Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Κατ´ επίφασιν

Η στιγμή είναι ένα είδος σταγόνας. 
Η σταγόνα, ποσότητα ωκεανού. 
Τέσσερα χέρια αγκαλιάσαν
στην υποδιαίρεση το όλο. 

Το "μετά" είναι ένα είδος φαντασίας. 
Η φαντασία, εγγενής απάτη. 
Με διαρκείς επαγωγές
θα αποδείξω το αξίωμα. 

Η βροχή είναι παραλλαγή ζωής. 
Η ζωή, παραφθορά ανυπαρξίας. 
Διαρκείς αρνήσεις της, φτιάξαν
την κατ´ επίφασιν  ζωή μου.


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Επιτύμβιο

Πάει. Πέθανες πια. 
Ή έστω φτάνει στο τέλος το ότι πεθαίνεις. 
Ακόμα κι αυτό, είναι μια πρόοδος. 
Το συγκρίνω με τον μακροσκελή θάνατό σου,
χρόνια τώρα παρατεταμμένο και ατέλειωτο,
σαν χειροκρότημα κατάμεστης πλατείας
και σαν διακρότημα διαρκές που ανοίγει τρύπες στους πνεύμονες
και δυσχεραίνει την δυνατότητα να ζει κανείς,
ή έστω να μη ζει,
όπως η άπαξ και δια παντός εκπυρσοκρότηση επιτρέπει. 

Σα να λέμε δηλαδή,
ευχολόγια και προσευχές αυτιστικές,
και σα να πιστεύουμε 
στον αδύνατο, αόριστο έναν,
αντί του περιγραφικότατου καθρέφτη μας. 

Πέθανες πια, λέω στα πλήκτρα. 
Να ένας ευφάνταστος τρόπος να σιγουρέψεις την απόσταση 
μεταξύ αλήθειας και ψέματος
Κλικ και κλικ και μετά κι άλλα πολλά 
σαν ήχοι αρθρώσεων που σπάνε
και με κάθε σπάσιμο θρυμματίζουν ασφαλέστερα το αυθυποβληθέν αδύνατο. 

Λες και γνωρίζει από αδύνατα κι απίθανα η ανείπωτη λέξη. 


Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Το Κόκκινο σπίτι

Κάποια στιγμή θα είναι σα να μην υπήρξαμε.
Δεν θα μας ξέρει κανείς.
Δεν θα μας έχει δει.
Θα σβήσουμε μέσα στην μνήμη όπως τα παιδικά μας χρόνια
κι όπως εκείνο το αγοράκι που απ' τα τέσσερα όριζε το γήρας.

Κανείς δεν θα ξέρει για το σπίτι στο Διοικητήριο.
Κανείς δεν θα 'χει ακούσει τα σκαλιστά τραγούδια.
Τα βήματα που πατήσαμε σ' αυτή την πόλη που ζει ανάμεσά μας,
θα μας προδώσουν.
Εκείνη θα μας βρει.  Θα μας τυλίξει.
Θα ενσωματωθούμε στον οργανικό ιστό της.
Θα μας μασήσει, θα χτίσει επάνω μας, και θα ξεχαστούμε.

Φυλλορροεί κάθε μέρα η παρουσία.
Κερδίζει ο χρόνος και τα μέτρα δεν αποσταίνουν ποτέ.
Το έλασμα που κάποτε συσπάστηκε τώρα χαλαρώνει.
Χαλαρώνουν και τα μέλη που αγκαλιάστηκαν.
Όλα είναι πιο ασαφή.  
Ο πόνος, η χαρά, η αγάπη και ο πόνος,
όλα μόρια της κόκκινης λάσπης
κι ακόμα ένα τούβλο στο σπίτι που όλο υψώνεται,
και γκρεμίζεται, και ξανά-υψώνεται,
και κανείς δεν βλέπει τα συστατικά του.
Μόνο ένα έξωθεν περίβλημα που σε τίποτα δε θυμίζει
τον έναν ή τον άλλο
ή τα παράλληλα χτυπήματα που κάποτε δικαίωσαν τις ζωές μας.



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Μικρές γεωφυσικές υποθέσεις

Είναι ένα σύννεφο απλωμένο μαντήλι
πάνω στο βουνό.
Είναι ένα βουνό απλωμένο χέρι
πάνω στη θάλασσα.
Είναι η θάλασσα μια άκρη του κόσμου,
στην άλλη αόρατη εσύ.
Λέω,
να βρέξει στο χέρι
να γεμίσει η θάλασσα
ν' απλώσει
και να γείρει ο κόσμος προς το μέρος σου.

