να ξεχάσει έτσι ξεδιάντροπα.

Τώρα παραμιλάει.
Σπασμένες λέξεις
Στερούμενες νοήματος
Υπερπλήρεις συναισθήματος
Πολλά "ωωωω" ακούω
που πάει να πει πως πόνεσε
Πολλά "εεεε"
που πάει να πει πως ακόμα απευθύνεται
Ημίτρελη.
Απευθύνεται.
Ημίτρελος κι εγώ θέλω να φορέσω το σακάκι της,
τρία κουμπιά λειψά,
δεμένο σχοινί στη μέση,
όλα σωστά κι όλα στη θέση τους
Κυρίως τα λειψά
Στη Δωδεκανήσου
κοιμάμαι από τότε σε μια είσοδο,
λίγο πιο κάτω ένα βράδυ
κι ακόμα λίγο η θάλασσα. 
 
 

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Στιγμιότυπα

Ας μιλήσουμε για τις διαδρομές κανονικότητας
Ας πούμε για το άσπρο που σύντομα θα φοράς
Να πούμε και για τ´ ασήμια στο κεφάλι μου που ουδόλως αύξησαν το βάρος του 
και που ποτέ δεν φάνηκαν χρήσιμα
Για την σχετικότητα να λέμε, 
που ταιριάζει με τα άχρωμα υφάσματα και τα αδιάφορα γαρύφαλλα στην γλάστρα
Για το πως τα καταφέραμε και το πως όχι
Για τον ποτισμένο κήπο ας πούμε
και την απότιστη καρδιά
Καμιά φορά νομίζω δεν πρέπει να μιλάμε. 


Ωστόσο, ας πουμε για τα αντανακλαστικά τζάμια στα γυάλινα κτίρια
Για την τριβή και τα σημάδια της που έκρυβα και κρύβω από αδιάκριτα μάτια
Για τα αμήχανα χέρια και τα αμήχανα αισθήματα
Να λέμε και να κρύβουμε όπως εκείνη η σοφία της παιδικότητάς μας:
"Ψάξτο. Ψάξτο. Δεν θα το βρεις..."
Να λέμε
Για κείνα μέσα στην κλειστή παλάμη
Να λέμε, να κρύβουμε
Να τριγυρίζουμε με το μαντήλι στο χέρι 
και να κλαίμε
Να κλαίμε της μικρής Ελένης την ματαίωση
και για την συλλογή ματαιώσεων 
που εμπλουτίζεται με εξαίρετης ποιότητας τεμαχισμούς και συμψηφίσεις 
Καμιά φορά και να μην λέμε και να μην κλαίμε τίποτα.
 
 

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Άνυδρο

Σκληρό και άνυδρο το τοπίο σου.
Πως να βγω έξω απ´ τον κανόνα σου;
Αναγκάστηκα να συρρικνωθώ.
Οικονομώ χρόνο,
νερό και αίσθημα.
Διαχειρίζομαι,
και δεν παρέχομαι πια
ελεύθερα και απερίσκεπτα.
Το πεδίο ερημικό, επίπεδο.
Μακραίνει το μάτι,
πεινάει
να δει παραμικρή έξαρση
ύψους και συναισθήματος.
Ματαίως.
Μεγάλη, αχανής η χώρα σου.
Και δεν μπορεί να θρέψει
ούτε μια ψυχή
ολιγαρκή και λιγόφαγη.

Χαλάλι λοιπόν στα σκληρόδερμα ερπετά
και στα φρύγανα που σε κατοικούν.
Χαλάλι των βραχών σου οι αιχμές.
Χαλάλι οι θερμές μέρες και οι κρύες νύχτες σου.

Είσαι τουλάχιστον ένα απόλυτα ειλικρινές τοπίο.


Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Περί ανέμων

Στα μέρη μου ο άνεμος 
τη γη δε την αφήνει 
να ησυχάσει ούτε στιγμή. 
Μουρμουρίζει στ´ αφτί της 
πάντα τραγούδια
και ψέματα 
ανατριχιαστικα.  

Τα χέρια και το αίμα μου, 
στη γη που μεγαλώνω,
σπέρνω συνέχεια με ορμή
κι επιμονή. 
Το σώμα όμως,
όπως κι η γη,
θέλει πολλή δουλειά. 
Λες να φυτρώνουν κάποτε
οι διαρκείς προσδοκίες;

Τα μέρη αυτά που αγαπώ 
τα αγαπάει κι ο ήλιος. 
Όλη τη μέρα καίγονται 
απ´ τ´ ακριβό του χάδι. 
Στάχτες αφημένες
στο χώμα.  
Τετριμμένες 
καρκινικές
οικειότητες. 

Στα μέρη αυτά που αγαπώ, 
όλη τη νύχτα βρέχει. 
Ποτίζει η γη τον ουρανό 
κι αυτος ανταποδίδει. 
Βρέχει ο καιρος τις ώρες όλες,
μία-μία. 
Ανθίζουν τα περάσματα. 
Τα ποτάμια σκάνε. 
Χύνονται απ´ τα σπλάχνα
τα όνειρα και οι ευχές μας. 

Τα μέρη αυτά μεγάλωσαν. 
Λύση άλλη δεν έχουν.
Κι εγώ που δεν τα κατάφερα,
δεν αντέχω τις μέρες μου. 
Σπάνε συνεχώς γυαλιά
μπροστά στα μάτια μου. 

 
Ψέματα. 

Δεν υπάρχουν μέρες. 
Όλα τα ρούχα μας
τα ρίξαμε σ´ ένα βαθύ
πιάτο σούπας. 
Δεν υπάρχει η γη. 
Όλο το χώμα μας 
το πήρε ο άνεμος
και το σκόρπισε. 
Δεν θα βρουν πια
οι ρίζες μας βάθη
να κρυφτούν 
και να στεριώσουν.  

