Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η άλλη μεριά

Βρέθηκα για λίγο στην άλλη μεριά του ποιήματος
Μια νεκροζώντανη γάτα που συνειδητοποιεί το παράδοξο
Και λέω πως έτσι έζησα και δεν έζησα όλη τη ζωή μου
πολύ νεκρός και λίγο ζωντανός
πολύ ποιητής και λίγο ποίημα
εραστής και ερώμενος
άσχημος και όμορφος
ανεπαρκής πολύ και λίγο αρκετός
μ΄ όλα τα αντίθετα συμπληρωματικά μέσα μου.

Κι είναι, λέω, παρ' όλ' αυτά περίεργη αίσθηση
η άλλη μεριά του ποιήματος
τόσο περίεργη.

Δεν φαντάζομαι να 'ναι τόσο περίεργη
η άλλη μεριά της ζωής.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Περί πλάτους

Την θυμάμαι αυτή τη μέρα
Το φρεσκογκρεμισμένο σπίτι μου
Κάτι κομμάτια τοίχων κρεμασμένα στους ώμους
Να τα σέρνω περπατώντας στην άδεια παραλία
Θυμάμαι που ´θελα να πνιγώ
Βολική η παραλία
Εξυπηρετικοί οι τοίχοι

Μα έλα που τα προδοτικά πόδια μου
άντεξαν
το βάρος των τειχών
και το πλάτος της θάλασσας. 

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Ο ξενιστής


Κυριακή βράδυ η πόλη είναι άδεια.  Η κίνηση ελάχιστη.  Λίγες ψυχές στο δρόμο.  Συνήθως με γειρτούς ώμους και τα χέρια στις τσέπες.  Τα πεζοδρόμια γυαλίζουν από τη λεπτή υγρασία, και το κρύο τα κρυσταλλώνει και τους δίνει μια λάμψη καινούργιου.  Γλιστερή και επικίνδυνη.  Στη Ναυαρίνου μια κοπέλα κλαίει με σκυμμένο κεφάλι στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.  Επιβραδύνει το βήμα του.  "Είσαι καλά...;" της λέει χαμηλόφωνα.  "Καλά είμαι" απαντάει με γλύκα.  

Κυριακή βράδυ πηγαίνει στα μπουρδέλα.  Οι συνήθειές του λες πρέπει να ταιριάζουν με τη ζωή του.  Κάνει πρώτα μια ήσυχη βόλτα στην περιοχή γύρω από τα δικαστήρια.  Του αρέσει η βρωμιά στους δρόμους.  Τα σκοτεινά σοκάκια.  Η υγρασία που 'ρχεται από το λιμάνι αυτές τις χειμωνιάτικες νύχτες σε προλαβαίνει όσο κι αν τρέχεις.  Μπαίνει βαθιά στα κόκαλα και το μεδούλι σου.  Πουτάνες, τραβέλια, νταβάδες μπαινοβγαίνουν σ΄ έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο καμβά.  Άλλοτε τους ακούει και τους βλέπει, κι άλλοτε όχι.  Άλλοτε γίνεται μέρος του τοπίου, κι άλλοτε σκληρός παρατηρητής του.  Όταν τον πιρουνιάσει καλά το κρύο χώνεται στο κοντινότερο σπίτι.  Έτσι για να λέει ότι μπήκε για να ζεσταθεί.  

