Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Τα μπουκάλια

Ναυαγοί
σ´ όλη τη ζωή αποκλεισμένοι
σε μακρινά νησιά
κραυγάζοντες
σε άδεια μπουκάλια.
Όταν τελειώσει πια η φωνή
στέλνουν κομμάτια από το δέρμα.
Όταν τελειώσει κι αυτό,
κι απομείνει μονάχα το αίμα
τελευταίο σύνορο
μεταξύ αυτών και του κόσμου,
τότε το αίμα τους σε άδεια μπουκάλια.
Κι όταν με το καλό στεγνώσουν,
την μέσα φωνή τους στέλνουν.
Άδεια μπουκάλια.
Κι αν καμιά φορά κάποιος τυχερός
πέσει σε ζευγάρι χέρια πονετικά,
άδειο μπουκάλι
γεμίζει με κανένα λουλούδι νεκρό.
Κι αυτό είναι όλο.



Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Τίποτα

Τι να κάνουν εκείνοι ο εαυτοί μας που έζησαν
στο μυαλό και τα λόγια των άλλων;
Τι γίναν και τα κομμάτια μας εκείνα που αφήσαμε μέσα τους;
Οι κατακερματισμένοι αγρυπνούν τα βραδιά σε χαλασμένα κρεβάτια
ψάχνοντας το ψέμα του είναι
σε μέρη που ποτέ δεν υπήρξε.

Θα ξυπνήσουμε μια μέρα με το στόμα στεγνό,
διψασμένοι για ένα ποτήρι αυθεντικής στιγμής,
και δε θα βρίσκουμε τίποτα.



Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Τα σκαλοπάτια


Ο κύριος Χ. καλλιεργεί έναν εντυπωσιακό κήπο με σκαλοπάτια. 
Τα φύτεψε σποράκια, ψήγματα ύψους, τρυφερά και ελάχιστα, 
μα τα φρόντισε και τα φροντίζει κάθε μέρα. 
Όταν ξυπνάει το πρωί τα κοιτάζει απ´ το παράθυρο, 
τα χαϊδεύει με τα μάτια του, τους ανοίγει το αυτόματο πότισμα. 

Ο κύριος Χ. αγαπά την τάξη. Τα μεσημέρια ξεχορταριάζει με επιμέλεια. 
Αφαιρεί τα όμορφα αγριολούλουδα που τολμούν να φυτρώσουν ανάμεσά τους. 
Κόβει τα φτωχά χόρτα κι ό,τι θα μπορούσε να του δώσει 
μια εναλλακτική δυνατότητα ανύψωσης
κι αφήνει τα σκαλοπάτια του να μεγαλώνουν ανεμπόδιστα. 

Ο κύριος Χ. θυμάται τις πρώτες μέρες τους πάνω από το χώμα. 
Στιβαρά πέτρινα ανθίσματα, μαρμάρινοι βλαστοί, κοφτερές εξοχές 
που άνοιγαν και πλαταίναν με τον πρώτο ήλιο της άνοιξης, 
πονηροί βιαστές του χώματος, βελόνες που κεντούσαν τη γη
κι ύστερα πλήθαιναν, ενώνονταν, γινόταν συμπαγείς επιφάνειες ολάνθιστες,
γυαλιστερές, στιλπνές, αμύριστες. 

Θυμάται να πατά διστακτικά στην αρχή τα γυάλινα πόδια του πάνω τους. 
Δοκιμάζοντας τις αντοχές των φρέσκων και των νεαρών σωμάτων τους. 
Με πόση χαρά ένιωθε την στιβαρότητα των επιφανειών τους! 
Την στηρικτική τους μεγαλοπρέπεια! Τα δειλά τους ύψη τα αρχικά!
Από κείνο εκεί μπορούσε να δει μια υποψία του δρόμου! 
Και τ´ άλλο πόσο μεγάλωσε. Σε λίγο θα μπορεί να κοιτά την θάλασσα πάνω του. 
Και τα ζηλιάρικα μάτια των γειτόνων του.  Τι όμορφος κήπος πέτρινος!

Κι ύστερα πως μεγάλωναν μέρα με τη μέρα. 
Και πως στην αρχή λύγισε το γόνατο για να απολαύσει λίγο μακρινό γαλάζιο, 
κι ύστερα πως έβαζε τις παλάμες στις κρύες τους επιφάνειες

για να ορθώσει το μικρό του ύψος,
και πως λαχάνιαζε για τον επιούσιο ουρανό.
Ο κύριος Χ. πια δεν έχει κήπο.  Δεν έχει σπίτι. 
Του ΄χει απομείνει μια ισχνή γραμμή χώματος. 
Τα σκαλοπάτια κλείσανε κάθε πιθαμή χώρου, 

κάθε πιθανότητα πεδίου,
κάθε ήχο και κάθε εξέλιξη.  



Το κουτί

Σε μια απροσδιόριστη ηλικία
της ματαιωμένης
αιώνια αιωρούμενης παιδικότητας
θέλω να πάψω να ζητώ τα πάντα
και να γίνω ένας ευτυχισμένος

εραστης του λιγοστού μου.

Σατανική παιδικότητα.
Αραχνιασμένη που
 μυρίζεις ναφθαλίνη
κι έχεις κακοφορμίσει,
κατάρα σαν μοίρα,
να σε θυμηθώ
και να σε σβήσω,

να σε πετάξω
όπως πετάμε τα σκονισμένα αντικείμενα
που κρύβαμε επιμελώς σε κουτιά μελλοντικής χρήσης
ενός μέλλοντος που ποτέ δεν έρχεται,
κι εκείνα με βήματα τάχα διστακτικά,
με όγκους τάχα ελάχιστους,
με σιγανές, σχεδόν αθόρυβες αναπνοές
πολλαπλασιάζονταν,
καρκινώνοντας τον ζωτικό χώρο.  



