Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Μικρές γεωφυσικές υποθέσεις

Είναι ένα σύννεφο απλωμένο μαντήλι
πάνω στο βουνό.
Είναι ένα βουνό απλωμένο χέρι
πάνω στη θάλασσα.
Είναι η θάλασσα μια άκρη του κόσμου,
στην άλλη αόρατη εσύ.
Λέω,
να βρέξει στο χέρι
να γεμίσει η θάλασσα
ν' απλώσει
και να γείρει ο κόσμος προς το μέρος σου.

Ταίναρον ή "δεν εδεσμεύτηκα"


Το πρωί δεσμεύτηκα να φύγω. 
Να γίνω...
Φύλακας φάρος του Ταινάρου
να κοιτάζω
τα καραβοτσακισμένα πόδια μου
τα τεθλιμμένα βράχια
τους θυμωμένους αφρούς
τα ανήσυχα νερά
τα ξερόχορτα στα βουνά
τις αγριομέλισσες πολυάσχολες,
να γίνω
το κόκκινο χώμα
το αρχαίο μωσαϊκό
το σιδερένιο πορτί που σκούριασε
το ισχυρό κονίαμα στις πολεμίστρες,
να μείνω
πειρατής
να εισπράττω διόδια
εδώ στην έσχατη μύτη του κόσμου,
να περιμένω
τον Ηρακλή να ξανάρθει
να φυλάω
με την πλάτη μου τον Κέρβερο,
να ανοιγοκλείνω
το μάτι στα μελλούμενα πλοία
και τα γεγονότα.

"Όμως δεν έμενα τοιούτος διόλου."

Ελγίνεια

Μοσχοβόλα τα τείχη
μα απροσπέλαστα. 
Προδότρια η φωτογραφία
κι η παγιωμένη εικόνα. 
Ούτε άρωμα, ούτε αισθήσεις
κουβάλησε στην τσέπη μου.

Βέβαια, δεν φοβάμαι πια. 
Κεντημένη λεπτομερώς στη γεωγραφία του κόσμου
κατάστικτη στου σώματός μου την τοπογραφία
βελονιασμένη 
κι όμως...
αποσχηματισμένη πλήρως,
ασώματη,
ευτυχής,
όπως οι μακρισμένοι τόποι,
τα ζαχαρένια κουκλόσπιτα και οι φαντασίες.

Στο ξεμόνι που ´χτισα εδώ,
όταν βασίλεψε η εικόνα στη θάλασσα,
για να βρεθεί σε άλλο ξερονήσι 
και να λατρευτεί κι εκεί όπως εδώ,
μετράω έτη και έτη εν πολέμω,
και τα χίλια βήματα της πέτρας
απ´ το βυθό ως την ακτή,
πριν τη ζυγίσω στο χέρι μου
και την τινάξω πίσω.

Ύστερα παίρνω τη δική σου
που είναι πάντα βαρύτερη,
πολύ βαρύτερη,
παγούρι στους ώμους μου
να με δροσίζει στη μεγάλη ανηφόρα του κόσμου.
- Γιατί μ´ αγαπάς; με ρώτησες μια νύχτα στ' όνειρο.
- Μα... επειδή σε κουβάλησα.
Σα να λέμε δηλαδή, με την απληστία του Έλγιν.

Πλατεία Ομονοίας

Φύλλα ξερά κροταλίζουν στις πέτρες.
Βουίζει ο αέρας στις κορυφές των πύργων.
Αναστενάζει η νύχτα.
Στο μανιασμένο τοπίο οι ράχες τεντώνονται ηλεκτρισμένες 
κοιτώντας για το ουράνιο χάδι.

Άνοιξα το παράθυρο να μπει μέσα όλος ο καιρός. 
Στάθηκα στο μισό μπαλκόνι. 
Το σώμα αφέθηκε στο σημείο. 
Τα μαλλιά μπλεγμένα στα φρύγανα και τα σκοτάδια. 
Έσκυψα.
Κρέμονται από κάτω κουρασμένες Ηλέκτρες στο περβάζι.
Ξεχαρβαλωμένες στις κλειδώσεις τους. 
Ιστία συρμάτινα.
Και το σχοινί της έπαρσης
να μαστιγώνει τον στύλο του ξεδιάντροπα.
Γερασμένες, αναποδογυρισμένες νυχτερίδες αιωρούνται στο κενό. 
Το αρχαίο υπνομαντείο ατενίζουν
μπλε και άσπρα και πλοία.
Τέσσερις ακροβάτες κρατάνε τη σκεπή του
γιατί εγώ κουράστηκα πια, κουράστηκα,
κι άσε αυτούς να κουβαλάνε τα έτερα βάρη μου.

Δίπλα στον θίασο αυτό θυμάμαι.
Μόνο να θυμάμαι πια μπορώ. 
Ηλέκτρα κι εσύ.
Θυμάμαι την αρένα της κοιλιάς σου.
Τα υπόγεια κάτω απ´ αυτήν και τις ετοιμασίες μου.
Την αγωνία και την ένταση πριν τη μάχη.
Τα ιδρωμένα πήγαιν' έλα
και τα μεταλλικά σφυρίγματα του ξίφους.
Τους φαιούς αποκεφαλισμούς μου πάνω της και χαίρε!

Τώρα, ο έρωτας κοιμάται διπλωμένος στα σκαλιά,
σε κάποια πλατεία Ομονοίας κάθε βράδυ,
άστεγος και ρακένδυτος.