Στο κρεβάτι ποτέ δεν ξαπλώνουν οι δυο τους.  Όσο θυμάται τον εαυτό του, ποτέ δεν ξάπλωσε μόνος να κοιμηθεί με γυναίκα.  Πάντοτε στο μυαλό του καρφώνονταν ένα σωρό άλλα πρόσωπα και σώματα δίπλα στο κορμί που προσπαθούσε κάθε φορά να του δοθεί ή να τον πάρει.  Προτιμούσε πια τις πουτάνες.  Ήταν οι μόνες που έβλεπαν το τσούρμο που κουβαλούσε με κάποια σχετική συμπάθεια, και δεν τους πείραζε τόσο.  Το φιλόξενο μουνί τους χωρούσε νάρκισσους και ανασφαλείς.  Αβάσταχτα μόνους και μονίμως συντροφευόμενους.  Τους ξενιστές και τα παράσιτά τους.  Κάθε φορά που ξάπλωνε με μια τους, άφηνε να βγαίνουν από το σώμα του τα κρυμμένα φριχτά πλάσματα που τον υπόλοιπο καιρό κάλυπτε με το δέρμα του.  Με τα πρώτα φιλιά χέρια ξεπρόβαλλαν από τα πλευρά και το στομάχι του.  Στα γόνατα στόματα δάγκωναν και φιλούσαν όπου βρίσκαν.  Κι αργότερα νύχια, κι άλλα στόματα, φωνές διάφορες και μάτια!  Πόσα μάτια!  Άνοιγαν όλα τους μια τρύπα στο στομάχι του και ξεχύνονταν στο δωμάτιο που μύριζε ιδρώτα και σπέρμα. Ακροβολίζονταν στις γωνιές του ταβανιού και κοιτούσαν αχόρταγα, κοιτούσαν με πάθος πιο μεγάλο κι απ' το πάθος των χεριών πάνω στους γλουτούς και τα χυμένα βυζιά, πιο μεγάλο κι από τα δάχτυλα που λαίμαργα παραβίαζαν τον ζεστό κόλπο.

Μάταια άνοιγε κι αυτός τις σάρκες του, όπου μπορούσε κι όπου έφταναν τα χέρια του, να βγουν όλα αυτά τα σκοτεινά πλάσματα και ν' αφήσουν το κουφάρι του ήσυχο για λίγο.  Όσο έσκαβε τόσο περισσότερα ξεφύτρωναν και στριμώχνονταν στην πεπερασμένη επιφάνεια του σαρκίου του.  Ύστερα ξεχύνονταν στο δωμάτιο ψάχνοντας μια καλή θέση για να εποπτεύουν την πράξη με λαχτάρα ηδονοβλεψία.  Κι όσο έβλεπαν τόσο του ρουφούσαν το αίμα.  Κάποια κορίτσια τον συνέδραμαν πολλές φορές.  Κάρφωναν την πλάτη του με μακριά κόκκινα νύχια.  Ξήλωναν κομμάτια δέρμα από τους μηρούς του.  Δάγκωναν όπου έβρισκαν και έβριζαν!  Έβριζαν με λόγια ακατάληπτα σα να ξόρκιζαν τα πρόσωπα και τις φωνές και σα να τα καλούσαν να βγουν όλα έξω από το σώμα του και να το αφήσουν επιτέλους ήσυχο για ένα λεπτό.  Και ήσυχο και μόνον δικό τους.  Ήταν συνήθως μελαγχολικά κορίτσια.  Με κομμένο το ένα τους στήθος.  Με μαλλιά που καίγονταν συνεχώς και τους δίναν μια λάμψη εξώκοσμη στα κατά τα άλλα αδιάφορα και χλωμά πρόσωπά τους.  Είχαν ξυράφια για δάχτυλα και αδιανόητα τρυφερές καρδιές.  Όταν πέφταν με τον πελάτη τους, χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο το μετασχημάτιζαν σ' εκείνο του αγαπημένου τους, που ποιος ξέρει που βολόδερνε.  Με ξυραφίσματα γρήγορα και ακριβή, κόβαν δέρμα, μαλλιά, γωνίες και σε μισό λεπτό τον φέρναν εκεί μπροστά τους.  Ατόφιο.  Ολόιδιο.  Και αιμάτινο.  Ύστερα κατηφορίζαν στο στήθος του.  Το ανοίγαν.  Ανοίγαν και το δικό τους και αντάλλασσαν αίματα και καρδιές για το τέταρτο, το μισάωρο που αναλογούσε η ταρίφα.