Σε μια απροσδιόριστη ηλικία
ματαιωμένης παιδικότητας
αιωρούμαι κάτω από τη ζωή μου,
ενίοτε πάνω από αυτήν, 

και ποτέ, μα ποτέ, μέσα της.



Αργία

Ο θεός έφτιαξε την αργία της Κυριακής,
την άδειασε από δουλειά και τη γέμισε με θλίψη
για να τον θυμούνται οι χαρούμενοι άνθρωποι
και να γονατίζουν οι μέρες τους.

Ο θεός φρόντισε την ανημπόρια τους

και κράτησε μια μέρα αγαπημένη
μη τύχει και ξεφύγει κανένας τους 

απ´ την αναπηρική αγκαλιά του.

Ο θεός μας θυμάται κάθε Κυριακή
ξεκινώντας με μελαγχολικά χτυπήματα
στις καμπάνες που λιώνουν
και τελειώνοντας με τα ανοιχτά μας στήθη.



Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Κυριακάτικο

Τις Κυριακές τριγυρίζω στο σπίτι με μια τρύπια κάλτσα,
βρέχω τα μάτια μου με θαλασσινό νερό,
και περιμένω.
Αναρωτιέμαι ποια φροντίδα με σακάτεψε 
και δεν πιάνω βελόνα στα χέρια.

Ξυρίζω το κεφάλι μου και πέφτω στη θάλασσα
για να γλιτώσω απ´ τη μέγκενη της μέρας.
Ένα βαρκάκι δεμένο σε τέσσερα σχοινιά
σταυρωτά και τεντωμένα
μου δείχνει τον τρόπο, ταμπέλα στο μονόδρομο,
να βρω το δρόμο πάνω απ´ τα οδοφράγματα.

Θα βάλω ένα μικρό ρολόι στη θήκη 
μέσα στο κεφάλι μου
και για φιτίλι τον μεγάλο του δείκτη 
θα κουρδίσω,
μέχρι να δείξει μεσάνυχτα ν´ ανατινάξω 
τον πιο βαθύ ωκεανό.



Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Η λάμπα

Ήμασταν δυο γραμμές δεμένες.
Όπως περπατώ μακριά μας πυρακτώνουμε
και λάμπουμε.
Μακραίνω και μένουν στο σκοτάδι μόνο
τριχοειδείς γραμμές πορτοκαλί που τρέμουν. 



Το πουκάμισο

Πήρα να σιδερώσω το πουκάμισο.
Από την κοιλιά μου ως το στήθος
πάνω-κάτω, πάνω-κάτω.
Δεν ίσιωνε.
Πάνω-κάτω έφτασα ως το κόκαλο της ράχης
με μια τρύπα πάντα ασιδέρωτη.  



Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Γραμμή

Χάραξα μια γραμμή στο κρεβάτι μου και κοιμάμαι πάνω της
Με στοίχειωσαν τα δέντρα και τα πουλιά του Κουγιουμτζή
Σφράγισαν τα παράθυρα και τις πόρτες μου δέκα τραγούδια 

Μια λεπτή γραμμή πάγου, λειψό περίγραμμα της μνήμης μου 
Ακούω τον σιωπηλό βόμβο του χώρου χέρι που με διώχνει 
Πατώ στις μύτες μην ενοχλήσω τον ύπνο, μα ποιος κοιμάται ποτέ;

Τρέμει το σώμα ισορροπεί στην αιχμηρή υγρασία να βολευτεί 
Αύριο θα γυρίζει τον μύλο της μέρας μεθαύριο θα γυρίζει 
Τέμνει το σώμα η βροχερή γραμμή όλο πιο κοντά στους σπονδύλους



Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Τα πουλιά

Πουλιά πετούν στ’ άδειο δωμάτιο
Χώνονται απ’ τα παράθυρα το διασχίζουν χάνονται στους τοίχους
Τα μαύρα φτερά τους γρατζουνίζουν γραμμές γρίφων

Πουλιά ξεπηδούν απ΄το κρύο πάτωμα
Χώνονται στα μάτια και τα ρουθούνια μου χάνονται στο μυαλό μου
Νύχια, μικρά, κοφτερά, γραπώνονται, σε, κόκκινα, λιβάδια
σκληρές φωνές, κρωξίματα, κραυγές, αλαλαγμοί,
σιωπές άτιμες, ξεφτισμένα φτερά μαύρα, καφέ, σταχτιά, φτερά

Πουλιά χαμένα σπάζουν πάνω στα τζάμια ράμφη και λαιμούς
Σπάζουν τα τζάμια, γυαλιά θρυμματίζονται, το κρύο εισβάλλει
μικρές φονικές τρύπες στον καμβά της νύχτας αν

ο αέρας πετά στ´ άδειο δωμάτιο
ουρλιάζει σε κάθε συστροφή του,
αν το δωμάτιο δεν ήταν άδειο
θα φώναζα τα πουλιά
να ξεριζώσουν όσα ακούνε
και όσα βλέπουν.



Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Τα παράθυρα

Έγραψα,
ξαναέγραψα με το αίμα των δακτύλων μου.
Δεν περιέγραψα.
Έφτιαξα μια γλώσσα ασπρόμαυρη
για εκείνα που δεν λέγονται.
Για την εκκρεμή υπόθεση του χρώματος.
Για τα παλιά νερά που κυλούν υπόγεια.
Για τον μηχανισμό στη βάση του κόσμου.
Τα πουλιά και τους άηχους κυματισμούς τους.