Ταίναρον ή "δεν εδεσμεύτηκα"


Το πρωί δεσμεύτηκα να φύγω. 
Να γίνω...
Φύλακας φάρος του Ταινάρου
να κοιτάζω
τα καραβοτσακισμένα πόδια μου
τα τεθλιμμένα βράχια
τους θυμωμένους αφρούς
τα ανήσυχα νερά
τα ξερόχορτα στα βουνά
τις αγριομέλισσες πολυάσχολες,
να γίνω
το κόκκινο χώμα
το αρχαίο μωσαϊκό
το σιδερένιο πορτί που σκούριασε
το ισχυρό κονίαμα στις πολεμίστρες,
να μείνω
πειρατής
να εισπράττω διόδια
εδώ στην έσχατη μύτη του κόσμου,
να περιμένω
τον Ηρακλή να ξανάρθει
να φυλάω
με την πλάτη μου τον Κέρβερο,
να ανοιγοκλείνω
το μάτι στα μελλούμενα πλοία
και τα γεγονότα.

"Όμως δεν έμενα τοιούτος διόλου."

Ελγίνεια

Μοσχοβόλα τα τείχη
μα απροσπέλαστα. 
Προδότρια η φωτογραφία
κι η παγιωμένη εικόνα. 
Ούτε άρωμα, ούτε αισθήσεις
κουβάλησε στην τσέπη μου.

Βέβαια, δεν φοβάμαι πια. 
Κεντημένη λεπτομερώς στη γεωγραφία του κόσμου
κατάστικτη στου σώματός μου την τοπογραφία
βελονιασμένη 
κι όμως...
αποσχηματισμένη πλήρως,
ασώματη,
ευτυχής,
όπως οι μακρισμένοι τόποι,
τα ζαχαρένια κουκλόσπιτα και οι φαντασίες.

Στο ξεμόνι που ´χτισα εδώ,
όταν βασίλεψε η εικόνα στη θάλασσα,
για να βρεθεί σε άλλο ξερονήσι 
και να λατρευτεί κι εκεί όπως εδώ,
μετράω έτη και έτη εν πολέμω,
και τα χίλια βήματα της πέτρας
απ´ το βυθό ως την ακτή,
πριν τη ζυγίσω στο χέρι μου
και την τινάξω πίσω.

Ύστερα παίρνω τη δική σου
που είναι πάντα βαρύτερη,
πολύ βαρύτερη,
παγούρι στους ώμους μου
να με δροσίζει στη μεγάλη ανηφόρα του κόσμου.
- Γιατί μ´ αγαπάς; με ρώτησες μια νύχτα στ' όνειρο.
- Μα... επειδή σε κουβάλησα.
Σα να λέμε δηλαδή, με την απληστία του Έλγιν.

Πλατεία Ομονοίας

Φύλλα ξερά κροταλίζουν στις πέτρες.
Βουίζει ο αέρας στις κορυφές των πύργων.
Αναστενάζει η νύχτα.
Στο μανιασμένο τοπίο οι ράχες τεντώνονται ηλεκτρισμένες 
κοιτώντας για το ουράνιο χάδι.

Άνοιξα το παράθυρο να μπει μέσα όλος ο καιρός. 
Στάθηκα στο μισό μπαλκόνι. 
Το σώμα αφέθηκε στο σημείο. 
Τα μαλλιά μπλεγμένα στα φρύγανα και τα σκοτάδια. 
Έσκυψα.
Κρέμονται από κάτω κουρασμένες Ηλέκτρες στο περβάζι.
Ξεχαρβαλωμένες στις κλειδώσεις τους. 
Ιστία συρμάτινα.
Και το σχοινί της έπαρσης
να μαστιγώνει τον στύλο του ξεδιάντροπα.
Γερασμένες, αναποδογυρισμένες νυχτερίδες αιωρούνται στο κενό. 
Το αρχαίο υπνομαντείο ατενίζουν
μπλε και άσπρα και πλοία.
Τέσσερις ακροβάτες κρατάνε τη σκεπή του
γιατί εγώ κουράστηκα πια, κουράστηκα,
κι άσε αυτούς να κουβαλάνε τα έτερα βάρη μου.