Αυτά τα κορίτσια τ' αγαπούσε ιδιαίτερα.  Με αλλαγμένο πρόσωπο, με άλλη καρδιά και για εκείνο το τέταρτο, τα πλάσματα εντός του και εκτός του σα να έχαναν για λίγο το στίγμα του. Τα 'βλεπε με τα κρυφά του μάτια να αλαλάζουν γύρω του.  Έντρομα να ψάχνουν τον ξενιστή τους.  Κάποια να φεύγουν πανικόβλητα εκτός του δωματίου σε αναζήτηση άλλου. Κάποια να ουρλιάζουν και να ασφυκτιούν.  Κάποια να καίγονται, να γίνονται στάχτη. Το κουρασμένο του σώμα τότε ανάσαινε για λίγο.  Έτσι όμορφο, σφαγμένο και κενό, όπως κείτονταν στο κρεβάτι.  Απαλλαγμένο απ' όλα τα πρόσωπα, τα μάτια, τις φωνές.  Και πάντα, κάθε φορά, έκανε να βγάλει κραυγή χαράς.  Να τσιρίξει στο αυτί της χλωμής κοπέλας.  Να της πει ένα ευχαριστώ.  Να την φιλήσει.  Και τότε, ακριβώς σε εκείνη την οριακή στιγμή πριν τη χαρά, αντί κραυγής, έβγαινε απ' το λαιμό του, από το πιο βαθύ σημείο του, το πρόσωπό της. Όχι!  Όχι.  Δεν ήταν πρόσωπο.  Ήταν δυο μάτια και δυο χέρια.  Δυο χέρια δυνατά που πιάναν τον λαιμό του από μέσα και τον σφίγγαν.  Στην αρχή τρυφερά και μετά πιο δυνατά. Πιο δυνατά.  Πιο δυνατά.  Πιο δυνατά...

Όταν ξαναέβρισκε τις αισθήσεις του ήταν πάντα κάθιδρος και αρτιμελής.  Ούτε αμυχή δεν είχε στο κορμί του.  Ούτε μώλωπα.  Κανένα πλάσμα, κανένα πρόσωπο, κανένα τέρας δεν υπήρχε στο δωμάτιο.  Που πάει να πει όλα τα είχε μέσα του ακέραια.  Και δίπλα πάντα έμενε μια κοπέλα με καμένα μαλλιά, χλωμό πρόσωπο, όμορφο σώμα και σπασμένο λαιμό.

Υπόσχεται σήμερα να πάει μόνο για βόλτα.  Να μην μπει στα ζαχαρένια σπίτια.  Δεν αντέχει άλλες χλωμές κοπέλες στο σώμα του.  Δεν αντέχει άλλο το αβαρές τους σώμα να σέρνει όπου πάει.  Ίσως μόνο μια μικρή βόλτα.  Τα κόκκινα φώτα είναι τόσο μεθυστικά.  Κι αυτοί οι δρόμοι έχουν βγάλει χέρια και τον σπρώχνουν προς το λιμάνι.  Μια βόλτα, τι πειράζει;  

Άλλωστε, είναι Κυριακή βράδυ και η πόλη είναι άδεια.  Η κίνηση ελάχιστη.  Λίγες ψυχές στο δρόμο.  Συνήθως με γειρτούς ώμους και τα χέρια στις τσέπες.  Τα πεζοδρόμια γυαλίζουν από τη λεπτή υγρασία και το κρύο τα κρυσταλλώνει και τους δίνει μια λάμψη καινούργιου. Γλιστερή και επικίνδυνη.  Στη Ναυαρίνου μια κοπέλα κλαίει με σπασμένο λαιμό και καμένα μαλλιά, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.  Επιβραδύνει το βήμα του.  Είναι καλά;  "Είσαι καλά...;" της λέει χαμηλόφωνα.  "Καλά είμαι." απαντάει με γλύκα.  Κι έπειτα με φωνή μεταμορφωμένη, τραχιά και γρατζουνισμένη, στο κινητό της:  "Δεν μας αξίζει αυτό που ζούμε ρε μαλάκα...".



