Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Έπρεπε

Του Μάνου

Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις 
Να μενεις πάντα 
κρυφή μου. 
Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις. 
Σε τόσα ορκίστηκα. 
Εσύ δεν έπρεπε. 
Κίτρινα παντού, 
άνθη, φεγγάρια, ήλιοι. 
Κι εσύ δεν έπρεπε να φύγεις. 
Χρόνια παντού 
ξεκουρδισμένα. 
Λίγα εκεί, λίγα αλλου, 
κανένα εδώ. 
Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις
Δέντρα και δάση 
ολα καμμένα. 
Δέκα πατώματα,
συγκάτοικοι χιλιάδες,
με κανέναν δε μιλώ 
και ζω σαν φάντασμα. 
Ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις. 

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Ικαρισμοί

Ακροτελεύτια αιώρηση κέρινη
δικαίωσε την  καθ´ ύψος ζωή μας
έστω
κι αν μοιραία πτώσις εκκρεμεί 
προς επίρρωσιν του δεδομένου. 

Στον πρόσκαιρο θρίαμβο αυτό,
της ζωής,
πτήση κέρινη γίνε εσύ το μέσο
η καθημερινότητάς μας
να ξεγελάσει τον δαίμονα, 
που ζητά άθλους και μεγαλεία
απ´ την παρηκμασμένη φύση μας. 

Μια μέρα, 
των ημερών την τελική,
όταν ενθουσιώδεις, 
νέοι, 
αδημονούντες,
θα ανέλθουμε βλακωδώς και μοιραία
εκεί
στο στιγμιαίο μέγιστο, 

εξήγησέ μας πως 
η ακμή δικαιώνει 
την ερημική, την διψασμένη, 
την ακριβόφτηνη διαβίωσή μας, 
και πως την παρακμή μας προλογίζει, 
ε...
κι ύστερα ας μας πάρει ο διάολος. 

Κατά τα άλλα, 
του έρωτος η παγωμένη καύση, 
των πουλιών το πρωινό κελάιδισμα,
των κουρασμένων νεφών τα κλάματα,
συνεχίζουν κανονικά την αιώνια πορεία τους.  

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Παζάρι

"Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους" (Κ.Δ.)


Φοβήθηκα τη μοναξιά 
και φαντάστηκα ότι δεν υπάρχω. 
Είπα θα περάσει. 
Και δεν έχει σημασία. 
Είπα ό,τι είπα. 
Ό,τι είπαν κι άλλοι πριν. 
Και τι δεν είπα. 
Και φοβόμουν τη μοναξιά 
και είπα να μην υπάρχω. 

Ξήλωσα τον κήπο των γονιών μου,
κήπο ονείρων, κήπο μελετημένο,
όπως οφείλουν να ξηλώνονται 
οι απαρχαιωμένες, άχρηστες συνήθειες. 
Κι ύστερα φύτεψα 
στις ίδιες ανοιχτές τρύπες,
στα ίδια σκαμμένα αυλάκια, 
στα ίδια παρτέρια,
νέα λουλούδια ίδια,
για να τα δω ν´ ανθίζουν, 
να γερνάνε,
να ξηλώνονται ίδια
απ´ τα ματωμένα χέρια της κόρης μου. 


Φοβήθηκα τη μοναξιά 
και φαντάστηκα ότι υπάρχω. 
Είπα πως δεν μπορεί.  
Να το το δέρμα!
Να τη η καρδιά! 
Είπα ό,τι είπαν κι οι άλλοι πριν.  
Και τι δεν είπα. 
Φοβόμουν τη μοναξιά 
κι έλεγα ότι υπάρχω. 

Φύτεψα κήπο για την κόρη μου. 
Βασιλικούς και θρούμπι. Κατιφέδες. 
Φύτεψα ελιές και περιβόλια πορτοκαλιές. 
Φύτεψα πέτρες. 
Απαρχαιωμένες, άχρηστες συνήθειες φύτεψα. 
Κι ίδια παρτέρια στα χώματα. 
Άιντε και κάτι χάρτινα λουλούδια στον αέρα μονάχα δικά μου. 
Για να της πω τα ίδια που δεν μου ´παν κι εμένα 
εκείνοι που το αίμα τους μου δώσαν και μου πήραν το δικό μου,
ως είθισται,
στο παζάρι της Κυριακής. 


Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Περί γεύσης

Πόσο κουράστηκε!
Κι όλα τα αδιέξοδα συναισθήματα της. 
Θέλει να βρει έναν άνθρωπο στεγνό 
χωρίς ίχνος καρδιάς. 
Έναν άνθρωπο να την αγαπήσει
με το φθαρτό του σώμα. 
Για λίγο.
Ελάχιστα. 
Για δεκαπέντε ψεύτικες καλοκαιρινές μέρες. 

Πόσο κουράστηκε!
Κουβαλά τα χρόνια
και κάθε μέρα βαραίνει περισσότερο η πλάτη της.
Καμπούριασε.
Ρυτίδιασε.
Έμεινε χωρίς αίμα το σώμα.
Κάτι έχει γραπωθεί απ' το κεφάλι της
και της ψιθυρίζει διαρκώς στ' αυτί.

Καταναλώνει για να ξεφορτώνεται,
ρούχα, αυτοκίνητα, θερμίδες,
και φορτώνεται μέρες
και ρούχα, αυτοκίνητα, θερμίδες.



Καμιά φορά τον θυμάται σαν έργο αποπερατωμένο.
Κοιτά μονάχα τα επιχρίσματά του.
Κάτι γέλια.
Κάτι χειροκροτήματα.
Κάτι κλάματα.
Ό,τι τέλος πάντων εν δήμω αφήνεται
σαν ψίχουλο
στην διαδρομή ενός παραμυθιού
που ξεθωριάζει με τον χρόνο.

Χορέψανε δώδεκα φεγγάρια γεμάτα.
Αγαπήθηκαν τα τριπλά και τα τρίδιπλα.
Ύστερα παλέψαν.
Ύστερα παραιτηθήκαν.
Στην λακκούβα ενός καναπέ
απολαμβάνουν τώρα
την αδικία του μαχαιριού.
Και δεν κοιμούνται.
Δεν αγαπούν.
Δεν γεύονται.


Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Περί του αισθήματος

Χειμάζεται το αίσθημα. 
Νομίζουν ότι όλα τα μπορούν
εκείνοι που με μια γρήγορη κίνηση
κοφτή,
το βγάζουν στην άκρη ως πεπερασμένο. 
Ότι το "άνευ" είναι εφικτό. 
Ότι είναι ανεκτό το "χωρίς". 
Κι αφήνονται τα κρύα να σαρώσουν
ανυπεράσπιστα κοπάδια. 
Κι οι μοναξιές τσαλακώνουν 
τις βουβές καρδιές
όπως το ροζιασμένο, σιδερένιο χέρι
σπάει το καρυδότσουφλο. 

Όχι μόνο. 
Χειμάζεται κι αλλιώς. 
Μέσα στην αφροντισιά
και μέσα στην λήθη, ανυποψίαστα. 
Κι όταν το καλοκαίρι χτυπήσει,
δρεπάνι στα χέρια ξυπόλυτου κοριτσιού.  
Στα λεπτά της πόδια γονατίζουν
και σέρνονται οι πάλαι ποτέ ισχυροί,
κι όσοι απόλαυσαν την πρόσκαιρη ηδονή 
της αμνησίας. 
Χαλκέντεροι μέχρι το σημείο θραύσης. 
Μετά γεμάτοι αίματα 
στην κοιλιά και στα μάτια μετά. 
Θρυαλλίδα...δέκα λεπτά δάχτυλα
που πιέζουν τη γη 
με το ελαφρύ βάρος του φρέσκου γυναικείου κορμιού,
καθρώς το βήμα ξεμακραίνει αθόρυβα. 
Πόσες εκρήξεις αμετάκλητες
καταπίνουν την λήθη στη σκόνη τους,
και πως η δίδυμη αδερφή της,
σπαθίζοντας άκοπα και χωρίς τύψεις, 
αναδύεται και εκδικείται!
Και πώς αρμοί γονάτων λύνονται 
αυτόματα
στη θέα του ξυπνημένου τέρατος!
Και πώς, 
μες το ορυμαγδό της συντελεσμένης καταστροφής
αναρωτιέσαι πως περπατούσες τόσο καιρό
με χαλασμένα πόδια,
και πως έτρεχες!