Ψέματα. 

Δεν υπάρχει ο άνεμος. 
Δεν υπάρχουμε κι εμείς. 


Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Ο χορός των μαρμάρινων χεριών

Τις νύχτες,
όταν όλα πεθαίνουν ήσυχα,
έχω παίζω ένα παιχνίδι.
Ξεχνάω δίπλα μου το τέρας
που συμπληρώνει το μισό δικό μου,
κλείνω τα μάτια μου
και βλέπω.


Σπάζουνε τότε μπρος μου,
μεγάλα κομμάτια του πέτρινου δωματίου
κι ανοίγουν ακανόνιστα παράθυρα.
Βλέπω εικόνες ουρανό,
πλαισιωμένο με πέτρες,
βλέπω στιγμιότυπα πουλιών,
βλέπω φύλλα ξερά,
αποκομμένα,
και αέρα να σπρώχνει
βαμβακερά σύννεφα.

Βρήκα ένα χαρούμενο παιχνίδι.
Σπάω τις πέτρες μου
και αναπλάθω
πεθαμένες αλληλουχίες γεγονότων
αλλάζοντας την φυσική τους ροή,
ανακατεύοντας
την τράπουλα της μοίρας,
φτιάχνοντας δικές μου παρτίδες.
Για τα αγαπημένα,
τα μόνα αλώβητα,
αυτά που δεν υπήρξαν
κι έτσι τους επιτρέπεται
να επιμένουν εμμονικά.


(Μεταξύ μας,
είμαι ένας Ζηλωτής.
Φανατικά προσηλωμένος
θρηνώ,
όχι για το θνητό, όπως θα ταίριαζε,
αλλά στ´ αθάνατα.
Με πένθος διαρκές,
γείτονα της σήψης.)



Έχω βρει ένα περίεργο παιχνίδι
ν' ανασταίνω
όλα τα μη βιωμένα πεθαμένα μου.
Σ´ ένα χαρούμενο μνημόσυνο
συναντάω
πρόσωπα και διαλόγους ιδανικούς.
Τώρα θα καθίσει στο τραπέζι.
Μετά θα πει για τούτο και για ´κείνο.
Ύστερα γέλια.
Μετά σιωπές και πάλι κουβέντες.
Ξεκούραστα απογεύματα και βράδια,
θρυμματιστά γεγονότα
θαυμαστά ανύπαρκτα.

Έγινε πια η θλίψη πολύχρωμη πλαστελίνη.
Οι παλάμες μου βάφονται.
Ματωμένες άγκυρες
σηκώνονται τα μικρά δευτερόλεπτα
που ανοίγω το στήθος με τα χέρια.


Το παιχνίδι μου
είναι της εύκρατης μνήμης
πολλαπλάσιο.
Βεβαίως, ό,τι δεν υπήρξε
δεν είναι μνήμη.
Όμως αυτά είναι ασήμαντες λεπτομέρειες
όταν κρατάς τ´ αγαπημένα χέρια.


Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Τα κατάρτια

Φύτρωναν κατάρτια στο χώμα
την ώρα που έσφιξα το χέρι σου.
Μια τέτοια γνωριμία καλέ μου
δεν αφήνει στο συρτάρι
παρά ελάχιστες ερωτήσεις.

Συράβω επιμελώς τις μέρες μου
στα άκρα ενός τυχαίου εκκρεμούς.
Με τις συμμετρικές ρουτίνες του
και τις φονικές τριβές του.
Ανεπαίσθητη φθορά του ξυραφίζει
ακέραιες εβδομάδες και μήνες.
Αθόρυβα και πονηρά.
Η άνοδος κι η πτώση,
ομοζυγωτικές με κοροϊδεύουν.

Όμως, αυτό που με τρομάζει πιο πολύ
απ´ τη μοιραία περιοδικότητα,
είναι η ευκολία με την οποία
εισέβαλε το νήμα σου στην δομημένη ερημιά μου.

Είναι πολύ αργά. Είναι πάλι πολύ αργά.
Και περιμένω να πάει αργότερα
για να ξεκουραστώ,
πετώντας στον σκυλο μου
την ελάχιστη μερίδα επιβίωσης.

Εσύ, που φυσικά δεν εισαι εσύ που νόμιζα,
μες την φαιδρή μου παιδικότητα,
εμμένεις ασαφής ήχος της πόλης
στο φόντο.


Αλλά κι εγώ, ειδικά εγώ,
δεν είμαι αυτό που νομίζω.
Στοίβες τα ρούχα της ζωής μου ασιδέρωτα,
αδιάβαστα βιβλία,
σαπίζεις σοφία στα ράφια.

Τις νύχτες που οι ποιητές κυριολεκτούν
εγώ αναγκάζομαι να γράφω ποιήματα
μεγαλύτερα, αναλυτικότερα, περιγραφικότερα,
λες και τη νοιάζει τη ζωή μου
πόσο βαθιά θα την ανατμήσω.

Όσο λοιπόν κι αν θέλω να είμαι μόνο μία λέξη άηχη,
χωρίς τίποτα σύμφωνο πουθενά,
αλλά κυρίως χωρίς φωνήεν,
το παναίσθημα και το αντίθετό του
συντηρούν την φλυαρία μου.

Πιο πολύ όμως απ´ όλα καλέ μου,
τις λέξεις μου κουνάς σαν μαριονέτες εσύ.
Κι από όλες τις λέξεις, δυο που σου φαίνονται πιο εύκολες.