Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Αγρυπνία

Τα βράδια, όταν χωρίζουμε,
χωριζόμαστε πάντα σιωπηλοί.
Άηχες κουβέντες λιγοστές.
Άιντε κι ένα νεύμα.
Ένα σκύψιμο ελαφρύ του κεφαλιού.
Κάτι σαν αντίο ντροπαλό.
Ποτέ περισσότερα.
Ύστερα η πόρτα κλείνει βιαστική.

Τα βράδια, όταν χωρίζουμε,
κανένα άγγιγμα δε μας αγγίζει.
Ό,τι ενώθηκε κι ό,τι αγγίχτηκε
είναι πια πίσω μας
και λουφάζει σαν τρομαγμένο θηρίο.
Ακούμε την καρδιά του
αλαφιασμένη, ασθμαίνουσα,
καθώς η πόρτα κλείνει βιαστική.

Τα βράδια, όταν χωρίζουμε,
ό,τι προηγήθηκε ξεχνιέται.
Ο ένας βουλιάζει σε ύπνο ανόνειρο.
Ο άλλος κατέρχεται
εφτά πατώματα ατέλειωτα, παλιά.
Σ' ένα ανάστροφο λαγούμι,
στην κοιμισμένη πόλη
ανοίγει μια πόρτα και βγαίνει.