Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Επιτύμβιο

Πάει. Πέθανες πια. 
Ή έστω φτάνει στο τέλος το ότι πεθαίνεις. 
Ακόμα κι αυτό, είναι μια πρόοδος. 
Το συγκρίνω με τον μακροσκελή θάνατό σου,
χρόνια τώρα παρατεταμμένο και ατέλειωτο,
σαν χειροκρότημα κατάμεστης πλατείας
και σαν διακρότημα διαρκές που ανοίγει τρύπες στους πνεύμονες
και δυσχεραίνει την δυνατότητα να ζει κανείς,
ή έστω να μη ζει,
όπως η άπαξ και δια παντός εκπυρσοκρότηση επιτρέπει. 

Σα να λέμε δηλαδή,
ευχολόγια και προσευχές αυτιστικές,
και σα να πιστεύουμε 
στον αδύνατο, αόριστο έναν,
αντί του περιγραφικότατου καθρέφτη μας. 

Πέθανες πια, λέω στα πλήκτρα. 
Να ένας ευφάνταστος τρόπος να σιγουρέψεις την απόσταση 
μεταξύ αλήθειας και ψέματος
Κλικ και κλικ και μετά κι άλλα πολλά 
σαν ήχοι αρθρώσεων που σπάνε
και με κάθε σπάσιμο θρυμματίζουν ασφαλέστερα το αυθυποβληθέν αδύνατο. 

Λες και γνωρίζει από αδύνατα κι απίθανα η ανείπωτη λέξη.