Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Τίποτα παράξενο η αγάπη

"Δεν είναι τίποτα παράξενο η αγάπη. Και πάψε πια να εκπλήσσεσαι."  Όλο κάτι τέτοια μου ´λεγες τις μέρες που ο ήλιος δεν έδυε κι εσύ δίδασκες τις επιφάσεις σου. Κι όμως για μένα ήταν ανεξήγητη. Και στο λέω τώρα που δεν είσαι πια.

Υπάρχει πάντα μια ασάφεια στις φωτογραφίες σου. Το βλέπω πλέον καθαρά. Λες και δεν βρισκόσουν ποτέ σε ένα μέρος. Κοιτάζω αυτό το άδειο άλμπουμ μας και αναρωτιέμαι. Πώς γίνεται περισσότερο να απουσιάζεις παρά να υφίστασαι; Πώς το κατάφερες αυτό, κι είναι θολές οι μέρες και οι εμφανίσεις σου;

Ήθελα από τότε και τόσο πολύ να σε περιγράψω με σαφήνεια. Να σε ορίσω. Να σε καταλάβω. Βρήκα τελικά μια ωραία λύση. Πήρα τη ζωή μου και την έριξα σε μια σκηνή τσίρκου. Ζωγράφισα πορτοκαλιές και κόκκινες ακτινωτές ρίγες στην τέντα του. Κι από πίσω του ψηλά, σκούρα σύννεφα και γκρι. Και κάρφωσα στο χώμα ένα φουγάρο από κόκκινα τουβλάκια να καπνίζει. Να λερώνει τον αέρα και να πνίγει τις αναπνοές μας. Τέλος, σ´ έβαλα να καθίσεις σε μια σκληρή καρέκλα μπροστά απ´ ολ´ αυτά.
Με τα χέρια σου απαλά ακουμπισμένα στα γόνατα. Με τα γόνατα κλειστά και τα πόδια σταθερά καρφωμένα στο έδαφος. Με την πλάτη σου στητή. Μ´ ένα άσπρο πουκάμισο μεταξένιο με δαντέλα.  Κλειστό στο λαιμό. Και τα μαλλιά σου κότσο, πιασμένα ψηλά στο κεφάλι. Με το πρόσωπό σου, το αλαβάστρινο, στεγνό. Και τα κοραλλένια χείλη σου σφιχτά.

Είπα: "Δεν μπορεί!  Θα φυλακίσω την ελάχιστη στιγμή της." Θα την κοιτάξω και θα την καταλάβω αποτυπωμένη. Κι όμως! Όταν σ´ έψαξα αργότερα στο γυαλιστερό χαρτί, βρήκα μόνο τα χέρια σου.

Ναι, δεν είναι τίποτα παράξενο η αγάπη ίσως. Μονάχα ένα φριχτά παραμορφωμένο πλάσμα που το γέννησα μονάχος μου και το περιφέρω χρόνια στον κόσμο με μια χοντρή αλυσίδα. Και που κανένας δεν πληρώνει πια να δει. Γιατί είναι γεμάτος πια ο κόσμος φρίκες, απ´ άκρη σ´ άκρη. Και που να στήσω πια το τσίρκο μου δεν ξέρω και δεν έχω. Και ποια βιτρίνα να στεγάσει την θολή φωτογραφία σου δεν βρήκα ακόμη τόσα χρόνια που γυρίζω.

Σκέφτομαι τελευταία μια λύση ανάγκης. Να ξεθάψω το παλιό ανοιχτήρι του παππού για τις κονσέρβες. Είναι σκουριασμένο από χρόνια και θαμμένο δίπλα του, αλλά είμαι σίγουρος. Θα κάνει τη δουλειά του μια χαρά, αν καταφέρω να το βρω. Αρκεί να μη φοβηθώ να ματώσω τα νύχια και τα χέρια μου. Μ´ αυτά τα εργαλεία θα σκάψω για να ησυχάσει επιτέλους η απορία μου. Θα σκάψω και θα το βρω. Χωρίς να ξεπλυθώ, με το αναστημένο ανοιχτήρι θα ανοίξω σιγά-σιγά μια τρύπα στο στήθος μου. Θα πετάξω το άχρηστο στέρνο μου στον ανοιχτό λάκκο. Θ´ αδειάσω εκεί και τα άχρηστα περιεχόμενα του. Θα κλείσω ύστερα το άνοιγμα μ´ ένα γυάλινο παράθυρο από παραμορφωτικό γυαλί. Και θα την αφήσω μέσα.

Γιατί δεν είναι τίποτα παράξενο η αγάπη. Αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρος γι' αυτό.