Έγραψα,
ξαναέγραψα για συμπτύξεις απεριφράστων
έκοψα τα μαλλιά μου απ´ τη ρίζα
και τη ρίζα μου απ´ τον κορμό
είμαι δεκάδες αιωρούμενα κλαδιά
χιλιάδες φύλλα, είμαι ο ρυθμός του ανέμου
στις επηρμένες, θλιβερές σημαίες του κόσμου.
Ανοίξτε τα παράθυρά σας να μπω.



Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Λαοκόων

Την Ειλημμένη
απόφαση να καταστραφεί
η ενάρετη Τροία
την ζώστηκε φίδι ο Λαοκόων. 

Σαν σταυρό κουβάλησε
το βάρος της αλήθειας του
για να δείξει τον δρόμο της σωτηρίας
στους παλιούς τιμωριτικούς θεούς.
Κανείς τους δεν κατάλαβε.
Αποκαθηλώθηκαν όλοι τους.
Κάηκαν στην Τροία το βράδυ
πριν εισβάλλουν οι Αχαιοί.
Στην πιο υψηλή στιγμή
της μηχανορραφίας τους.

Κι έτσι κατάλαβα
πως οι τιτάνες θεώνονται σε θεούς
και πως οι θεοί θεώνονται στον άνθρωπο
με αυτή την αντιστροφική συρρίκνωση
την δίδυμη του διαστελλόμενου σύμπαντος.



Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Το εγχειρίδιο

Για να μετρήσει με το σώμα
πόση φωτιά κράτησε μέσα του
το παγωμένο μέταλλο,
καλημέριζε συχνά αστέρια,
σπανιότερα ήλιους,
αφήνοντας το πρόσωπο ασυλλόγιστα
στην προσωρινή τους θέρμη
κι αργότερα κατάπινε ανελέητα
στα βαρυτικά του πεδία
όμοια και ισότιμα τις τρυφερές τους
ακτίνες αφήνοντας πίσω
με τον αργό, έρποντα κυματισμό του
οριστικές οπές αθεράπευτες.

Έγραφε κι ένα μικρό εγχειρίδιο
για τον συμπαντικό νόμο
της παλιάς δράσης
και της αιώνιας αντίδρασης
κρατώντας την πανάρχαια υποχρέωση
ιερή,
έναντι του θεού του και του δαίμονα
ποτέ να μην αφήνει τα όπλα του
σε καμία θήκη
σε κανένα πάτωμα
σε καμιά γη.

Τις μεγάλες νύχτες, με ατσάλινα μολύβια
ζωγράφιζε επίμονο σχέδιο
στον καμβά του στομάχου του
Μονοκονδυλιά χειρουργική
κόκκινο πάνω στο λευκό
που βάθαινε σε κάθε αυτιστική επανάληψη
Κάποτε πέρασε απέναντι
έτσι που αντί να ζωγραφίζει
πλέον διεύθυνε την αόρατη ορχήστρα
στην πλάτη του
κολλημένη κι αυτή στο ίδιο μέτρο,
ένα θραύσμα ηρωικό, ενός ελάσσονος βαλς
που κανείς δεν άκουγε.

Έγραφε κι ένα μικρό εγχειρίδιο
για τον συμπαντικό νόμο
της παλιάς δράσης
και της αιώνιας αντίδρασης
κρατώντας την πανάρχαια υποχρέωση
ιερή,
έναντι του θεού του και του δαίμονα
ποτέ να μην αφήνει τα όπλα του
σε καμία θήκη
σε κανένα πάτωμα
σε καμιά γη.



Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Το κουτί

Στο κουτί με τον μαύρο αέρα
ένα ξανθό παιδί ανάβει, φως.
θέλει να δει τα μαύρα μαλλιά μου
να ξεθωριάσουν
κι εγώ θέλω να τ’ αγαπήσω
σαν θεϊκό πουλί
που φτερουγίζει προστατευτικά πάνω μου,
όμως το φως είναι αδύναμο,
τα ξανθά του μαλλιά αβάσταχτα,
το σκοτάδι συμπαγές

Στο κουτί την μαύρη πέτρα
ένα ξανθό παιδί κρατάει, διαμάντι.
θέλει να δει τα άδεια μου χέρια
να γεμίζουν
κι εγώ θέλω να τ’ αγκαλιάσω
σαν αδερφό
ποτέ να μην το αφήσω να χαθεί
όπως το φως είναι αδύναμο,
τα ξανθά του μαλλιά αβάσταχτα,
και το σκοτάδι συμπαγές
Στο κουτί με το μαύρο νερό
ένα ξανθό παιδί ποίημα, χρυσίζει.



Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Όταν έφυγες

Όταν έφυγες
τ´ άφησες όλα τακτοποιημένα.
Τα ρούχα σιδερωμένα.
Τα πιάτα καθαρά.
Την σκόνη μακρυά μου.

Από τότε
κι ας μη σου ´δωσα ποτέ κλειδί
σιγυρίζεις πότε-πότε το σπίτι
κι εγώ μένω ακίνητος
και περιμένω το παρηγορητικό σου
χέρι
Τόσο απαλά
πάντα τόσο απαλά
αφαιρείς την σκόνη
αλλά ποτέ μα ποτέ πια
δεν ακουμπάς το κρύσταλλο και τ´ αγκάθια μου.



Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Μαρκαδόροι

Ένα σετ παιδικοί μαρκαδόροι ατέλειωτοι
όμορφα τακτοποιημένοι στο κουτάκι τους
Δίπλα ένα κόκκινο ημερολόγιο
αδειασμένο
με γράμματα ακανόνιστα, αδρά, διστακτικά,
Πάνω τους ένα σπίτι με ωραία σκεπή, κλειστά παράθυρα, σάπια πατώματα
Πίσω από την πόρτα
τρύπιος εναγκαλισμός κρεμασμένος
στο παλιό παλτό,
φαγωμένος στους αγκώνες και τα μανίκια

Όρκος.
Στα επόμενα πέντε χρόνια
να παντρευτώ τον εαυτό μου
Να κάνουμε τρία ευτυχισμένα παιδιά
να γελάνε όλη μέρα σπίτι
Όρκος.

