Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η πόλις των τεράτων ΙΙ

Τώρα, των ημερών μου ο χρόνος
με πάει 
σ' ένα δωμάτιο 
μ' ένα κούτσουρο κοπής στην γωνία. 
Πάνω σ' αυτό το καθαρό σφαγιαστήριο
γέρνω το κεφάλι μου
να κοιμηθώ. 
Στον ύπνο μου έρχεται η γιαγιά μου και με ξυπνάει. 
Γιε μου!
Πάρε των ημερών σου τον χρόνο
κι άλλο πια μη πελεκάς ζώντες και νεκρούς 
συνάμα. 

Μια καρότσα γεμάτη αιχμηρές σκουριές 
μας σέρνει οπαδούς και ασχέτους,
λικνιστικά κι άλλοτε βίαια. 
Πού να πιαστούμε, που 'ναι κατάφυτη
λαμαρίνες και τρύπες και καρφόφιλα;

Γιε μου!
Άσε κάτω τον μπαλτά, άσε και τα χέρια σου. 
Πώς θα μοιράζεις τις πίκρες σου αντίδωρα χωρίς;
Και πως θα περπατάς στων ημερών σου το χρέος;

(Κι ύστερα γιαγιά, ύστερα;)
Πώς θα γράψεις το άγραφο και πώς θα κόψεις
τούτο το δέντρο το σοφό 
που 'ναι σωστό θυσιαστήριο;

(Κι ύστερα γιαγιά;)
Πώς θα ετοιμάσεις της ζωής σου το μεγάλο μακελειό
και πώς το ψέμα σου;

Σ' αυτή την πόλη των τεράτων
δεν γνωρίζει κανείς ποια μάσκα είναι πιο τρομακτική:
του διαβόλου, του θεού, ή η δική μας. 


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Η πόλις των τεράτων Ι

Περπατά ο θεός σημαιοφόρος. 
Αν υπήρχε, 
πρώτος αυτός θα έμπαινε
στην κόλαση του άγιου Ιούδα. 
Πίσω του εγώ. 
Έχω λιμάρει όλα τα κλειδιά,
και των συντρόφων μου τα γόνατα
τρυφερά. 
Δε με κρατάει πια καμία πόρτα,
μπαίνοντας,
με αφημένη την πάσα ελπίδα. 

Σ' αυτή την πόλη των τεράτων
δεν γνωρίζει κανείς ποια μάσκα είναι πιο τρομακτική:
του διαβόλου, του θεού, ή η δική μας. 


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Το δέντρο που έρχεται

Σκέφτομαι τελευταία εκείνο το δέντρο που περπατάει
Περνά συχνά, πρώτο πλάνο, στα άτσαλα όνειρά μου κι έχει κάτι μάτια περίεργα
Εξεταστικά με κοιτούν περιεργαζόμενα την απαρηγόρητη θλίψη μου
Λες και κανείς στον κόσμο δεν πόνεσε περισσότερο
Λες και να ´χει κάποια σημασία αυτό για την αξία της σχετικής μου ακινησίας

Κι όπως περπατά στον δρόμο που κάποτε μου αναλογούσε σκέφτομαι
Αν για παράδειγμα πιαστώ στα τρυφερά κλαδιά του
Αν ίσως δαγκώσω τις εξέχουσες ρίζες του
Αν καρπωθώ έναν-δυο από τους περιπατητικούς καρπούς του
Μήπως απαλλαχθώ απ´ το κακοφορμισμένο όνειρο της φυγής μου

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Τα χτενάκια

Τίποτα πια δεν είναι θαυμαστό στον κόσμο. 
Τίποτα παρά μόνο ο τρόπος που χτενίζεις τα μαλλιά σου. 

Κι εγώ ο άχρηστος επιτέλους, 
τί υψηλό σκοπό που βρήκα στη ζωή μου!
Θα ετοιμάζω τα χτενάκια σου για την επόμενη φορά. 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Αναπνευστήρες

Ευλογημένες οι ανορθογραφίες του ονόματός σου. 
Ζωτικές αμαρτίες, αναπνευστήρες χρωματιστοί. 
Στα κεφαλαία και στους τόνους του ξαποσταίνει 
και κρύβεται ακόμα η δειλία μου. 

