Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Περί γεύσης

Πόσο κουράστηκε!
Κι όλα τα αδιέξοδα συναισθήματα της. 
Θέλει να βρει έναν άνθρωπο στεγνό 
χωρίς ίχνος καρδιάς. 
Έναν άνθρωπο να την αγαπήσει
με το φθαρτό του σώμα. 
Για λίγο.
Ελάχιστα. 
Για δεκαπέντε ψεύτικες καλοκαιρινές μέρες. 

Πόσο κουράστηκε!
Κουβαλά τα χρόνια
και κάθε μέρα βαραίνει περισσότερο η πλάτη της.
Καμπούριασε.
Ρυτίδιασε.
Έμεινε χωρίς αίμα το σώμα.
Κάτι έχει γραπωθεί απ' το κεφάλι της
και της ψιθυρίζει διαρκώς στ' αυτί.

Καταναλώνει για να ξεφορτώνεται,
ρούχα, αυτοκίνητα, θερμίδες,
και φορτώνεται μέρες
και ρούχα, αυτοκίνητα, θερμίδες.



Καμιά φορά τον θυμάται σαν έργο αποπερατωμένο.
Κοιτά μονάχα τα επιχρίσματά του.
Κάτι γέλια.
Κάτι χειροκροτήματα.
Κάτι κλάματα.
Ό,τι τέλος πάντων εν δήμω αφήνεται
σαν ψίχουλο
στην διαδρομή ενός παραμυθιού
που ξεθωριάζει με τον χρόνο.

Χορέψανε δώδεκα φεγγάρια γεμάτα.
Αγαπήθηκαν τα τριπλά και τα τρίδιπλα.
Ύστερα παλέψαν.
Ύστερα παραιτηθήκαν.
Στην λακκούβα ενός καναπέ
απολαμβάνουν τώρα
την αδικία του μαχαιριού.
Και δεν κοιμούνται.
Δεν αγαπούν.
Δεν γεύονται.