Ελάχιστες Ιστορίες - Το σπίτι στο Βαθύ Χωριό


Η κόρη μου κοιμάται ακόμα, στο δωμάτιο των παιδικών μου χρόνων.  Όλο το βράδυ με νανούριζε η ρυθμική της ανάσα κι όμως δεν κατάφερα να κοιμηθώ βαθιά. Έμεινα σ' εκείνη την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Κι οι δυο μας ξαπλωμένοι στο αυτοσχέδιο κρεβάτι. Ένα στρώμα κατάχαμα, στη σάλα που λειτουργεί πια σαν τραπεζαρία και καθιστικό ή υπνοδωμάτιο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Αγκαλιασμένοι από δυο παλιές κουβέρτες κι ένα συνονθύλευμα παλιών επίπλων κι αντικειμένων, φωτογραφιών, οσμών.  

Αυτός εδώ ο χώρος υπήρξε το παντοπωλείο του παππού. Πουλούσε σουτζούκια, φακές, ρεβίθια, τουρσί, τυρί που το προμηθεύονταν από τον βλάχο. Όταν έμπαινε στο μαγαζί άφηνε την ξινισμένη μυρωδιά του για ώρες. Ταγκίλα, βαριά μυρωδιά ζώων και γάλακτος. Ήταν ο λόγος που απεχθάνονταν τα γαλακτοκομικά η μάνα μου. Το παντοπωλείο είχε και λίγα τραπέζια. Έβγαζε μεζέ παστό, ελιά, ντομάτα και τσίπουρο. Εδώ μέσα μεγάλωσε κι αυτή. Εδώ πέρασα κι εγώ τα παιδικά μου καλοκαίρια, όταν πια ο χώρος έγινε σαλόνι με λαχούρ καφέ-πορτοκαλί καναπέδες και τραπεζάκια από ξύλο τριανταφυλλιάς και μαρμάρινο καπάκι με γκρι νερά.  

Δεκάδες άνθρωποι που πέρασαν απ' αυτούς τους τοίχους, αφήσανε το αποτύπωμά τους παντού. Τους μυρίζω. Ακούω τις φωνές και τους ψιθύρους τους. Τα κουρασμένα χέρια τους πάνω στα ξεχαρβαλωμένα τραπέζια του καπηλειού. Τα τσουγκρίσματα των ποτηριών τους. Τα συρσίματα των καρεκλών και τις πνιχτές, μεθυσμένες καληνύχτες. Τα ξαπλώματα στα ξεκοιλιασμένα στρώματα και τα πονεμένα σώματά τους.  

Και πιο παλιά. Τούρκικα παραγγέλματα μαστόρων που φτιάχνουν τους χοντρούς τοίχους με πέτρες και λάσπη. Τη ζέστη του κάμπου. Τη δροσιά του νερού στους ιδρωμένους λαιμούς τους. Τ' αγκαλιάσματά τους, τα βράδια του καλοκαιριού. Τα κλάματα των νεογέννητων που πρωταντίκρισαν αυτό εδώ το δωμάτιο το αρχαίο. Τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα συντήρησαν στους τοίχους του χιλιάδες αδιάφορες ιστορίες. Τις μουμιοποίησαν. Τις κονσερβοποίησαν. Και τις μασάνε αργά και σταθερά μέσα στις σκονισμένες δεκαετίες. 

Ακούω ακόμα το συρτό τρίξιμο της πόρτας και τα βήματα της γιαγιάς μου. Μυρίζω το λουλάκι και το τσιγαρισμένο κρεμμύδι στα χέρια και τα ρούχα της. Έρχεται να δει αν ξυπνήσαμε εγώ κι αδερφή μου. Να φέρει το αυγό να φάμε πρωινό. Να πιούμε το κατσικίσιο γάλα με το ζόρι και με κλειστή τη μύτη. Να βγούμε στην αρχή μπουσουλώντας μέχρι τον προθάλαμο, κι αργότερα χοροπηδώντας έξω στο μαχαλά, να παίξουμε. 

