Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Υγρασία

Εσύ πού ταξιδεύεις, όταν ταξιδεύεις;
Πού αναπαύεται η σκέψη σου, 
όταν φεύγεις;
Ψάχνει να βρει εκείνο το Κάτι το σημαντικό
και στην εικόνα του αφήνεται;

(Το ημιτελές χωράει φαντασία άπειρη. 
Αυτό που ζούμε είναι νεκρό. 
Έτσι αναρωτιέμαι αν κι εσύ καμιά φορά,
σ´ ένα ημιτελές κοινό και παλιό αναρρώνεις 
από την καθημερινή σφαγή.)

Θυμάμαι. 
( ) κοιτούσα αχόρταγα. 
Όπως κάτι που ποτέ δεν θα ´χω. 

(Η ζωή είναι υγρασία. 
Μπαίνει ύπουλα παντού. 
Απ´ τις λεπτές χαραμάδες των παραθύρων μας. 
Διαβρώνει τη φαντασία μας. 
Και πρασινίζουν τα τοιχώματά της. 
Και σαπίζει το δέρμα της. 
Ποιος αντιστέκεται στην φθορά της;)

Δεν έχω πια φαντασία. 
Την κατέλαβε ολοκληρωτικά η ζωή. 
Εκτείνομαι από τις τρίχες των μαλλιών μου 
εως τα δάχτυλα των ποδιών μου. 
Ενάμισι τετραγωνικό σάρκα και κόκκαλα και τρίχες. 
Ένα ογδόντα δύο, έκταση χεριών. 
Τι να αγκαλιάσει κανείς με ένα σώμα;

(Καταλαβαίνω πλέον τη σιωπή. 
Την παραδοχή της ήττας. 
Τα χρώματα των λουλουδιών. 
Το λάθος και το τυχαίο. 
Το αδύνατο. Και το λίγο. 
Το αδιανόητο και το κλάμα.)

Θυμάμαι. Αποστειρωμένα και αφ´ υψηλού. 
Τι αισχρός τρόπος να θυμάται κανείς!