Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Κτηνοτροφείο

Η μνήμη είναι ένα ζώο περίεργο.
Τρώει τις σάρκες των παλιών εραστών.
Προκαλεί πόνο σε ανύπαρκτες καρδιές
ακρωτηριασμένες από χρόνια.

Έτσι καμιά φορά σκέφτομαι
με το καύσιμο της να περιλούσω την ζωή μου
να της ανάψω τις ξεφτισμένες άκρες,
μουλιασμένα φιτίλια, 
και να την δω να ανατινάζεται τρώγοντας ποπ-κορν.

Περίεργο ζώο η μνήμη.
Πότε πέφτει σε νάρκη.
Πότε σκοτώνεται συγκρουόμενη μετωπικά
σ' ένα σώμα προσωρινό.  
Πότε ανασταίνεται ανέλπιδα. 
Συνήθως όμως βρικολακιάζει στην ντουλάπα της σοφίτας.
Κατεβαίνει τα βράδια και τρέφεται από το αίμα των ενοίκων.

Να γίνει χιόνι και βροχή η μνήμη
Να παγώσει στα ρούχα μας
Να παγώσει στα δάχτυλά μας
Να τα πετάξουμε στην φωτιά όλα να γλιτώσουμε.
Κι έπειτα να ψηλαφίζουμε μόνο με την γλώσσα.
Τον πάγο και το νερό και τα πρόσωπα.
Όλα να είναι φρέσκα, παρθένα, και αγνά. 
Σα να μην πέρασε ο χρόνος και να μη τα βίασε όλα
και να μην τα μόλυνε με την αναπνοή του.

Θα 'ρθει όμως κι η ώρα της.  
Η ώρα που θα την γδάρω. 
Να απολέσει το σιδερένιο της περίβλημα. 
Να τρέξουν τα κόκκινά της στις πλάκες.  
Να δούμε από τι είναι φτιαγμένη και πως τρέφεται.  
Να την ανατμήσω στα συνθετικά της:
σαπισμένη παιδικότητα,
ναρκισσευμένες οφθαλμαπάτες,
τυραννικές κανονικότητες,
λογικές παρανοήσεις,
σκόνες πολλές και αναθυμιάσεις.  

Έτσι καμιά φορά σκέφτομαι
με το περίβλημά της να περιζώσω τη ζωή μου
να ανάψω στις ξεφτισμένες άκρες
μουλιασμένα φιτίλια, 
και να την δω να ανατινάζεται τρώγοντας ποπ-κορν.   


Το φως

Αυτή η επιμονή σου είναι ακατανόητη.
Ξέχασαν τα χείλη.
Ξέχασαν τα μάτια.
Μόνο η μύτη μου ίσως λίγο αντιστέκεται.
Κι εσύ σ' αυτό το λίγο της όσφρησης
εμμένεις, και πατάς κι ανασυντάσσεσαι.
Κάθε φορά κι από το λίγο ξεκινώντας
θερίζεις ολόκληρες σοδειές.


Το σώμα κλείστηκε σε λήθηνο δωμάτιο.
Μόνο ψηλά του έχει μείνει ένας βόλος.
Συμπαγής.  Αιχμηρός. Μεταλλικός.
Αναπηδά στις πέτρες
και κάνει έναν θόρυβο που με τρυπάει ως πέρα.
Κι από το παιχνίδι του βόλου
κι από τα καμώματα του ήχου
έγινα διάτρητος.
Και δεν κρατάει μέσα μου ούτε φαγητό, ούτε νερό.
Και πάντα διψάω.  Και πάντα πεινώ.

Μόνο το φως καλοπερνάει πια στο σώμα μου.  
Μπαινοβγαίνει ανενόχλητο κάνοντας περίεργα σχήματα στο χώμα τα πρωινά
και στην θάλασσα το αδιάκοπτο βράδυ.

Αν συνεχίσει μ' αυτό τον ρυθμό η άτιμη σφαίρα
θα καταντήσουμε κι εσύ κι εγώ...φως.  


Προκειμένου

Άφησα ένα σημάδι μες τη θάλασσα.
Μια τρεμάμενη φλογίτσα.
Ένα καντήλι με ταγγισμένο λάδι
και φυτίλι παλιό. 
Την φύτεψα πριν χρόνια στη μέση του νερού. 
Περιμένει εκεί για χάρη μου. 
Ξεθεωμένη. 
Ασθενική. 

Τι κάνει μια φωτιά μοναχή μέσα σε τόσο νερό;
Και να το πλοίο που περνά και την αφήνει
Και να το ψάρι που τρομάζει και μακραίνει
Και δυο πουλιά που την κοιτούν ειρωνικά,
τέτοια επίμονη φωτιά και πεθαμένη,
τέτοια άσβεστη φωτιά 
τόσο βαθιά ναυαγισμένη;

Άμα τη δεις από μακριά μοιάζει με φάρο
όπως χορεύει στο μαύρο νερό. 
Μα αν πλησιάσεις, και κοιτάξεις καλύτερα,
θα καταλάβεις ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο 
από ένα απελπιστικό μήνυμα 
σ´ ένα μπουκάλι που μπάζει νερά. 


Το ποτήρι

Άλλαξε ο καιρός σήμερα.
Δεν ξέρω αν το παρατήρησες.
Βλέπω πουλιά να πετούν στο κέντρο της γης.
Σηκώθηκε αέρας παγωμένος και μάρμαρα κρέμονται από τα σύννεφα.
Θα πέσουν στα κεφάλια μας
ή θα γίνουν σκάλες σε προαύλια νεκρών σχολείων
κι αγάλματα στις πλατείες;
Ένα-ένα τα λουλούδια μας αποτεφρώνονται.  
Σκορπάμε τις στάχτες στους στον ουρανίσκο μας
και πίνουμε υποβρύχιο νερό
με μια κουταλιά βανίλια.