Σηκώθηκα προσεκτικά μην ξυπνήσω το κορίτσι μου και πήγα έξω στην αυλή. Υγρασία και ομίχλη πεσμένη σεντόνι παντού. Είναι ακόμα νωρίς το πρωί. Θέλω να ξαναδώ με τα τωρινά μου μάτια το τούρκικο σπίτι και τον κήπο. Τα ίδια και τ΄ αλλαγμένα. Στη θέση της γέρικης μουριάς μια ανθισμένη μπουκαμβίλια. Στη θέση της κληματαριάς η κληματαριά. Στη θέση του αχυρώνα μια κακόγουστη βοηθητική κουζίνα με πλακάκια τρίτης διαλογής. Στη θέση της γιαγιάς και του παππού φωτογραφίες. Μια μίξη από παλιά πράγματα, καινούργια μπαλώματα, καινούργια νιάτα και νέα γηρατειά.  

Γυρίζω στη σάλα. Η ίδια τραπεζαρία μας παρατηρεί και μας υποδέχεται όλους. Μας φιλοξενεί στις βολικές και χιλιοκαθισμένες καρέκλες της. "Οι πρόγονοι κι απόγονοί σου, όλοι παιδιά μου. Όλοι δικοί μου." Έτσι μου λέει και γελάει σαρδόνια κι αθόρυβα. Βρίσκω και κάθομαι σ΄ ένα μικρό σκαμπουδάκι νιόφερτο. Ούτε τριάντα τετραγωνικά εκατοστά επιφάνεια. Άβολο. Μα δε θέλω να έχω πλέον επαφή με τα παλιά έπιπλα. Δεν ακουμπώ στους χοντρούς τοίχους. Φοβάμαι θα διαταράξω τον ύπνο της κόρης μου και του αιωνόβιου σπιτιού. Όμως αυτό φαίνεται, δεν κοιμάται ποτέ.  

Το βράδυ που κοιμόμασταν μου είπε η κόρη μου, με τα κλειστά της μάτια, μια φριχτή ιστορία. Κρύβει, λέει, κάθε σπίτι αυτού του χωριού, μια μέγκενη στο υπόγειό του. Θυμήθηκα μια κοντή πόρτα πίσω από την ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, που ποτέ δεν τολμούσα να ανοίξω μικρός. Ίσως αυτή να είναι η είσοδος στο δικό μας σπίτι. Είναι μια μηχανή στην κοιλιά του σπιτιού, του κάθε σπιτιού, που μας καλοδέχεται όλους στην αρχή. Που φιλοξενεί τις ζωές μας, που μας μεγαλώνει και μας γερνάει. Στο τέλος μας πιάνει με συρματόσχοινο από το λαιμό και μας σέρνει στο υπόγειο, μας μασάει και μας φτύνει λίπασμα στον κήπο. Λίγο στην κληματαριά. Λίγο στην κομμένη από χρόνια μουριά. Λίγο στον μπαχτσέ. Κι έτσι μασώντας μας, ζει και ταξιδεύει στα χρόνια. 

Φυσάει κι έχει ψύχρα. Απέναντι η γκιόλα ξερή από χρόνια. Το σπίτι της Ζωγραφιάς. Δίπλα η Γιασεμή και ο Μιχάλης. Το ελάχιστο τοιχάκι που ήταν κάποτε άθλος να το ανέβω. Τώρα συρρικνωμένο μ' όλη την αίγλη του χαμένη. Ο δρόμος και η άσχημη εκκλησία του Άι Νικόλα, πιο κάτω. Στο λόφο δεξιά έσπασα ένα κεφάλι με μια εύστοχη πετροβολή. Πιο δίπλα τρύπησα τα γόνατά μου. Στο απέναντι σπίτι έζησε και πέθανε μια μέρα τέτοια η θεία, η αδερφή της γιαγιάς μου. Στην αυλή της πρωτοπερπάτησα. Εκεί έπινα τους ελληνικούς της έφηβος.  