Χειμάζεται το αίσθημα.
Των πολυάσχολων καιρών η ευκολία 
δεν αφήνει να σηκωθεί το πέπλο,
μα κείτεται από κάτω του
ετοιμοπόλεμο. 
Κι όταν η φλύαρη και αδιάφορη μέρα σωπάσει,
όταν οι θόρυβοι των ανθρώπων και του κόσμου σκορπίσουν,
ατμός ιδρωμένου σώματος στον καλοκαιρινό αέρα,
με έναν σουγιά σκίζει το δέρμα με τις απαλές ίνες του,
κι αναμετριέται με το φως. 


Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Δωμάτιο Σκωραμίδων

Φτηνό πλαστικό χωρίζει τους πόνους
Διαδοχικά και εναλλάξ αχ
εκατέρωθεν
του αισχρού παραβάν.
Φθορίζει στα κεφάλια μας η αδυναμία
και αχ ξανά
και βουβαμάρα ύστερα.
Συγγενείς πόνοι.
Πόνοι αγνώστων.
Πόνοι μόνοι.
Σώματα οριζόντια,
στέρνα χαϊδεμένα
Σώματα αβόλευτα,
αχάιδευτα χέρια.
Ζωή στην κλωστή
δένεται, λύνεται,
κι αλλού ξεφτίζει,
κι αλλού ανθίσταται.


Πάλη, πάλι πάλη, ουλές.
Στάζει σαν αίμα
κάποια χαρά παλιά
και ονειρεύεται
το "κάπου αλλού" το ψέμα.
Εδώ που ξενυχτάμε, πόνοι πονεμένοι, πόνοι απόνευτοι και πόνοι μέλλοντες, είμαστε διαφανείς μεμβράνες, υμένες ευτελούς τίποτα που στριμώχνεται και ιδρώνει, που κατουριέται, χέζεται, ματώνεται ασύστολα και πρήζεται.
Που ξεχνάει, που τρεκλίζει και μπουσουλάει αλλά που κυρίως θυμάται, ω πόσο βασανιστικά θυμάται;

Ο φροντιστής θα μπει ουρλιάζοντας βιαστικά θα χώσει κάτι στη φλέβα κάτι στα μάτια μας κάτι στις καρδιές μας.

Κι ύστερα θα αναμείνουμε κεριά
για τα μετρημένα λόγια του άσπρου θεού.
Αυτός θα θρέψει την ολιγάρκειά μας
με λιγοστές ασαφείς συλλαβές
και Κύριε ελέησον.

Και μετά ξανά φριχτές αναμονές.

Παππού, φίλε, πατέρα, άνθρωπε
Πόσο δρόμο βελονιασμένο ν´ αντέξεις;
Και γιατί;


Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Η μαύρη τρύπα

Θα σ´ αγαπήσω σε καιρούς δύσκολους
Όταν οι δρόμοι θα ´ναι αδιάβατοι 
Θα ´χουν τα χέρια και η γλώσσα σου αγκάθια
και τότε θα ´ναι η ώρα για την πρώτη βόλτα μας

Είναι το σώμα μου αγκαλιά που την κουβαλάει ο άνεμος σαν φτερό
Το φιλί σου είναι η άμμος και τα σπασμένα γυαλιά στο στόμα μου
Έρχεται η θάλασσα σε κύματα 
επαναλαμβανόμενα 
σύμφωνα
ο συριγμός της 
στο δέρμα μου γράφεται και σβήνεται 
σεντόνι 
καλύπτει κι αποκαλύπτει το στέρνο μου θα σ´ αγαπήσω με την ίδια επιμονή.
Τα λέπια πάρε μαχαίρι και καθάρισέ τα. 
Με χαράζεις που και που.  Χαλάλι σου. 


