Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Παζάρι

"Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους" (Κ.Δ.)


Φοβήθηκα τη μοναξιά 
και φαντάστηκα ότι δεν υπάρχω. 
Είπα θα περάσει. 
Και δεν έχει σημασία. 
Είπα ό,τι είπα. 
Ό,τι είπαν κι άλλοι πριν. 
Και τι δεν είπα. 
Και φοβόμουν τη μοναξιά 
και είπα να μην υπάρχω. 

Ξήλωσα τον κήπο των γονιών μου,
κήπο ονείρων, κήπο μελετημένο,
όπως οφείλουν να ξηλώνονται 
οι απαρχαιωμένες, άχρηστες συνήθειες. 
Κι ύστερα φύτεψα 
στις ίδιες ανοιχτές τρύπες,
στα ίδια σκαμμένα αυλάκια, 
στα ίδια παρτέρια,
νέα λουλούδια ίδια,
για να τα δω ν´ ανθίζουν, 
να γερνάνε,
να ξηλώνονται ίδια
απ´ τα ματωμένα χέρια της κόρης μου. 


Φοβήθηκα τη μοναξιά 
και φαντάστηκα ότι υπάρχω. 
Είπα πως δεν μπορεί.  
Να το το δέρμα!
Να τη η καρδιά! 
Είπα ό,τι είπαν κι οι άλλοι πριν.  
Και τι δεν είπα. 
Φοβόμουν τη μοναξιά 
κι έλεγα ότι υπάρχω. 

Φύτεψα κήπο για την κόρη μου. 
Βασιλικούς και θρούμπι. Κατιφέδες. 
Φύτεψα ελιές και περιβόλια πορτοκαλιές. 
Φύτεψα πέτρες. 
Απαρχαιωμένες, άχρηστες συνήθειες φύτεψα. 
Κι ίδια παρτέρια στα χώματα. 
Άιντε και κάτι χάρτινα λουλούδια στον αέρα μονάχα δικά μου. 
Για να της πω τα ίδια που δεν μου ´παν κι εμένα 
εκείνοι που το αίμα τους μου δώσαν και μου πήραν το δικό μου,
ως είθισται,
στο παζάρι της Κυριακής.