Από τα μισάνοιχτα παντζούρια βλέπω ξεκάθαρα μπροστά μου το ματωμένο λιβάδι και καταλαβαίνω. Αίματα παντού. Απίστευτες ποσότητες στους δρόμους. Στα χώματα. Στις σκεπές, τα ερειπωμένα σπίτια, και σ' όσα ακόμα κατοικούνται. Χιλιάδες υπόγειοι νερόμυλοι που τρέφονται με αίμα απ' τα ποτάμια των χεριών μας.  Καταλαβαίνω πια. Καταλαβαίνω πως τα σπίτια αυτά μας αναπαράγουν και μας συντηρούν. Μας καλλιεργούν και μας θερίζουν σαν στάχυα. Για να τα τρέφουμε με το αίμα μας. Σοδειές ολόκληρες ανθρώπων.  

Κοιμάται ακόμα το παιδί μου και το χρέος μου. Εγώ ακούω την ψεύτικη ησυχία του αξύπνητου χωριού. Ακούω τα τριξίματα των μύλων και νιώθω πια στα κόκαλά μου το ομηρικό μακελειό. Σε κάθε μικρή αδιάφορη γωνιά του πλανήτη. Αιώνες τώρα και σε αργή κίνηση. Ακούω τέλος, κάτω στο κουζινάκι, τον ήχο του κουταλιού στο εμαγιέ μπρίκι, το πολυκαιρισμένο. Που 'χει χοντρό σύρμα τυλιγμένο στο λαιμό του στη θέση του σπασμένου χερουλιού. Τάκα-τάκα το κουτάλι, μπλεγμένο με το αργόσυρτο θανατερό σφύριγμα της φτερωτής. Είναι το νερό που βράζει ή το αίμα που κινεί τα παλιά ξύλα; Ένα κόκκινο εμαγιέ μπρικάκι. Φτιάχνει η γιαγιά τον πρωινό καφέ της. Γλυκός παρά το ζάχαρό της, για να πίνω κι εγώ καμιά γουλιά. Θα μου ´χει και μια φέτα χοντροκομμένη ψωμί χωριάτικο με βούτυρο και ζάχαρη. Κοντή και γεμάτη η γιαγιά. Με τα χέρια της γεμάτα φλέβες φουσκωμένες. Αλευρωμένα συνήθως. Και με τη βέρα να γυαλίζει ανάμεσα στο αίμα και το αλεύρι. Θα καθίσω στα γόνατά της. Θα πιούμε τον καφέ μας. Θα της πω το μυστικό για το σπίτι και θα μου πει: "Σώπα γιε μου.  Ξέρω." 


ΥΓ. Η παραπάνω ιστορία ολοκληρώθηκε  στις 23/11/2016, αργά το απόγευμα. Τα μεσάνυχτα 23 προς 24 το σπίτι στο Βαθύ Χωριό κάηκε ολοσχερώς. 

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Ο φαροφύλακας

Να εξαφανιστεί. 
Ναι είναι 
μετρίου ύψους,
κανονικού βάρους,
χρώματος καστανού. 
Έτσι να φύγει. 
Ψυχή να μη ρωτήσει
ποιος ζέστανε 
το κενό της θέσης του. 

"Υπήρξε φαροφύλακας...",
μόνο η πέτρα να γράψει
"...σ´ άγνωστο φάρο,
σ´ άγνωστη θάλασσα,
κι άπειρα κύματα,
σφοδρούς χειμώνες, 
ψάρια, πουλιά, 
νύχτες ατέλειωτες, 
σωρούς πνιγμένων,
συνάντησε. 
Μα ούτε πλοίο,
ούτε άνθρωπο κανέναν."



Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Το μήλο

Κρουστό μου μήλο.
Στ΄ αυτιά μου και τα δόντια φτάνεις ολόκληρο.
Και τα υγρά σου γεμίζουν το στόμα μου.

Εσύ δε μοιάζεις μ' όλα τ' άλλα.
Όλα όσα εκπληρώθηκαν και ματαιώθηκαν.
Μένω πιστός σου.
Το εξιδανικευμένο σου κόκκινο που δεν το μάσησε η εντροπία.

Σ' αυτή την πόλη με τις εξατμισμένες εκκλησίες,
σ' αυτή την γειτονιά που δεν χωράει κανένας θεός,
Εσύ είσαι ο θεός μου.
Όταν σε δαγκώνω ξέρω.
Πιστεύω.
Θεώνομαι.

