Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Η βότκα

Μου είπε την πιο κοινότυπη ιστορία του κόσμου. Μισομεθυσμένος. Μισοκαθιστός στο σκαμπό. Γυρτός στην γυαλιστερή μπάρα. Με μια βότκα σκέτη στο δεξί του χέρι. Και το άλλο κρεμασμένο στον ώμο κουλό. Μ' αυτή την άβολη στάση που κρατούσε το σώμα σε μόνιμη εγρήγορση. Τιμωρούμενο. Να μη βολεύεται πουθενά και να μη ξεκουράζεται ποτέ.  

"Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πως ποτέ δεν αγαπήθηκα ειλικρινώς γι' αυτό που είμαι. Αγαπήθηκα μόνο γι' αυτά που έκανα.  Για εκείνα που μου εκμαιεύτηκαν.  Αυτά που μου έστυψαν από μέσα μου."

Η φωνή του δεν είχε κανένα χρώμα.  Κανένα συναίσθημα. Μιλούσε για τον τραγέλαφο της ζωής του και μιλούσε σα να διαβάζει φωναχτά μια συνταγή μαγειρικής. Ή το δελτίο καιρού.  
"Οπότε δεν έχω ακόμα μια ακριβή εικόνα του ποιος είμαι και τι θέλω. Δεν ξέρω. Δεν είχα ποτέ πραγματικά δικές μου ανάγκες. Ούτε επιθυμίες. Οι περισσότερες συνθλίφτηκαν ή και αντικαταστάθηκαν από άλλες. Ξένες. Έμαθα να θέλω να είμαι καλό παιδί...ενώ δεν είμαι. Έμαθα πως ήμουν κακό παιδί. Ούτε αυτό ήμουν. Έμαθα να ικανοποιώ τους άλλους για να πάρω ικανοποίηση."

Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Λιγοστός κόσμος στο μπαρ. Καθάρισε ένα φιστίκι Αιγίνης και το έβαλε στο στόμα του βαριεστημένα. Έριξε μια ματιά στον περίγυρο. Εκτός του μπάρμαν, δυο κοπέλες χαχάνιζαν σ' ένα τραπέζι πιο δίπλα. Μόνο εγώ τον άκουγα. Δεν του άρεσε. Το μοναδικό συναίσθημα που είδα στα μάτια του ήταν αυτό. Ήθελε κοινό. Ένιωθα ότι είχε επαναλάβει την ιστορία αυτή χιλιάδες φορές. Στον εαυτό του και σε άλλους πριν από μένα. Μια βαρετή, ασήμαντη ιστορία. Όπως όλες. Και το ήξερε. Το ήξερα κι εγώ. Αφεθήκαμε όμως και οι δυο στο σενάριο. Εκείνος έπρεπε να την επαναλαμβάνει. Κι εγώ να την ακούω.  

"Νιώθω ένοχος όταν απογοητεύω τους άλλους. Λιγότερο ένοχος από όταν απογοητεύω εμένα. Δεν έχω ταυτότητα.  Καταλαβαίνεις;"  Και πριν απαντήσω, "Είμαι πολλοί άνθρωποι μαζί. Για την ακρίβεια δεν είμαι κανένας. Τίποτα. Είμαι το τέρας Φρανκενστάιν. Είμαι κολλημένα κομμάτια αλλότριων επιθυμιών."

Τέλειωσε τη βότκα με μια γενναία γουλιά. Έκλεινε έτσι την πράξη αυτή.  Κι ύστερα δεν μίλησε για κάμποση ώρα. Μας κοίταξα τους δυο για μια στιγμή στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ. Αυτή τη διπλή αντανάκλαση ανάμεσα σε δεκάδες πολύχρωμα μπουκάλια και λαμπάκια που αναβόσβηναν. Σκιές. Φώτα. Περιγράμματα.

- "Άπαντες ηττημένοι. Αυτοί, εσύ, εγώ. Όλοι. Όλοι στο τέλος χάνουμε."  Είπε και σηκώθηκε απότομα σαν σούστα.  
- "Επειδή θα πεθάνουμε;"
- "Επειδή δεν ζήσαμε..."

Ευτυχώς ξεκουμπίστηκε. Δεν θ' άντεχα άλλες κοινοτοπίες. Την τετριμμένη του κατάθλιψη. Τη μιζέρια του.  

Ζήτησα άλλη μια βότκα.  

"Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πως ποτέ δεν αγαπήθηκα ειλικρινώς..."