Αδιάκοπη κι η ζωή, κυλάει στο χάσμα 
ανάμεσα στις ορθόδοξες προθέσεις 
και τις ανορθόδοξες πράξεις μας, 
νεράκι που μεγάλωσε και μας πλημμύρισε. 

Αναστημένοι σε καινούργιες παραλληλίες, 
ασύμπτωτοι κολυμβητές στο μάταιο ρεύμα, 
μαζεύουμε όπως-όπως τις επιθυμίες μας 
και κυλάμε προς τη μεγάλη θάλασσα. 

Ψιλοσοφικό χαϊκού

Χωρά το νόημα της ζωής 
σ´ ένα ζευγάρι σταράκια. 

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο

Είχε διάφανα μάτια, διάφανα.
Λαμπύριζαν μέσα αστέρια και κύματα.
Είχαν πουλιά, χελιδόνια και πέρδικες.
Κρυστάλλιζαν πάνω ποτάμια και κρήνες.

Ήταν χρυσά τα μαλλιά, χρυσά.
Πολύτιμα μες τον ανάξιο κόσμο.
Κλωστές κεντημένες σε κεφάλι και ώμους.
Χόρευαν πάνω φώτα, ήλιοι, φεγγάρια.

Άνοιξε η θάλασσα κι ακούστηκε.
Φύσηξε ιώδιο, όνειρο, πάφλασε η καρδιά.
Άνοιξη άγρια, μέλι έσταξε στα δάχτυλα.
Ένα λεπτόμεσο λουλούδι άνθιζε.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Σαράντα

"οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών"Ομήρου Ζ, 146.


Εν τω μεταξύ μεγάλωσε.
Δεν έγινε ο άντρας που φαντάστηκε.
Φοβάται πάντα στο φως της ημέρας.
Αναρωτιέται πως γράφεται
το παράξενο γκρι στο κεφάλι.

Τα κεντημένα χρώματα του πανιού αποστήθισε με τα δάχτυλα,
χωρίς να καταλάβει τη λειτουργία τους.
Ο δισύλλαβος πατέρας αναγραμματίστηκε εντέχνως, αλλά φευ!
Πυκνά σκουριασμένα μαλλιά σιβυλλικά.
Μόνο το σώμα έγινε βρύση κι όλο στερεύει.

Γραμμένα ήταν στα χέρια, των προγόνων όλα τα ριζικά.
Με αυτό τον χάρτη πορεύεται
και μ' αυτόν χάνεται.
Όλα γραμμένα λεπτομερώς στα χέρια του.
Στο σώμα του συμπερίληψη γενεών επτά,
με αλλαγμένα μόνο τα ρούχα του βασιλιά.

Κάπως έτσι,
το αργόσυρτο βήμα του μονοκύτταρου σύμπαντος,
βλέπει την διαδρομή
απ' την προαιώνια σούπα ως τον ανοιχτό ουρανό.
Αργά, βασανιστικά, ματωμένα.

Σ' αυτό το κυκλικό ταξίδι
μπορεί
μετά από χιλιάδες γεννοθανάτους
να επιστρέψει στην αρχαϊκή του μορφή
ξυπνώντας ένα πρωί στην σαρκοφάγο του,
κατανοώντας στον ύπνο του,
πως η ζωή είναι ένα φύλλο που πέφτει.


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Του φιλιού

Έζησε μια ζωή κανονική. 
Έναν έρωτα σπιτικό. 
Είχε φίλους και αμάξι. 
Είχε χέρια να τον αγγίζουν
και μάτια να τον κοιτούν. 
Αγάπησε σαν άνθρωπος λογικός. 
Μίσησε. Έφαγε. Ήπιε. 
Πέθανε ευτυχής και ήσυχος. 

Από την κόλαση βέβαια τον έσωσε ένα. 
Δεν φίλησε ποτέ πια. 

Τουλάχιστον γλίτωσε από την εκπόρνευση του φιλιού.