Είναι τα σώματά μας αυτόβουλα,
και των δοντιών μου η θέληση και της φλούδας σου η λάμψη,
και μας οδηγούν τυφλούς τον έναν στον άλλο.
Όταν σε δαγκώνω αναγνωρίζω.
Θυμάμαι.
Παραδέχομαι.


Για ποιο αμάρτημα μιλάτε;
Αφού τα δόντια μου εξέχουν για να μπαίνουν στη σάρκα σου.
Για ποιο Κακό;
Αφού οι κόκκινες καμπύλες σου ζητούν να δαγκωθούν.

Τα μαθήματα

Ποιον ύπνο πιστεύεις κοιμάμαι;
Του δικαίου Σολομώντα;  Τα σεντόνια του
ελαφρά κι απαλά χαϊδεύουν την πλάτη μου.
Τίποτα δε με βαραίνει.  Αστεία μη λέμε.
Καμία αθωότητα δεν μου απέμεινε αμαγάριστη.

Ποιο χαμένο μου βήμα στο σύννεφο;
Η γιαγιά μου έχει πεθάνει από χρόνια
και το χώμα σκληρά αφομοίωσε
τις χαρές της και τις λύπες, μία μία.
Καμιά ανάμνηση δεν αλλοιώνει πια το είναι μου.

Περπατώ πια εις το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ.
Λύκε, λύκε έλα!
Εσένα θέλω!
Και μιλώ εις το δάσος, όταν ο λύκος έρχεται εδώ.
Λύκε, λύκε μείνε!
Εσένα ξέρω.

Ποια αγάπη μου πιστεύεις χρυσίζει,
και ποιο ροζ γλυκαίνει τα χέρια μου;
Κλαίω πότε-πότε στον ύπνο μου
που η ζωή μου στέρησε τ' όνομά μου,
κυρίως όμως γελάω σατανικά.

Έμαθα πόσο ακριβή είναι η ευχή της μάνας,
τι δάνειο έχω πάρει, και τον χτικιάρη τόκο.
Ξέρω και της ευθύνης μου το αναλωμένο κεφάλαιο.
Της ειλικρίνειας το κόστος και το ψέμα, τα ξέρω.
Όλα τα ξέρω.  Άσε τα μαθήματα.


Έλα τώρα να παίξουμε.
Ίσως να σώσουμε κάτι.
Ίσως να βρούμε κάτι αχάλαστο.



Άνθραξ

Αφυπνισμένοι και καθεύδοντες
απαξάπαντες οδεύοντες
προς τον έναν σκοπό.

Αιωνίως επιτελούντες,
όμοια πλέοντες,
το αυτό.

Απαραιτήτως πλανεμένοι,
τηρούντες την συμφωνία.
Ανεξαρτήτως προθέσεων,
φώτα σβηστά κραδαίνοντες.

Αποδεχόμενοι και μη.
Απαστράπτοντες
και απανθρακωμένοι.  

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Εξηγήσεις

Ανεξηγήτο. Δέρμα, μαλλιά, τα δόντια, τα γέλια σου. 
Ανεξήγητο. 
Ανεξήγητο. Κοιμάμαι στο μέσο του κρεβατιού. 
Ανεξήγητο. Έλεγα, θα μαζέψεις τα άπλυτα του βραδινού. 
Ανεξήγητο. 
Ανεξήγητο. Έλεγα θα σε σκεπάζω τρυφερά που θα κρυώνεις. 

Ανεξήγητο. 
Λέω, χωρίς περιστροφές, κι από το σώμα μου παίρνω απόσταση. 
Σαν ζωντανά Ελληνικά σπίτια που καταρρέουν έρημα στην Πόλη. 
Ανεξήγητο. 
Τα τραχιά σου χέρια δεν με χάιδεψαν. Ύπουλα λέω, δεν θυμάμαι. 
Λέω, χωρίς να ντρέπομαι, πως σ´ αγαπούσα τάχα, όταν σ´ έκοβα. 
Ανεξήγητο. 
Θ´ αφήσω να πλανιέται η απορία σου, και θα ´ναι σα να αφήνω εσένα. 

