Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Τα κατάρτια

Φύτρωναν κατάρτια στο χώμα
την ώρα που έσφιξα το χέρι σου.
Μια τέτοια γνωριμία καλέ μου
δεν αφήνει στο συρτάρι
παρά ελάχιστες ερωτήσεις.

Συράβω επιμελώς τις μέρες μου
στα άκρα ενός τυχαίου εκκρεμούς.
Με τις συμμετρικές ρουτίνες του
και τις φονικές τριβές του.
Ανεπαίσθητη φθορά του ξυραφίζει
ακέραιες εβδομάδες και μήνες.
Αθόρυβα και πονηρά.
Η άνοδος κι η πτώση,
ομοζυγωτικές με κοροϊδεύουν.

Όμως, αυτό που με τρομάζει πιο πολύ
απ´ τη μοιραία περιοδικότητα,
είναι η ευκολία με την οποία
εισέβαλε το νήμα σου στην δομημένη ερημιά μου.

Είναι πολύ αργά. Είναι πάλι πολύ αργά.
Και περιμένω να πάει αργότερα
για να ξεκουραστώ,
πετώντας στον σκυλο μου
την ελάχιστη μερίδα επιβίωσης.

Εσύ, που φυσικά δεν εισαι εσύ που νόμιζα,
μες την φαιδρή μου παιδικότητα,
εμμένεις ασαφής ήχος της πόλης
στο φόντο.


Αλλά κι εγώ, ειδικά εγώ,
δεν είμαι αυτό που νομίζω.
Στοίβες τα ρούχα της ζωής μου ασιδέρωτα,
αδιάβαστα βιβλία,
σαπίζεις σοφία στα ράφια.

Τις νύχτες που οι ποιητές κυριολεκτούν
εγώ αναγκάζομαι να γράφω ποιήματα
μεγαλύτερα, αναλυτικότερα, περιγραφικότερα,
λες και τη νοιάζει τη ζωή μου
πόσο βαθιά θα την ανατμήσω.

Όσο λοιπόν κι αν θέλω να είμαι μόνο μία λέξη άηχη,
χωρίς τίποτα σύμφωνο πουθενά,
αλλά κυρίως χωρίς φωνήεν,
το παναίσθημα και το αντίθετό του
συντηρούν την φλυαρία μου.

Πιο πολύ όμως απ´ όλα καλέ μου,
τις λέξεις μου κουνάς σαν μαριονέτες εσύ.
Κι από όλες τις λέξεις, δυο που σου φαίνονται πιο εύκολες.