Ένας άστεγος.
Μου χτυπάει κάθε βράδυ την πόρτα
Εκλιπαρεί την ελεημοσύνη μου
Απλώνει το πράσινο χέρι του στη σάπια καρδιά μου
Και κλαίει και γελάει και με λυπάται

Είναι όλα μια ζωγραφιά με ένα χρώμα ανεφεύρετο. Ανείδωτο.
Ένα σχήμα κίτρινο ωχρό.
Αλλόκοτα, με μεγάλα αυτιά και δόντια κοφτερά.
Η αθωότητά τους στα άπλυτα ξεχασμένη
βρώμησε.

Μετά εγγραφή στο φροντιστήριο.
Μάθημα πρώτο:
Μόνιμα πράγματα
Έκτακτα πρόσωπα
Ειρωνικές καρέκλες
Τραγικές ζωές
Απολυτήριο.
Τέλος.

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Το ρήμα

Αγάπη ρήμα πτητικό
επανάσταση σπασμένων χεριών
μηχανή πολύστροφη δεμένη
αγάπη θησαυροφυλάκιο γεμάτο,
καμένο
Κολλημένη στην αρχή
μιας αντίστροφης σταύρωσης
αγάπη καρφιά παλιά

Αγάπη τριμμένο ρούχο
ανέγγιχτο πιάτο φαΐ
κορυφογραμμή, σύννεφο, γκρεμός,
αγάπη πτώση
Αγιάτρευτο γήρας ασταμάτητο
ιερό δισκοπότηρο
rara avis όμως,
αγάπη στην άκρη φως

Ενδεχόμενο

Τις νύχτες που λέω
πως η ζωή μου θα ‘ταν τάχα αλλιώς
αν τότε στα είκοσι
στα τριάντα
στα σαράντα μου
είχα διαλέξει εκείνο εκεί αντί
για τούτο δω,
τις κρατάω όλες τους
μέσα σε βάζα με φορμόλη.

Τις νύχτες που πίνω
φτηνό τσάι μετά
το παρηγορητικό δείπνο μου,
μόνος με μια θλιμμένη μουσική
στο φόντο
στα χέρια
και τις πλάτες μου,
τις πετώ όλες τους
μέσα σε κάδο ανακυκλωτικό.

Τις νύχτες που η Κυριακή
ξημερώνει την Δευτέρα,
φοράω την γραβάτα μου
ανάποδα
ώστε να δείχνει
το ταβάνι
και ρίχνω τα πόδια μου
στο κενό μεταξύ
του συρμού και της ζωής μου.
Αυτές τις νύχτες τις κρατώ ζωντανές
για παν ενδεχόμενο.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Άσσος σκέτο

Στις τσέπες του παντελονιού μου βρήκα τον πατέρα μου
σιωπηλός περίμενε να μου πιάσει το χέρι
ανάμεσα στα κρύα κέρματα, τα χαρτονομίσματα και τα μικρά χαρτάκια
Μου 'δωσε τα ψιλά. Ζήτησε να του πάρω τσιγάρα.
Με κομμένα πόδια βρήκα το πιο μακρινό περίπτερο.
Πήρα ένα Άσσος σκέτο.

Αυτό είναι όλο


Σήμερα τι όμορφη μέρα!

Στον εκθαμβωτικό ήλιο παραδομένη. 
Πράσινα λιβάδια πάλλονται στα πόδια μας 
κι ακούμε έναν ήσυχο αχό απ´ τα υπόγεια. 
Περπατάμε ομάδες-ομάδες,
άλλοι πιασμένοι χέρι, 
άλλοι από μόνοι τους,
μιλάμε σιγανά. 
Λάμπουν τριγύρω πεσμένες πόρτες κλειστές,
πίσω τους ζευγάρια χέρια κλειστά,
γύρω τους όμορφα κι άσχημα κηπάρια, 
μικρές φωτιές,
λεπτές γραμμές καπνού γλυκού,
δένουν τους άγνωστους συγγενείς 
μ´ αέρινες κλωστές. 

Περπατάμε κλείνοντας για λίγο τα μάτια
-αυτός ο δρόμος μας πάει μόνος του-
ακούγοντας την ωραία σιωπή, 
πιο κάτω η πόλη δε μας βλέπει
-δε μας βλάπτει-
ακολουθούμε τον χοντρό βαρκάρη
μαύρη παραφωνία στην υπέρλαμπρη ημέρα. 

Σταματάμε σε μια μικρή αυλή. 
Το μαζεμένο κοπάδι μας κραδαίνει 
άσπρα γαρύφαλλα, 
διάφανα νερά αλμυρά, 
λίγη αγαλλίαση, 
στη μύτη του κουταλιού λύπη,
χέρια που θα λερωθούν απ´ το χώμα,
μα όχι ακόμα. 
Πρώτα θα μας πει αυτός μια ιστορία
που θα ´ναι η ίδια και γνωστή. 
Όπως τα πρώτα παραμύθια μας. 
Κι ύστερα θα δώσει το σύνθημα. 
Τελείωσε...

Μια πόρτα ανοιχτή
Μερικές γρήγορες κι αυτόματες κινήσεις
Κουτιά, ξύλα, σχοινιά, όλο το παζλ θα δέσουν. 
Κι ύστερα ο καθένας μας θα κλειδώσει το χώμα από μια στροφή. 
Κι είμαστε πολλοί. 
Πολλές στροφές για να σφραγίζει η πόρτα αμετάκλητα. 
Πολλά λουλούδια υπεροπτικά για να στολίζεται το τέλος. 

