Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ο φυλακισμένος στη σίκαλη

εδώ στο χωράφι με τη σίκαλη σε περιμένω.
έχω ντυθεί ελαφρά και θέλω ν' ανθίσω δίπλα σου
επάνω στον ασήμαντο μίσχο μου

εσύ όμως δεν θα 'ρθεις.
έγινες φάντασμα μέσα μου και σαρώνεις τα δωμάτια
στο επάνω ράφι σκονισμένη φωτογραφία

το σκοτάδι μου δεν φοβάται.
πυκνώνει στην απουσία σου μέχρι να καταρρεύσει
και να γίνει μελανό και να μας καταπιεί
εμένα, εσένα και την σκόνη της φωτογραφίας σου.


Ελάχιστες Ιστορίες - Η μπλε ώρα


Έχασε τη μνήμη της λίγο πριν γίνει σαράντα.  Της ήταν πολύ βολική αυτή η ακύρωση της προηγούμενης ζωής της.  Τα τελευταία χρόνια ένιωθε όλο και πιο έντονα ότι κουβαλούσε ένα αβάσταχτο βάρος. Το τοποθετούσε στο στήθος αν και δεν μπορούσε να το εντοπίσει ακριβώς.  Της δυσκόλευε την αναπνοή.  Άλλοτε βούλωναν τ´ αυτιά της και βούιζε το κεφάλι της. Ένιωθε πως θα εκραγεί.   Όσο πλησίαζε στο ορόσημο αυτό, τόσο λες μεγάλωνε το αίσθημα. Κάποιες φορές σε τέτοιο βαθμό που το σώμα της αρνούνταν να συνεχίσει. Περνούσαν τότε μέρες ολόκληρες οι δυο τους κλεισμένοι στο σπίτι. Με μακαρόνια και μπύρα.  Εκείνη αμίλητη.  Να ανασαίνει βαριά.  Να τρώει μηχανικά ό,τι βρει και να κοιμάται ώρες ατέλειωτες.  Αφήνοντας εδώ κι εκεί πεταμένα ρούχα και πράγματα.  Αυτός σιγυρίζοντας το σπίτι, φροντίζοντας να της παρέχει το οργανωμένο περιβάλλον που ήξερε ότι χρειάζονταν για το χάος της που την κατάπινε.

Ζούσε μαζί του εδώ και τρία χρόνια.  Τον γνώρισε με δική της πρωτοβουλία, στο σούπερ-μάρκετ που εργάζονταν.  Του είπε να βγούνε και να που φτάσανε τώρα, λίγα χρόνια μετά.  Αυτή έτσι απούσα.  Κι αυτός εκεί, σαν αρσενική Πηνελόπη.  Καμιά φορά πίστευε σιωπηλά πως καμιά συμπεριφορά της δεν μπορούσε να τον κλονίσει.  Και το θαύμαζε αυτό αλλά συγχρόνως το σιχαίνονταν κιόλας.  Ήταν τόσο άρρωστο.  Κι όσο άρρωστο το ένιωθε, τόσο ασθενής τελούσε και η ίδια, αφού είναι γνωστό: ο εραστής σου είναι ο καθρέφτης σου.

Τη μέρα που έχασε τη μνήμη της ετοιμάζονταν για ένα πάρτυ.  Περνούσε το ρουζ στα μάγουλα και κάτι τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ της.  Όμορφη ήταν στα σαράντα της χρόνια.  Ο χρόνος ήταν ευγενικός με το σώμα της.  Σκεφτόταν τον Ντόριαν Γκρέϋ όσο χάραζε την γραμμή κάτω από τα βλέφαρα με εκείνη την ίδια κίνηση πάνω από 20 χρόνια τώρα.

Εκεί στο τελείωμα της μαύρης γραμμής κάτι άστραψε μέσα της.  Ή κάτι έσβησε.  Δεν ξέρω.  Όταν κοιτάχτηκε ξανά στο καθρέφτη, έβλεπε μιαν άγνωστη.  Αυτό όμως δεν την σόκαρε.  Μάλλον την άφησε αδιάφορη.  Όπως και το άγνωστο δωμάτιο του οποίου την αντανάκλαση έμεινε να κοιτά ανοιγοκλείνοντας νωθρά τα μάτια.  Τις στιγμές εκείνες το μυαλό έμεινε τελείως άδειο.  Μόνο ένα άγνωστο πρόσωπο μπροστά της.  Μάλλον μόνο η αντανάκλαση του πλαισιωμένη από μια άγνωστη κρεβατοκάμαρα.