Μπήκε στο σώμα σου μια συκιά που άνθισε χιονονιφάδες κι ύστερα κάρπισε και τρώω παγωμένα σύκα κόκκινα αιματηρά και τα σποράκια τους γλεντάνε στα δόντια μου και σε τραγουδώ καθώς η γλώσσα μου τα γλείφει ένα-ένα κι είναι ήδη η ασχολία μου αυτή πρώτη σκέψη πρωινή και τελευταία κι ένα σταθερό υπόβαθρο ημερήσιο πρακτική ετών και του μέλλοντος το παρόν μου 


Έχουμε κάτσει ώμο-ώμο και καθρεφτιζόμαστε στην απέναντι θάλασσα. 
Θαυμάζω την εικόνα σου και πότε-πότε βουτάω με τα ρούχα μου μέσα σου και σε κολυμπώ. 
Εσύ μασάς πασατέμπο και κουνάς τα πόδια σου ανέμελα ανακατεύοντας τον άνεμο. Το σώμα σου αναπνέει τ´ άρωμά του και χρυσίζει τα γύρω δέντρα και τη θάλασσα. 
Είναι η σκέψη μας κοινή κλωστή που ξεκινάει απ´ την κοιλιά μας και απλώνεται ως το φεγγάρι. 
Μας λέμε προαίσθημα σωστό. 
Μας λέμε δρόμο του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.
Μας λέμε ένστικτο και κλαδιά κισσού πλεγμένα και καταπράσινα. 
Κι είναι οι ώμοι μας ηλεκτροκολλημένοι πια κι είναι οι ανάσες μας συμπληρωματικές. 


Αποσπώ το χέρι μου στο ύψος του αγκώνα. 
Το αφήνω στην λακκούβα της μέσης σου. 
Βιδώνεις το δικό σου στο κέντρο μου να γίνει διονυσιακός φαλλός να γονιμοποιήσουμε την δύση με την πορτοκαλί της μήτρα. 
Τα ποδαράκια σου μ´ εκείνες τις γαλάζιες σαγιονάρες ανάμεσα στα όμορφα δάχτυλά πήραν τον δρόμο για το σπίτι μας. 
Τα μαλλιά σου στο λαιμό μου όπως από τότε που έβγαλα τον σταυρό για να τα έχω αδιαφιλονίκητο φυλαχτό μου. 
Τέσσερα δόντια μπροστινά δυο πάνω και δυο κάτω ροκανίζουν το στήθος σου ρέει το γάλα σου άφθονο και να το ωραίο βραδινό μας. 

Στο μαξιλάρι του στήθους μου γέρνεις το κοχύλι στο αυτί σου κι αποκοιμιέσαι κι εγώ χλευάζω τον θεό που είναι πιο μικρός κι απ´ την ελιά στο μαρμάρινο μάγουλο. 

Με τα μουδιασμένα μου πόδια ξυλοπόδαρα 
μας σηκώνω ψηλά για την θέα. 
Είναι δυο σώματα από κάτω μας 
ανακαλύπτονται
και φανερώνονται. 
Κατασπαραγμένα από την αρμύρα του σύμπαντος κόσμου κυνηγιούνται ηδονικά στ´ αστέρια ψάχνοντας τα πιο πεθαμένα απ´ αυτά να τ´ αναστήσουν. 


Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Παραμορφώσεις

Εσύ ήσουν ο χρόνος.
Εγώ φορούσα ρολόι.
Ε, συναντηθήκαμε κάπου.  Και τι έγινε;
Εσύ κύλησες προς όλες τις κατευθύνσεις.
Εμένα σταμάτησαν οι δείκτες μου.

Που να σε ψάξω;
Σε ποια εποχή;
Σε ποια γη;
Ήσουν ο χρόνος και δεν υπάρχεις.
Μόνο σαν παραμόρφωση στην μνήμη σε βίωσα.
Κάποια αστοχία υλικού στο φαιό μου.
Ένα μικρό τρύπημα στην συνέχειά μου
που έμπασε ποτάμια και θάλασσες
κι εξαφανίστηκε στα ακούραστα κύματά τους.



Εκπτώσεις

Έλα να συμψηφίσουμε τις αμαρτίες μας.
Εσύ να μου μιλάς για καμένα δάση σου.
Εγώ να σου λέω για τις μικρές μου αγωνίες.
Για όσα δεν κατάφερες να αγαπήσεις, εσύ.
Για όσα πάνω τους απέλπιδα ξοδεύτηκα, εγώ.