Δίπλα στον θίασο αυτό θυμάμαι.
Μόνο να θυμάμαι πια μπορώ. 
Ηλέκτρα κι εσύ.
Θυμάμαι την αρένα της κοιλιάς σου.
Τα υπόγεια κάτω απ´ αυτήν και τις ετοιμασίες μου.
Την αγωνία και την ένταση πριν τη μάχη.
Τα ιδρωμένα πήγαιν' έλα
και τα μεταλλικά σφυρίγματα του ξίφους.
Τους φαιούς αποκεφαλισμούς μου πάνω της και χαίρε!

Τώρα, ο έρωτας κοιμάται διπλωμένος στα σκαλιά,
σε κάποια πλατεία Ομονοίας κάθε βράδυ,
άστεγος και ρακένδυτος.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Προσοχή

Μερικοί νομίζουν πως είσαι πρόσωπο. 
Ζηλεύουν τα κάλλη σου,
εξοργίζονται μαζί σου. 
Ίσως ακόμα και να σε μισούν. 
Για το σπίρτο που έβαλα φωτιά 
στη ζωή μου 
και την έκαψα,
μιλούν και φτύνουν. 

Μερικοί νομίζουν 
πως βλέπουν τα πυκνά μαλλιά σου
τυλιγμένα στα χέρια μου
σαν συρματόπλεγμα αγκαθωτό. 
Τις χαρακιές 
στα γόνατά σου ύστερα,
το γενναίο ράμμα 
στα χαμηλά της κοιλιάς. 
Καμιά φορά νομίζω τα βλέπω κι εγώ αυτά.

Απορούμε απαξάπαντες,
εαυτοί, γνωστοί και φίλοι, 
με την κούφια επιμονή μου
να ενσαρκώνω 
επί σειρά ετών κι ερώτων
σε σώματα και όμοια αλλότριες ζωές
το διαθλασμένο ακτίνωμα του ήλιου σου. 

Κάποιες φορές ακυρώνεται
τρόπον τινά, 
το άξιο της απορίας. 
Θωμάδες ψηλαφίζουν τα σημάδια σου
στο σώμα μου και
στο κενοτάφιό σου παίρνουν την εκδίκησή τους.  

Κάποτε μάλιστα μαρμαρώσαμε όλοι. 
Τρομοκρατημένοι μην τύχει κι είσαι αληθινή,
σε χαρτογραφήσαμε. 
Λεπτομερώς...
"Λες να μην είναι παρά μόνο 
μια πολύ προσωπική παραμυθία;" αναρωτηθήκαμε. 
"Μη τυχόν και δεν έχουν δίκιο 
οι μητέρες-Κασσάνδρες 
με τις δυσοίωνες βεβαιότητες,
πως τάχα το αέρινο μέλλον 
βαραίνει πιο πολύ από το χωμάτινο παρόν;"
Όχι. 
Αποκλείεται κάθε ευτυχές σενάριο. 

Πυκνές μορφές συνωστισμένες 
στο αισθητικό μου πεδίο φτιάχνουν
έναν πίνακα πολύχρωμο. 
Με περικυκλώνουν 
και δεν μπορώ να σε δω πια 
ευτυχώς. 
Απέχουμε, που λες, 
πολλές εικόνες
πολλές μέρες
πολλές θάλασσες
πολλές ζωές 
που ωχριούν αισχρά 
μπροστά στο όνειρό μου για σένα. 

Κάποιοι νομίζουν πως είσαι γυναίκα με αίμα. 
Κάποιοι σε βλέπουν να περπατάς. 
Να μιλάς. 
Να συναλλάσσεσαι. 
Να ερωτεύεσαι. 
Να οδηγείς το κληροδότημα. 
Να περπατάς στις μικρές λεωφόρους
μ´ ένα ζευγάρι γκρι σταράκια. 
Να αναπνέεις τον συνεταιρικό μας αέρα. 
Πλανημένοι κι αυτοί. 

Πόλεις πολύβουες, 
χιλιάδες αυτοκίνητα,
άνθρωποι μυρμήγκια, 
βουνά και θάλασσες
σε κύκλωσαν και ορίζουν τη μορφή σου. 
Κι όπως με τ´ άπειρα χέρια τους
σε αγγίζουν 
σε βλέπω αόρατη 
κι αιωρούμενη σαν εικόνα αγίας
σούρουπο σε ξωκκλήσι. 
Όλα γύρω σου σε περιγράφουν
όπως οι τελείες τις μορφές του Σερά. 
Μα δεν καταλαβαίνει κανείς τι είσαι. 

Είσαι το κενό διάστημα ανάμεσα σε όλα τα πράγματα.