Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Περί του αισθήματος

Χειμάζεται το αίσθημα. 
Νομίζουν ότι όλα τα μπορούν
εκείνοι που με μια γρήγορη κίνηση
κοφτή,
το βγάζουν στην άκρη ως πεπερασμένο. 
Ότι το "άνευ" είναι εφικτό. 
Ότι είναι ανεκτό το "χωρίς". 
Κι αφήνονται τα κρύα να σαρώσουν
ανυπεράσπιστα κοπάδια. 
Κι οι μοναξιές τσαλακώνουν 
τις βουβές καρδιές
όπως το ροζιασμένο, σιδερένιο χέρι
σπάει το καρυδότσουφλο. 

Όχι μόνο. 
Χειμάζεται κι αλλιώς. 
Μέσα στην αφροντισιά
και μέσα στην λήθη, ανυποψίαστα. 
Κι όταν το καλοκαίρι χτυπήσει,
δρεπάνι στα χέρια ξυπόλυτου κοριτσιού.  
Στα λεπτά της πόδια γονατίζουν
και σέρνονται οι πάλαι ποτέ ισχυροί,
κι όσοι απόλαυσαν την πρόσκαιρη ηδονή 
της αμνησίας. 
Χαλκέντεροι μέχρι το σημείο θραύσης. 
Μετά γεμάτοι αίματα 
στην κοιλιά και στα μάτια μετά. 
Θρυαλλίδα...δέκα λεπτά δάχτυλα
που πιέζουν τη γη 
με το ελαφρύ βάρος του φρέσκου γυναικείου κορμιού,
καθρώς το βήμα ξεμακραίνει αθόρυβα. 
Πόσες εκρήξεις αμετάκλητες
καταπίνουν την λήθη στη σκόνη τους,
και πως η δίδυμη αδερφή της,
σπαθίζοντας άκοπα και χωρίς τύψεις, 
αναδύεται και εκδικείται!
Και πώς αρμοί γονάτων λύνονται 
αυτόματα
στη θέα του ξυπνημένου τέρατος!
Και πώς, 
μες το ορυμαγδό της συντελεσμένης καταστροφής
αναρωτιέσαι πως περπατούσες τόσο καιρό
με χαλασμένα πόδια,
και πως έτρεχες!

Χειμάζεται το αίσθημα.
Των πολυάσχολων καιρών η ευκολία 
δεν αφήνει να σηκωθεί το πέπλο,
μα κείτεται από κάτω του
ετοιμοπόλεμο. 
Κι όταν η φλύαρη και αδιάφορη μέρα σωπάσει,
όταν οι θόρυβοι των ανθρώπων και του κόσμου σκορπίσουν,
ατμός ιδρωμένου σώματος στον καλοκαιρινό αέρα,
με έναν σουγιά σκίζει το δέρμα με τις απαλές ίνες του,
κι αναμετριέται με το φως.