Θα φτιάξουμε μια ισόβαρη τραμπάλα
Θα παίζουμε. Δεν θα μιλάμε.  Μόνο θα παίζουμε.
Πάνω.  Κάτω.  Πάνω.  Κάτω.  Πάνω.

Θα έχουμε αχινούς κάτω από τα γυμνά μας πόδια
Θα 'χουμε και τον ήλιο να καίει τα κεφάλια μας
Θα ισορροπούμε
Κι όταν το θέλουμε θα στροβιλιζόμαστε
Χέρια και πόδια ανοιχτά
Θα δέσουμε σχοινιά στη μέση μας
και θα δώσουμε τις άλλες άκρες σ' ένα μεγάλο χέρι.
Θα συνεχίσει το τραμπάλισμα στον ουρανό
Θα γίνουμε ότι έπρεπε να είμαστε
όταν πουλούσαμε στις εκπτώσεις τη ζωή μας,
κι όπως έπρεπε, πριν πνιγούμε από το σκοτάδι
που κάθε μέρα στοιβάζονταν στις αδύναμες πλάτες μας.


Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Κτηνοτροφείο

Η μνήμη είναι ένα ζώο περίεργο.
Τρώει τις σάρκες των παλιών εραστών.
Προκαλεί πόνο σε ανύπαρκτες καρδιές
ακρωτηριασμένες από χρόνια.

Έτσι καμιά φορά σκέφτομαι
με το καύσιμο της να περιλούσω την ζωή μου
να της ανάψω τις ξεφτισμένες άκρες,
μουλιασμένα φιτίλια, 
και να την δω να ανατινάζεται τρώγοντας ποπ-κορν.

Περίεργο ζώο η μνήμη.
Πότε πέφτει σε νάρκη.
Πότε σκοτώνεται συγκρουόμενη μετωπικά
σ' ένα σώμα προσωρινό.  
Πότε ανασταίνεται ανέλπιδα. 
Συνήθως όμως βρικολακιάζει στην ντουλάπα της σοφίτας.
Κατεβαίνει τα βράδια και τρέφεται από το αίμα των ενοίκων.

Να γίνει χιόνι και βροχή η μνήμη
Να παγώσει στα ρούχα μας
Να παγώσει στα δάχτυλά μας
Να τα πετάξουμε στην φωτιά όλα να γλιτώσουμε.
Κι έπειτα να ψηλαφίζουμε μόνο με την γλώσσα.
Τον πάγο και το νερό και τα πρόσωπα.
Όλα να είναι φρέσκα, παρθένα, και αγνά. 
Σα να μην πέρασε ο χρόνος και να μη τα βίασε όλα
και να μην τα μόλυνε με την αναπνοή του.

Θα 'ρθει όμως κι η ώρα της.  
Η ώρα που θα την γδάρω. 
Να απολέσει το σιδερένιο της περίβλημα. 
Να τρέξουν τα κόκκινά της στις πλάκες.  
Να δούμε από τι είναι φτιαγμένη και πως τρέφεται.  
Να την ανατμήσω στα συνθετικά της:
σαπισμένη παιδικότητα,
ναρκισσευμένες οφθαλμαπάτες,
τυραννικές κανονικότητες,
λογικές παρανοήσεις,
σκόνες πολλές και αναθυμιάσεις.  

Έτσι καμιά φορά σκέφτομαι
με το περίβλημά της να περιζώσω τη ζωή μου
να ανάψω στις ξεφτισμένες άκρες
μουλιασμένα φιτίλια, 
και να την δω να ανατινάζεται τρώγοντας ποπ-κορν.   


Το φως

Αυτή η επιμονή σου είναι ακατανόητη.
Ξέχασαν τα χείλη.
Ξέχασαν τα μάτια.
Μόνο η μύτη μου ίσως λίγο αντιστέκεται.
Κι εσύ σ' αυτό το λίγο της όσφρησης
εμμένεις, και πατάς κι ανασυντάσσεσαι.
Κάθε φορά κι από το λίγο ξεκινώντας
θερίζεις ολόκληρες σοδειές.