Μετά
ενώ θα φεύγουμε
θα κοιτάξουμε τα χιλιάδες φυτεμένα χέρια 
που αντί να είναι αναρωτιόταν
θα κλάψουμε.  θα κλάψουμε λίγο 
την σπορά του μέλλοντός μας.
θα γελάσουμε γιατί όχι ακόμα.  
θα πιούμε κάτι πικρό.
θα φάμε κάτι γλυκό.
θα δικαιώσουμε αυτό που πια δε θα μας βλάψει.
θα φύγουμε για τα ψώνια της εβδομάδας 
ή το καφενείο
ή το σάπιο σπίτι του ο καθένας.

Κι αυτό θα είναι όλο.  

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Οι Δυνάστες

Δε φοβάμαι πια τις ρίζες
τα φύλλα που έθρεψαν
τα παραμορφωμένα κλαδιά.
Μόνο τις υπόγειες πορείες τους
όσα ακόμα δεν είδα κι όσα
θα αναγκαστώ να κάνω
πατώντας αδυνατά πάνω
στα δυνατά τους πόδια.

Τα μισά μάτια
λίγα μου δείχνουν
λίγα μου κρύβουν.
Με σπασμένες εικόνες
αποκρυπτογραφώ
τον σπασμένο κόσμο.

Με κάτι ρίζες καρκινικές
στο σκληρό μου στομάχι,
κάτι φωνές δυναστικές
στα λιωμένα αυτιά μου,
τα βοΐζοντα στρατεύματα
των σφηκών με ράβουν
με κλωστές γύρω απ´ τα χείλη
σαν υπόσχεση σιωπής,
και σαν θυσία ανίερη
οι χρησμοί μου αντηχούν
στα υγρά μου σπλάχνα.

Μέσα σ´ εκείνη τη σπηλιά
που σκάβουν οι ρίζες μου
από την πρώτη μέρα μου
ως την ημέρα που ένας ήλιος
παρηγορητικός θα γκρεμίσει
την μέσα μου βροχή.



Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Το στομάχι

Ζει όλη τη μισή ζωή της
στο στομάχι της.
Μεγαλώνει κ μικραίνει,
σφίγγεται και μπλέκεται κουβάρι,
γεμίζει κι αδειάζει,
μα κυρίως,
κουβαλά
την πέτρα της.



Ο τελευταίος

Η αγάπη ήταν σύμπτωμα
παιδικής αρρώστιας 
που δεν πέρασε. 
Σαστισμένος κι αμήχανος
στη μέση της μέρας 
κάτω από έναν ξεγυμνωτικό ήλιο
παραμιλούσε:
Υπάρχουν άνθρωποι που λένε «ένα χρόνο μετά»,
εγώ θα λέω πάντοτε «πριν ένα χρόνο». 

Τα πουλιά και τ´ αυτοκίνητα 
οι άσπρες λωρίδες στους δρόμους,
τα σκληρά προφίλ των πολυκατοικιών, 
όλα τον κοιτούσαν 
σαν κάτι που μένει 
ενώ όλα φεύγουν, 
και διαλύονται στο φως. 

Πέρασαν σαν τυφώνας
πίσω από την πλάτη του 
με σκόνη, πάταγο, μανία
ως που έμεινε σε τοπίο κατάλευκο
αποστεωμένο, ουδέτερο. 
Εκεί βρήκε τον τελευταίο του καθρέφτη.  



Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Ο Τζο

Ο Τζο περνούσε τα βράδια του στο μπαρ,
την άλλη φυλακή του
Εκεί αναρωτιόνταν
ποιος θάνατος θα τον προλάβει πρώτος

Ο Τζο ήταν κοινός εγκληματίας
Αλλά ο Τζο δεν ήταν ένας κοινός εγκληματίας
Ο Τζο ήταν ένα πείραμα
Είπε ο επιστήμονας:
Ο Τζο θα ´χει συνείδηση και θα ´ναι ασυνείδητος
Ο Τζο βαφτίστηκε Ιανός
κι έγινε ένα αδίστακτο, καλοσυνάτο ανθρωπάκι

Γεννήθηκε μεγάλος
κι ονειρεύτηκε να γίνει μικρός όταν μεγαλώσει
Ο Τζο έζησε κρίνοντας και παρατηρώντας
αντί να ζήσει κάνοντας το απλούστερο:
Να ζήσει.

Ο Τζο κρεμάστηκε τριών χρονών
από τα σύρματα που άπλωνε τα ρούχα
η μητέρα του 
(καταγράφηκε στα χρονικά ως η πρώτη αυτοκτονία ανηλίκου)
στον πέμπτο όροφο του παλιού διαμερίσματος της προίκας της,
κι η προίκα του, μια εγκληματική ύπαρξη,
εφ΄όρου ζωής αβίωτης


Ο Τζο στα πενήντα του χρόνια
περνούσε τα βράδια του στο μπαρ
Εκεί αναρωτιόνταν πως, παρά τον θάνατό του,
κατάφερε να γίνει ένα ευαίσθητο, αλκοολικό καθίκι.



Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Μέλι

Δε μένει τίποτα.
Το ευγενικό μέλι τελείωσε χτες.
Το πρόσκαιρο θαύμα ξεχάστηκε.
Αδιόρατες αισθήσεις στο σπίτι με τα κλειστά παράθυρα.
Παρηκμασμένες μνήμες.
Χοάνη αχόρταγη η επόμενη μέρα ρούφηξε το βροτό.