Ανεξήγητο. 
Αυτό που δεν είχα ποτέ να το νιώθω πάντα τόσο ελαφρύ. 
Ανεξήγητο. 
Αυτό που λείπει μέσα μου να πληθωρίζεται και ν´ αχρηστεύει το μισθό μου. 
Ανεξήγητο. 
Κι όσα μάζεψα πάντα να με βαραίνουν σαν τελειωμένα και σαν λάφυρα. 

Ανεξήγητο. 
Θα ρίξω στο νεκρό πηγάδι δύο κέρματα για τα ναύλα μου. 
Ανεξήγητο. 
Πως έζησα μια ζωή σε τέσσερις μήνες και καμία ζωή σε σαράντα χρόνια...
ανεξήγητα για να μείνουν όλα. 



Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Βαμπίρ και άγγελοι

Άγγελοι της ζωής μου
σας ξόδεψα όλους έναν έναν.
΄Ηπια από το αίμα σας.
Το σώμα σας λεηλάτησα. 

Την τεράστια σπατάλη μου σας την φόρτωσα
και την φορτώθηκα. 
Κι ούτε ένα "ευχαριστώ" ανάξιο δεν ακούσατε
απ' τα βουβά μου χείλη.  

Ας είναι.

Φταίτε όμως.
Η αποχρυσωμένη απλοχεριά σας με διέφθειρε
όπως ξεγυμνώνει το κλαδί ο άνεμος.

Άιντε κουβαλήστε με εσείς τώρα σαν τραύμα,
να σας κουβαλάω εγώ σαν ενοχή,
στο ίδιο βουνό να ανεβαίνουμε όλοι μας,
ισοβαρώς, ισόπονα,
κι όμοια ένοχοι κι αθώοι.




Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Μυρμήγκια

Είμαστε μονήρη μυρμήγκια.
Περπατάμε νευρικά πάνω σε λεπτές γραμμές αγωνίας.
Κουβαλάμε στωικά το πολλαπλάσιο βάρος μας.
Σκάβουμε απέλπιδα τρύπες στο χώμα να θαφτούμε. 
Μας συνθλίβει τελικά ένα αδιάφορο βήμα. 

Το φως

Έστρεψα τα μάτια μου 
να ζεσταθούν στο φως σου. 
Τα ´κλεισα να σε κρατήσουν. 

Έκτοτε, 
ό,τι ωραίο ξαναείδα
σε περιείχε.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Ούτε

Δεν κράτησα τη στιγμή.
Την σπατάλησα.
Όλα θυσία στο χρόνο.
Να μη μείνει ούτε η σκόνη μας.  

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Η πόλις των τεράτων ΙΙΙ

Καταραμένες Κυριακές
Τρέφεστε αναίσχυντα με το αίμα μου
Ξυπνάτε ξημερώματα Σαββάτου στο τρύπιο μου στέρνο
Με σέρνετε ξυλάρμενο ως της Δευτέρας την μέγκενη 
Κατάρα στις ώρες σας όλες μια-μια

Κατάρα και σε σένα που μέσα μου κατοικείς.
Της πλησμονής σου το ακόρεστο τρέμω.
Απεκδύομαί σου και λέω:
Μην είσαι ο δαίμονας που είμαι;
Και μήπως όσο σε τρυπάω του καρπού σου τα φαρμάκια γεύομαι;

Σέρνομαι αιωνίως στης Εδέμ τα περίχωρα
Στης πόλης των Σοδόμων την εφαπτόμενη επαρχία έρπειν.
Και λέω Εσύ είσαι εσύ.  Κι εδώ κι εκεί.
Κι όλοι κι όλα, Εσύ.


Σ' αυτή την πόλη των τεράτων
δεν γνωρίζει κανείς ποια μάσκα είναι πιο τρομακτική:
του διαβόλου, του θεού, ή η δική μου.