Το σώμα κλείστηκε σε λήθηνο δωμάτιο.
Μόνο ψηλά του έχει μείνει ένας βόλος.
Συμπαγής.  Αιχμηρός. Μεταλλικός.
Αναπηδά στις πέτρες
και κάνει έναν θόρυβο που με τρυπάει ως πέρα.
Κι από το παιχνίδι του βόλου
κι από τα καμώματα του ήχου
έγινα διάτρητος.
Και δεν κρατάει μέσα μου ούτε φαγητό, ούτε νερό.
Και πάντα διψάω.  Και πάντα πεινώ.

Μόνο το φως καλοπερνάει πια στο σώμα μου.  
Μπαινοβγαίνει ανενόχλητο κάνοντας περίεργα σχήματα στο χώμα τα πρωινά
και στην θάλασσα το αδιάκοπτο βράδυ.

Αν συνεχίσει μ' αυτό τον ρυθμό η άτιμη σφαίρα
θα καταντήσουμε κι εσύ κι εγώ...φως.  


Προκειμένου

Άφησα ένα σημάδι μες τη θάλασσα.
Μια τρεμάμενη φλογίτσα.
Ένα καντήλι με ταγγισμένο λάδι
και φυτίλι παλιό. 
Την φύτεψα πριν χρόνια στη μέση του νερού. 
Περιμένει εκεί για χάρη μου. 
Ξεθεωμένη. 
Ασθενική. 

Τι κάνει μια φωτιά μοναχή μέσα σε τόσο νερό;
Και να το πλοίο που περνά και την αφήνει
Και να το ψάρι που τρομάζει και μακραίνει
Και δυο πουλιά που την κοιτούν ειρωνικά,
τέτοια επίμονη φωτιά και πεθαμένη,
τέτοια άσβεστη φωτιά 
τόσο βαθιά ναυαγισμένη;

Άμα τη δεις από μακριά μοιάζει με φάρο
όπως χορεύει στο μαύρο νερό. 
Μα αν πλησιάσεις, και κοιτάξεις καλύτερα,
θα καταλάβεις ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο 
από ένα απελπιστικό μήνυμα 
σ´ ένα μπουκάλι που μπάζει νερά. 


Το ποτήρι

Άλλαξε ο καιρός σήμερα.
Δεν ξέρω αν το παρατήρησες.
Βλέπω πουλιά να πετούν στο κέντρο της γης.
Σηκώθηκε αέρας παγωμένος και μάρμαρα κρέμονται από τα σύννεφα.
Θα πέσουν στα κεφάλια μας
ή θα γίνουν σκάλες σε προαύλια νεκρών σχολείων
κι αγάλματα στις πλατείες;
Ένα-ένα τα λουλούδια μας αποτεφρώνονται.  
Σκορπάμε τις στάχτες στους στον ουρανίσκο μας
και πίνουμε υποβρύχιο νερό
με μια κουταλιά βανίλια.

Φτάσανε οι μέρες που όλα τελειώνουν γρήγορα.
Που τίποτα δεν φαίνεται ατέλειωτο
και τίποτα δεν είναι παντοτινό.
Η βροχή αγαπάει το δέρμα μας και βδέλλα κολλάει πάνω του
Τα βήματά μας τρυπούν τα πεζοδρόμια,
περνούν κάτω από το δέρμα των πόλεων
κι ανακατεύουν τα έντερά τους.

Άλλαξε ο καιρός.  Το παρατήρησες;
Φύτρωσαν μαλλιά στα μάτια μας.
Ακούμε περισσότερο.  Βλέπουμε ελάχιστα.
Τα χέρια μας δεν χρησιμεύουν πια σε τίποτα.
Ούτε τα στόματα.
Ταΐζουμε τα κορμιά μας από τρύπες στην κοιλιά,
αλεσμένες συνειδητοποιήσεις.
Της καρδιάς μας της λείπει το αίμα.
Των πνευμόνων μας το οξυγόνο.
Των ημερών μας το φως.
Των παραθύρων μας το όνειρο.

Γίναμε χελώνες.  Απαθείς.  Νωχελικοί.
Σερνόμαστε σε σιτοβολώνες απέραντους
ανάμεσα σε στάχυα και μέρες επαναλαμβανόμενες
Άσκοποι.
Χωρίς παράπονα.
Σκορπώντας αόρατα θρύψαλα στο ξεραμένο χώμα.
Γκρι και ξανθό και ξασπρισμένες πέτρες.
Τα υπάρχοντά μας τέρατα φορτωμένοι.
Αψηφούμε πια καιρούς, αισθήσεις, μελωδίες, χρόνους.


