Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Ο χορός των μαρμάρινων χεριών

Τις νύχτες,
όταν όλα πεθαίνουν ήσυχα,
έχω παίζω ένα παιχνίδι.
Ξεχνάω δίπλα μου το τέρας
που συμπληρώνει το μισό δικό μου,
κλείνω τα μάτια μου
και βλέπω.


Σπάζουνε τότε μπρος μου,
μεγάλα κομμάτια του πέτρινου δωματίου
κι ανοίγουν ακανόνιστα παράθυρα.
Βλέπω εικόνες ουρανό,
πλαισιωμένο με πέτρες,
βλέπω στιγμιότυπα πουλιών,
βλέπω φύλλα ξερά,
αποκομμένα,
και αέρα να σπρώχνει
βαμβακερά σύννεφα.

Βρήκα ένα χαρούμενο παιχνίδι.
Σπάω τις πέτρες μου
και αναπλάθω
πεθαμένες αλληλουχίες γεγονότων
αλλάζοντας την φυσική τους ροή,
ανακατεύοντας
την τράπουλα της μοίρας,
φτιάχνοντας δικές μου παρτίδες.
Για τα αγαπημένα,
τα μόνα αλώβητα,
αυτά που δεν υπήρξαν
κι έτσι τους επιτρέπεται
να επιμένουν εμμονικά.


(Μεταξύ μας,
είμαι ένας Ζηλωτής.
Φανατικά προσηλωμένος
θρηνώ,
όχι για το θνητό, όπως θα ταίριαζε,
αλλά στ´ αθάνατα.
Με πένθος διαρκές,
γείτονα της σήψης.)



Έχω βρει ένα περίεργο παιχνίδι
ν' ανασταίνω
όλα τα μη βιωμένα πεθαμένα μου.
Σ´ ένα χαρούμενο μνημόσυνο
συναντάω
πρόσωπα και διαλόγους ιδανικούς.
Τώρα θα καθίσει στο τραπέζι.
Μετά θα πει για τούτο και για ´κείνο.
Ύστερα γέλια.
Μετά σιωπές και πάλι κουβέντες.
Ξεκούραστα απογεύματα και βράδια,
θρυμματιστά γεγονότα
θαυμαστά ανύπαρκτα.

Έγινε πια η θλίψη πολύχρωμη πλαστελίνη.
Οι παλάμες μου βάφονται.
Ματωμένες άγκυρες
σηκώνονται τα μικρά δευτερόλεπτα
που ανοίγω το στήθος με τα χέρια.


Το παιχνίδι μου
είναι της εύκρατης μνήμης
πολλαπλάσιο.
Βεβαίως, ό,τι δεν υπήρξε
δεν είναι μνήμη.
Όμως αυτά είναι ασήμαντες λεπτομέρειες
όταν κρατάς τ´ αγαπημένα χέρια.