Φτάσανε οι μέρες που όλα τελειώνουν γρήγορα.
Που τίποτα δεν φαίνεται ατέλειωτο
και τίποτα δεν είναι παντοτινό.
Η βροχή αγαπάει το δέρμα μας και βδέλλα κολλάει πάνω του
Τα βήματά μας τρυπούν τα πεζοδρόμια,
περνούν κάτω από το δέρμα των πόλεων
κι ανακατεύουν τα έντερά τους.

Άλλαξε ο καιρός.  Το παρατήρησες;
Φύτρωσαν μαλλιά στα μάτια μας.
Ακούμε περισσότερο.  Βλέπουμε ελάχιστα.
Τα χέρια μας δεν χρησιμεύουν πια σε τίποτα.
Ούτε τα στόματα.
Ταΐζουμε τα κορμιά μας από τρύπες στην κοιλιά,
αλεσμένες συνειδητοποιήσεις.
Της καρδιάς μας της λείπει το αίμα.
Των πνευμόνων μας το οξυγόνο.
Των ημερών μας το φως.
Των παραθύρων μας το όνειρο.

Γίναμε χελώνες.  Απαθείς.  Νωχελικοί.
Σερνόμαστε σε σιτοβολώνες απέραντους
ανάμεσα σε στάχυα και μέρες επαναλαμβανόμενες
Άσκοποι.
Χωρίς παράπονα.
Σκορπώντας αόρατα θρύψαλα στο ξεραμένο χώμα.
Γκρι και ξανθό και ξασπρισμένες πέτρες.
Τα υπάρχοντά μας τέρατα φορτωμένοι.
Αψηφούμε πια καιρούς, αισθήσεις, μελωδίες, χρόνους.


Κρατάω στο χέρι μου ένα μεταλλικό ποτήρι.
Δεν ξέρω αν διψώ ή αν ζητάω να ακούσω τον ήχο του νερού στην κοιλιά του.
Ίσως τον ήχο του σώματός του όταν θα το αφήσω να πέσει στο μάρμαρο.
Κρατάω στο χέρι μου ένα σκονισμένο μαχαίρι.
Δεν ξέρω αν βαρέθηκα ή αν ζητώ να ακούσω τον ήχο του ακονίσματος στην κοιλιά μου.
Ίσως τον ήχο της λάμας του που σπάει στο μάρμαρο το αδολοφόνητο.
Κρατάω στα μπράτσα μου γερά τον κορμό ενός δέντρου.
Άλλαξε ο καιρός.  Με λύσσα φυσάει.
Και ο καθένας κορμός μπορεί να αποδειχτεί σωτήριος.
Για λίγη βόλτα ακόμη.  


Το λουλούδι

Είναι ένα λουλούδι
Είναι μια έρημος
Τόσο μικρό λουλούδι,
είναι να αναρωτιέται κανείς,
πώς κουβάλησε ολόκληρη έρημο στα πόδια του;
Κρεμάστηκε, τεμπέλα και αναίσχυντη,
στις κλώστινες ρίζες του
και λικνίζεται, αιώνες τώρα, αργά στην βάση του
αφήνοντας άμμο και σκόνη εδώ κι εκεί στον κόσμο.
Κι ούτε που ντρέπεται να στηριχτεί
σε λεπτότητες, ελπίδες κι όνειρα.


Είναι ένα λουλούδι.
Φύτρωσε στη μέση της πριν χίλια χρόνια
ένα απόγευμα του Ιουλίου
- θα 'τανε άνοιξη φαίνεται -
απρόσμενα και θρασύτατα.
Περίεργα πράγματα συνέβησαν τότε στον ερημικό ομφαλό.
Σκίστηκε το στεγνό χώμα και νερό γαλάζιο πετάχτηκε
να ποτίσει τον ελάχιστο κήπο.
Και μια άπειρα μικρή όαση στήθηκε γύρω του.
Με εύκρατο μικροκλίμα και προσδοκίες μεγαλείου.
Περίεργα πράγματα.

Και λίγο τα ξανθά νερά,
λίγο η τόλμη της νιότης του,
λίγο η θέρμη της ερήμου...
άνθισε
και μύρισαν αμμόλοφοι και ερημίες,
κι είπαν να πάρουν άλλο χρώμα,
παρατρεχάμενοι κόκκοι,
ξερά φρύγανα και υπομονές.

Κοίταξε το λουλούδι την εικόνα του
στην αντανάκλαση της λίμνης.
"Α!  Τι όμορφο που είμαι!" είπε και τεντώθηκε αυτάρεσκα.
Κι ένιωθε εκεί στη μέση της απέραντης μοναξιάς
πλάτανος αιωνόβιος,
κι είπε:
"Είμαι έτοιμο πια να σκιάσω την γη!"


Μα είναι μόνο ένα λουλούδι.
Ο μίσχος του κοντός κι αδύνατος.
Ο ίσκιος του φτενός.
Οι ρίζες του ρηχές.
Ο ανθός του αθώος κι άσοφος.
Κι αυτή του η ομορφιά,
μέσα στην τόση ερημιά,
ύβρις και ασέβεια.

Ο θεός για να το τιμωρήσει, το 'χει αφήσει εκεί, χίλια χρόνια.
Ούτε μαραίνεται, ούτε πεθαίνει, ούτε μεγαλώνει, ούτε κατακτά.
Αντιστέκεται άδοξα.  Περιμένει άδικα.
Κοιτάζει πότε την εικόνα του στη λίμνη και σκέφτεται πια μελαγχολικά:
"Τι καλά που θα 'τανε να ήμουν μόνο ένα λουλούδι...".