Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Πολυχρωμίες

Φορούσε ένα πολύχρωμο τουλπάνι στο κεφάλι
Ημίτρελη η ώρα δώδεκα και δέκα
Νύχτα καλοκαιριού
Ανέμιζες σκαρφαλωμένη στην κορυφή του πανιού της
Απόληξη χρώματος κι αναπνοή του αέρα
Καλοκαίρι
Ημίτρελος κι εγώ
Σύμπτυξη σε λίγες ίνες υφάσματος
χρωματιστού και βρώμικου,
για αυτό το λίγο που περισσεύει
και για το "κατ´ ανάγκη".

Να σε ξεκαρφώσω από το κάδρο στον παιδικό μου τοίχο
Να σε αποκαθηλώσω, όπως την παλιά ιδέα,
και να σ´ αφήσω ν´ ανεμίζεις
ανάμνηση χορευτική και πουπουλένια,
άχρονη, άσκοπη, άστεγη.
Μασάω βερίκοκο

Την ξεχασμένη αίσθηση
αναπληρώνει η φαντασία
Εδώ. 

Σ´ αυτή τη γειτονιά
να οξειδωνόμαστε παρέα
εσύ, εγώ, αυτή,
η αδικαίωτη προσδοκία.
Τίποτα. Ούτε. 
Μόνο οι νεκροί δεδικαίωνται.


Ένα καροτσάκι λαϊκής
Όλο το βιος της σ´ ένα συρμάτινο κουτί
Όλο το δικό μου σ´ ένα όνομα
και είπα να προσευχηθώ, ο φτωχότερος:
"Το μαντήλι σου Κυρά, ελέησέ με."
Κουφή, κατά το χρέος της.
Συμπληρωμένα όσα μπορούσε να ακούσει
στον χρόνο μιας ζωής
Αχώρετα τα υπόλοιπα
Τώρα πια μόνο μιλά. 


Έσερνε τα πόδια της
Βρώμικα πόδια κουρασμένα σάρωναν
τον αδίστακτο δρόμο
Συνέχιζε αυτός το μάταιο έργο του
παρά τα ξεκούρδιστα τραγούδια,
τα ξεκολλημένα απ´ τα πεζοδρόμιά του
Η εκδίκησή του τώρα σηκώνεται σκόνη
απ´ τα πόδια της

Και τα δάχτυλα;
"Ξέχασες τα δάχτυλά μου;"
Τα δάχτυλά σου Κυρά μου!
Να τιμωρήσω τη μνήμη μου
Να της καρφώσω σκουριασμένα καρφιά
στα χέρια και στα πόδια
Που τόλμησε να ξεχάσει έτσι ξεδιάντροπα.

Τώρα παραμιλάει.
Σπασμένες λέξεις
Στερούμενες νοήματος
Υπερπλήρεις συναισθήματος
Πολλά "ωωωω" ακούω
που πάει να πει πως πόνεσε
Πολλά "εεεε"
που πάει να πει πως ακόμα απευθύνεται
Ημίτρελη.
Απευθύνεται.
Ημίτρελος κι εγώ θέλω να φορέσω το σακάκι της,
τρία κουμπιά λειψά,
δεμένο σχοινί στη μέση,
όλα σωστά κι όλα στη θέση τους
Κυρίως τα λειψά
Στη Δωδεκανήσου
κοιμάμαι από τότε σε μια είσοδο,
λίγο πιο κάτω ένα βράδυ
κι ακόμα λίγο η θάλασσα.