Ώσπου, σιγά-σιγά, άρχισε να αναδύεται μέσα της μια χαρά πρωτόγνωρη.  Κι αδιευκρίνιστη.  Έμενε ακόμα ακίνητη και ανέκφραστη.  Όμως κάτι ξεκίνησε να βράζει στο στήθος της.  Να βράζει και να ανεβαίνει από τον οισοφάγο προς τον φάρυγγα, το λαρύγγι και το στόμα της που έμενε ακόμα κλειστό και σφιγμένο.  Πιστό στον αρχικό πίνακα.  Το κράτησε για λίγο υπό έλεγχο ανάμεσα στα δόντια της.  Γαργάλισε την γλώσσα της.  Ύστερα ξεχείλισε και χώθηκε στο λεπτό μεσοδιάστημα μεταξύ των δοντιών και των βαμμένων χειλιών της.  Τότε το στόμα άρχισε να τρέμει ελαφρά.  Το σαγόνι της αρχικά.  Τα χείλη της.  Κι έπειτα όλο το κεφάλι της με ένα τρέμουλο αυξανόμενης έντασης που όσο κρατούσε σφραγισμένα τα χείλη της, τόσο περισσότερο εντεινόταν.

Στην κουζίνα ο άλλος ήταν έτοιμος και περίμενε.  Έπαιζε με το κινητό και χάζευε τηλεόραση.  Ήταν τελείως χαμηλωμένη και ακούγονταν μόνο ο ηλεκτρονικός ήχος του κινητού.  Και τίποτ´ άλλο.  Όλο το σπίτι είχε ησυχάσει.  Λούφαζε.  Το μοτέρ του ψυγείου είχε σιγήσει.  Το διπλανό διαμέρισμα σιωπηλός τάφος.  Μόνο το εκνευριστικό μπλιπ μπλιπ του κινητού του αντηχούσε στους τοίχους.  Ώσπου σταμάτησε κι αυτό όταν, συνειδητοποιώντας ότι είχε να ακούσει πολύ ώρα οποιονδήποτε άλλο ήχο από την κρεβατοκάμαρα, το άφησε στο τραπέζι. Τίποτα.  Ούτε καν εκείνο το χαρακτηριστικό χτύπημα που κάνουν τα μολύβια της, οι μάσκαρες, τα πινέλα και η ξύστρα όταν χτυπούν το ένα το άλλο μέσα στο τσαντάκι της, την ώρα που τα ανταλλάσσει για να ολοκληρώσει το μακιγιάζ της με γρήγορες, ακριβείς, αυτόματες κινήσεις.  Τίποτα.  Κράτησε για λίγο την ανάσα του, μαζί με το σπίτι.  Τίποτα.  Η φωνή του είχε κλείσει και δεν μπορούσε να της φωνάξει να δει τι κάνει.  Προσπάθησε να σηκωθεί.  Αλλά το σώμα δεν υπάκουσε.  Το κρατούσε καθηλωμένο ο άηχος χώρος.  Παραδομένος μετά από αυτή τη σύντομη μάχη, έμεινε στη θέση του και γύρισε το κεφάλι προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.  Από την μικρή χαραμάδα είδε μόνο ένα τρεμοπαίξιμο του φωτός.  Και τίποτα άλλο.

Μετά μια κραυγή, κάτι μεταξύ γέλιου, κλάματος, φρίκης, αγωνίας, χαράς και τρέλλας έσπασε τον υμένα της σιωπής.  Εκείνης, πρώτα θρυμματίστηκαν τα δόντια της.  Μετά εξαρθρώθηκε το σαγόνι και έμεινε να χάσκει προς στα κάτω, κρεμασμένο στο άλλοτε όμορφο πρόσωπο.  Τα μάτια της εκραγήκαν στις κόγχες τους.  Και γέμισαν αστέρια οι μαύρες κοιλότητες.  Νόμιζες πως γεννήθηκαν δυο σύμπαντα νέα και γέμισε αστρική σκόνη το κρανίο της.  Τα αυτιά της λιώσαν σαν κέρινα.  Έσταξαν στους ώμους της και λέρωσαν τις δαντελένιες τιράντες του.  Μετά πέσαν τα χέρια από τους ώμους και σκόρπισαν γυάλινα στο χαλί.  Το κεφάλι της γύρισε μισή βόλτα γύρω από τον άξονά του.  Κι όταν το πιγούνι της ακούμπησε στην πίσω πλευρά του λαιμού της, ξεκόλλησε ολόκληρο και κύλησε στο πάτωμα κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο, μέχρι που σταμάτησε στο δεξί πάνω πόδι του κρεβατιού.  Το υπόλοιπο του σώματός της, ακέφαλο πια και χωρίς χέρια, παρέμεινε καθηλωμένο και βουβό στην καρέκλα.  Ήταν μια καρέκλα παριζιάνικου καφενείου με μπράτσα, άχρηστα πια.  Σκούρη καφέ καρυδιά που έκανε αντίθεση με το άσπρο φόρεμα και το λευκό δέρμα των ποδιών της.   

Κατάφερε να σηκωθεί και έτρεξε να δει τι συμβαίνει.  Έσπρωξε με δύναμη και αγωνία την πόρτα.  Έκανε ρεύμα στο δωμάτιο.  Από το παράθυρο που άνοιξε διάπλατα, πρόλαβε να δει να φεύγουν τα τελευταία υπολείμματα της σκόνης της.  Λίγο ρουζ κοκκίνησε το απόγευμα που πλησίαζε κι έκανε την μπλε ώρα λίγο μωβ.  Η πούδρα άφησε μια μυρωδιά καθαριότητας στον χώρο.  Κι άλλο τίποτα πια.