Κρατάω στο χέρι μου ένα μεταλλικό ποτήρι.
Δεν ξέρω αν διψώ ή αν ζητάω να ακούσω τον ήχο του νερού στην κοιλιά του.
Ίσως τον ήχο του σώματός του όταν θα το αφήσω να πέσει στο μάρμαρο.
Κρατάω στο χέρι μου ένα σκονισμένο μαχαίρι.
Δεν ξέρω αν βαρέθηκα ή αν ζητώ να ακούσω τον ήχο του ακονίσματος στην κοιλιά μου.
Ίσως τον ήχο της λάμας του που σπάει στο μάρμαρο το αδολοφόνητο.
Κρατάω στα μπράτσα μου γερά τον κορμό ενός δέντρου.
Άλλαξε ο καιρός.  Με λύσσα φυσάει.
Και ο καθένας κορμός μπορεί να αποδειχτεί σωτήριος.
Για λίγη βόλτα ακόμη.  


Το λουλούδι

Είναι ένα λουλούδι
Είναι μια έρημος
Τόσο μικρό λουλούδι,
είναι να αναρωτιέται κανείς,
πώς κουβάλησε ολόκληρη έρημο στα πόδια του;
Κρεμάστηκε, τεμπέλα και αναίσχυντη,
στις κλώστινες ρίζες του
και λικνίζεται, αιώνες τώρα, αργά στην βάση του
αφήνοντας άμμο και σκόνη εδώ κι εκεί στον κόσμο.
Κι ούτε που ντρέπεται να στηριχτεί
σε λεπτότητες, ελπίδες κι όνειρα.


Είναι ένα λουλούδι.
Φύτρωσε στη μέση της πριν χίλια χρόνια
ένα απόγευμα του Ιουλίου
- θα 'τανε άνοιξη φαίνεται -
απρόσμενα και θρασύτατα.
Περίεργα πράγματα συνέβησαν τότε στον ερημικό ομφαλό.
Σκίστηκε το στεγνό χώμα και νερό γαλάζιο πετάχτηκε
να ποτίσει τον ελάχιστο κήπο.
Και μια άπειρα μικρή όαση στήθηκε γύρω του.
Με εύκρατο μικροκλίμα και προσδοκίες μεγαλείου.
Περίεργα πράγματα.

Και λίγο τα ξανθά νερά,
λίγο η τόλμη της νιότης του,
λίγο η θέρμη της ερήμου...
άνθισε
και μύρισαν αμμόλοφοι και ερημίες,
κι είπαν να πάρουν άλλο χρώμα,
παρατρεχάμενοι κόκκοι,
ξερά φρύγανα και υπομονές.

Κοίταξε το λουλούδι την εικόνα του
στην αντανάκλαση της λίμνης.
"Α!  Τι όμορφο που είμαι!" είπε και τεντώθηκε αυτάρεσκα.
Κι ένιωθε εκεί στη μέση της απέραντης μοναξιάς
πλάτανος αιωνόβιος,
κι είπε:
"Είμαι έτοιμο πια να σκιάσω την γη!"


Μα είναι μόνο ένα λουλούδι.
Ο μίσχος του κοντός κι αδύνατος.
Ο ίσκιος του φτενός.
Οι ρίζες του ρηχές.
Ο ανθός του αθώος κι άσοφος.
Κι αυτή του η ομορφιά,
μέσα στην τόση ερημιά,
ύβρις και ασέβεια.

Ο θεός για να το τιμωρήσει, το 'χει αφήσει εκεί, χίλια χρόνια.
Ούτε μαραίνεται, ούτε πεθαίνει, ούτε μεγαλώνει, ούτε κατακτά.
Αντιστέκεται άδοξα.  Περιμένει άδικα.
Κοιτάζει πότε την εικόνα του στη λίμνη και σκέφτεται πια μελαγχολικά:
"Τι καλά που θα 'τανε να ήμουν μόνο ένα λουλούδι...".