Που είσαι στα βρώμικα σεντόνια;
Που είσαι στην φωτογραφία στον κήπο;
Που είσαι στις βαρετές διαδοχές στολίδι;

Αγωνίζομαι αλλάζοντας ρούχα.
Κόβω τα μαλλιά μου.
Ξεπλένω τα μάτια μου.
Καίω τα πόδια μου.
Σήμερα θα στρέψω και την καρέκλα να κοιτάζει αλλού
και τίποτα δεν θα είναι αρκετό.



Το μαντέμι

Για να περνάει η κρύα νύχτα
ρίχνω συχνά το σώμα προσάναμμα
στο σκληρό μαντέμι της.


Όταν καώ καλά, ανοίγω
ένα μικρό φινιστρίνι
κάτω απ´ την ξιφοειδή απόφυση.
Ξεχύνονται τότε τα καμμένα μάτια,
τα υπόλοιπα συντρίμμια,
και το έρμα μου όλο.
Το καμένο σώμα
γίνεται στάχτη ελαφριά κι απογειώνεται,
επιτέλους, εξαντλημένο.
Ξεκουμπώνω και στο πίσω της πλάτης
έναν μπερντέ τάχα επικαλυπτικό,
διάβροχο όμως και φτηνό.
Φυσάει στο διαμπερές του
κι όλα τα μέσα ξεκουράζονται για λίγο.

Έχω κι ένα μύλο στο στομάχι μου
που με αλέθει χίλια χρόνια.
Στάχτη κι αυτός!
Απαλλαγμένο απ´ το ασήκωτο βάρος του
το άβουλο σώμα,
παίρνει τη θέση του
στον εκάστοτε ουρανό,
για να λάμψει την ανακούφιση
πιο διακριτικά κι από αναβόσβημα
άστρου νεκρού.
Ακούγεται εκείνο το παρατεταμένο «ααααχ»
σαν τέλος παραμυθιού,
και σαν «ζήσαν αυτοί καλά».

Μέχρι όμως να ‘ρθει εκείνη η ώρα,
μέχρι να παραδοθεί το θλιμμένο σώμα,
πόσες μάχες δίνονται και χάνονται
κάτω απ´ το πολύχρωμο πολυτετραγωνισμένο δέρμα του;!
Στρίβεται, τρίζει, ανεβοκατεβαίνει,
αναδιατάσσει τα χρωματιστά του καρώ,
μήπως και βολευτεί
το κατάμαυρο, στερεογραφικό εσωτερικό.
Τυλίγεται και ξετυλίγεται τον ιδρώτα του.
Συστρέφεται γύρω από μια βέργα της μιας ίντσας
στερεωμένη στο πάτωμα και το ταβάνι.
Συσπάται, κουλουριάζεται, τεντώνεται, στριφογυρίζει
στο Προκρούστειο κρεβάτι του,
για να κερδίσει μια σταλιά Κυριακάτικου ύπνου,
με αντάλλαγμα πότε ένα πόδι, πότε ένα χέρι, πότε μια φωνή.
Όμως εγώ βρήκα το κόλπο.


Για να περνάει η κρύα νύχτα
ρίχνω συχνά το σώμα προσάναμμα
στο σκληρό μαντέμι της.



Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Αναχρονισμός

Κάποτε το πρόσωπό σου δε με τρόμαζε
Στο ανέστιο μέλλον μας σκαρφαλωμένα
όλα γυαλίσαν το σκοτάδι σκορπώντας
Σε μια φτηνή στιγμή θεμελίωσα
τα μικρά γόνατά μου
για να ελεώ σε κάθε βήμα μου
τον ζητιάνο χρόνο
απ´ το υστέρημά μου.

Απ´ το υστέρημά μου σ´ έφτιαξα κι εσένα
κι απ´ τ´ ακριβότερα υλικά της φαντασίας μου
να ´χεις κεφάλι από χρυσό
να ´ναι τα πόδια σου αρχαία
να έχεις δάχτυλα ασύγκριτα
να είναι οι μέρες σου πολλαπλάσιες.
Όλα σου τα ´δωσα ο Θεός.

Κι ως που να στρέψω το κεφάλι μου
στην τυπική ημέρα,
απώλεσες παράδεισο,
την χάρη,
και του αστήριχτου ονείρου
την μητέρα κεντρομόλο.
Έπαψε πια
το πρόσωπό σου
να μη με τρομάζει
περνώ τις μέρες μου
αποστρέφοντας
το ασυλλόγιστο βλέμμα.



Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Μακαρόνια

Φοβάμαι τις λήξεις στο σούπερ μάρκετ
Τα πακέτα μακαρόνια,
τις τρομακτικές κονσέρβες,
τις συσκευασμένες πενταετίες τους
Όλα μου λένε πόσο γρήγορα θα λήξω κι εγώ.






Προγονικό

Μείνανε αγκαλιασμένοι σφιχτά
πάνω σε στρώμα από άχυρο
σαράντα-τόσα χρόνια
Αναζήτησαν άλλα πόσα τον πόνο
ώστε να μπορούν ν´ αγαπιούνται
κι ούτε κοιμόταν, ούτε αγαπιόνταν
Πλαστικοποιημένοι μιλούσαν,
μάλωναν, εχθρεύονταν
την πλαστική αγάπη τους
Πολυμερίστηκαν τα χρόνια
στα χέρια, η έχθρα ξέφτισε
όπως τα νιάτα τους.
Τώρα ενώθηκαν τα κορμιά,
μα τι να το κάνεις; Ζωή·
ήταν κι έφυγε, πάει.



Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Ασιτία

Έχουμε αφήσει θραύσματα,
ο ένας για τον άλλο,
σκορπισμένα σ´ όλο τον κόσμο.
Μαζεύουμε στα μοναχικά μας ταξίδια
παλιές φωτογραφίες,
λέξεις σε μηνύματα,
αποχρώσεις φωνών,
εκκρεμείς ακόμα λαχτάρες,
αποχτενίδια,
ασπρόμαυρες θρυμματισμένες εικόνες,
κυρίως μίλια χιλιάδες αποστάσεων αγεφύρωτων
βήματα αζευγάρωτα μαζεύουμε.
Πηγαίνουμε και προσκυνούμε ασυγχρόνιστοι
σ´ αυτούς τους ιερούς τόπους
Πίνουμε δυνατά κοκτέιλς δίπλα σε αστικά ποτάμια
κυλάει ο χρόνος
οι πόλεις διαλύονται η μια μες την άλλη
δυνατά κοκτέιλς
τα ρομποτικά βήματά μας
τα χορευτικά βήματά μας
αποκλείνοντα
Όμως
Τα ψίχουλα αυτά τα σκορπισμένα
στα φαρδιά πεζοδρόμια της Champs-Élysées,
στις πολυτελείς όχθες του Ρήνου,
στις παλλόμενες βιτρίνες της Regent,
στα κενά μεταξύ των τελειών και των κεφαλαίων στα ποίηματα,
αρκούν καμιά φορά να χορταίνουν την υποσιτισμένη ζωή μας.



Η σακούλα

Θα έρθω μια μέρα
στο σουπερμάρκετ που δουλεύεις
Θα έρθω
να αγοράσω φρυγανιές και σαμπουάν
Θα σε κοιτάζω
από τα μακρυνά ράφια
Από τους αντικατοπτρισμούς των ψυγείων με τα γάλατα
Θα είναι
το δέρμα σου λευκό
τα μαλλιά σου κόκκινα
θα καίγονται
οι λεπτές σακούλες και τα χαρτονομίσματα
θα θροίζουν ακατάπαυστα

Λέω μια απ´ αυτές τις μέρες
να παραφυλάξω
Θα κλείσεις με τα κλειδιά σου
θα πάρεις τον ιδρώτα σου
στην φτηνή σακούλα του Βασιλόπουλου.
Θα στρίψεις στον κεντρικό και θα χαθείς.



Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Αίθουσα αναμονής

Είναι
τα χείλη σου κρεμασμένα 
στα κλειστά παράθυρα της παρακείμενης κεραμοποιίας.
Χρόνια αθόρυβη, χωμάτινη, επιβλητική, ακίνητη.
Πουλιά φωλιάζουν στα σπλάχνα της.
Αλητάκια σπάνε με πέτρες τα παράθυρα.
Σκόνη ξαπλώνει στη σκόνη της.
Μάτια αδιάκριτα την τρυγούν.

Είσαι
μια αίθουσα αναμονής προσωπική
στο αεροδρόμιο σε προσπερνώ
σαν να μην είσαι
για μένα
παίρνω τα λόγια μου και
τα σπάω σε άγνωστες
λέξεις
Να μπορούσα να σταματήσω να μιλώ
για τα ολόπικρα χείλη σου
με τις άπειρες πτυχές τους
λέω
και συνεχίζω να γράφω.



Το μηδέν

Έτσι λοιπόν μου είπε ένα βράδυ
την αλήθεια της μέδουσας
κι εγώ την πίστεψα ως το τέλος.
Μ´ αυτή την αλήθεια
έφτασα
ως την ηλικία που οι άνθρωποι
καταπίνουν τα χάπια τους
χωρίς νερό.

Κρατάω στα χέρια μου και κοιτώ
την επίμονη φωτογραφία.
Τα τεράστια πενθούντα μάτια της
είναι νησιά
και γύρω μια μαύρη θάλασσα
πτυχωμένη,
πλαισιώνει τη βουβή θλίψη.

Αύριο πάλι θα αναφερθούν οι φαντάροι
πίσω απ´ τον παλιό μαντρότοιχο
Πάλι θα τρέξει το σκυλί στον δρόμο
Θα ανάψουν και θα σβήσουν φώτα,
μηχανές, σώματα.

Αύριο και όλα τα αύριο ένα πορτρέτο στρογγυλό.
Θα επιμείνει κόκκινο, άσπρο και μαύρο
σαν μια ρουλέτα απειλητική
και γοητευτική
όπου κερδίζει πάντα το μηδέν.



Άνθρωπος στη γέφυρα

στην αγαπημένη μνήμη του Φ.


Ένας άνθρωπος μέτρησε μια γέφυρα
με το μπόι του.
Τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του,
ψηλός ήταν, είπανε,
είπανε και πάει.
Ένωσε δυο όχθες τραγικές
τον πέρα με τον δώθε θάνατο,
έσκισε στη μέση το ποτάμι, το
έσκισε και πάει.



Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Το σακάκι

Το βράδυ ονειρεύτηκα πως φορούσα ένα μεγάλο σακάκι
Περίσσευαν τα μανίκια και οι ώμοι
Περίσσευαν οι πλάτες και το μάκρος του
Έπλεε το μικρό μου σώμα στο επικίνδυνο ρούχο
Φούσκωνα, φούσκωνα, απλωνόμουν να γεμίσω
τον άπλετο χώρο μέσα του αλλά φευ
Ήμουν μικρός κι αυτό αμείλικτα μεγάλο
Κι έμενα έτσι κωμικός να κοιτάζομαι στον μεγάλο καθρέφτη
και να κουνάω πέρα δώθε τα αόρατα χέρια μου
Έστεκε ακίνητο το σακάκι κι εγώ σ' αυτό
μια αδιόρατη γραμμή, ισχνή ανάμεσα στα πέτα του
κι ένα κεφάλι αγκαθωτό, σχεδόν χωρίς σώμα.



Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Περί πυκνότητας

Οι άνθρωποι συνηθίζουν τα ξένα σώματα.
Ναι. Τα συνηθίζουν.
Έρχεται και πυκνώνει η επιθυμία στον χώρο έξω απ´ τον χώρο τους.
Σωματοποιείται η εαυτώ αγάπη στο εξώσωμα.
Κι ύστερα χάνονται.
Αραιώνουν.
Κι ο σημαντικός ένας,
ο σημαντικός άλλος,
χάνεται στο μεγάλο πλήθος.



Ο χώρος

Έχω ένα προσωπικό σύμπαν φαντασιώσεων
σκοτεινό και στενόχωρο.
Ταξιδεύω με μεγάλη ταχύτητα προς κάθε κατεύθυνσή του.
Γνωρίζω τα στενά όριά του με το σώμα μου
και εξαϋλώνομαι.

Κελί ένα επί δύο όμοιο με τον βηματισμό μου
ενώ στροβιλίζομαι ψάχνοντας μια επόμενη νέα συγκίνηση
σ´ αυτό το απείρωμα των οικειοτήτων.

Στον άπλετο χώρο μέσα του,
τον διαρκώς έσω επεκτεινόμενο
τον αενάως συμπυκνούμενο
τον απολύτως γνωστό
ψάχνω την άγνωστη σπιθαμή.



Περί μέλλοντος

Αγάπησε τις τελειωμένες ιστορίες
Την απουσία μέλλοντος χρόνου
Την ασφάλεια της δεδομένης φθοράς
Έτσι περπάτησε. Ηττημένος.
Μ´ έναν σπασμένο ώμο στις πλάτες.
Μ´ ένα ελλειπτικό ημερολόγιο στις τσέπες.
Με κάτι σκληρά παπούτσια με σόλα σπασμένων γυαλιών στα πόδια του.

Το εφιαλτικό σενάριο της ευτυχίας,
ή κάποιας στοιχειωδώς καλής ζωής,
τοτέμ στη μέση της αυλής
και γύρω του χόρευε απελπισμένους χορούς της ξηρασίας.

Ξέχασε ανάγνωση και αργότερα τη γραφή
και μίκρυνε και αγρίεψε 
και χάθηκε σε μια θάλασσα παγωμένη
όπου ταξίδεψε έναν κόσμο παλιό
πολλές ξέγνοιαστες φορές.



Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Σκάλα

ονειρεύτηκα μια σκάλα
-κλίμακα αδιέξοδη-
λαχτάρισαν τα μάτια μου
μια πόρτα να δρασκελίσουν
να περάσουν ένα σύνορο
μια αυλή κρυφή να τρέξουν
κάτι σαν όριο να διαρρήξουν
μια λιμοκτόνα πόλη, ανυπεράσπιστη να αλώσουν ηρωικά ή
έστω να ταράξουν μια σιωπή εύθραυστη φευ

Όλες οι σκάλες τοίχοι
Όλα τα βήματα ακίνητα
Όλες οι πόλεις νεκρές
Όλες οι σιωπές μιλημένες
Όλες οι προσπάθειες των Τρώων
Έμεινα στόχος ακίνητος πυροβόλησα

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Το παλιό ποίημα

Μου διάβασες το παλιό ποίημα
Εκείνο που κάποτε έπεσε μέσα σου
σαν σταγόνα σε ξερό χώμα

Τα πλημμυρισμένα δάχτυλα
τα ακριβά σου μάτια
Μου διάβασες εκείνο το παλιό ποίημα
σαν να μου έλεγες
αυτά είναι τα μάτια μου
αυτά είναι τα χέρια μου
πάρε τα

Τότε καθισμένη μαλακά δίπλα μου
τώρα ασφαλώς μακρυά
μου διάβασες εκείνο το παλιό ποίημα
για κάτι φιλιά παλιά
σταγόνες και χώματα και λάσπες
μάτια, χέρια, και γκρεμίσματα



Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Έρημη χώρα

χάθηκα μέσα στους άλλους
μέσα στις λέξεις τους
διαλύθηκα
τέλειωσε η άνοιξη
τελειώνει και το καλοκαίρι
κι εγώ δεν έμαθα να περπατώ
μόνο σέρνομαι
καθόλου αυθεντικά
προς τον βαρύ μου χειμώνα

χαράμι το κρασί και το νερό μου
τόσο νερό
κι εγώ να πάω διψασμένος
τόση στεριά κι εγώ να πνιγώ

κυματιστές μου προσδοκίες
στο βυθό σας κρατήθηκα
απ´ τα μαλλιά
κι εκεί περιφέρθηκα άσκοπα
σε έρημη χώρα
μονόχρωμη και άηχη


Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Τα παιδιά

Κι εγώ, μη νομίζεις, παιδί της ελεημοσύνης είμαι.
Πήρα ό,τι μου δώσαν,
ό,τι περίσσευε,
και μ' αυτό πορεύομαι.
Τρώω, πίνω, κοιμάμαι, ανασαίνω την ελεημοσύνη τους.
Κι απ' τα μεγάλα μανίκια μου
κι απ' τα μικρά παπούτσια
σκουπίζω τα μάτια μου
και σκουντουφλάω εδώ κι εκεί.

Έμαθα όμως να πορεύομαι με τα λίγα
σ' αυτή την ανάπηρη πορεία προς τα πάντα.

Κι έτσι κι εγώ, μέσα από ευφάνταστο κύκλο αποφυγής,
πέτυχα να κληροδοτήσω την ελεημοσύνη
και την αποτυχημένη γενναιότητα.
Φόρτωσα στο παιδί τη μισή μου έλλειψη
κράτησα για μένα την υπόλοιπη.
Τρώει, πίνει, κοιμάται, ανασαίνει την ελεημοσύνη μου.
Κι απ' τα μικρά της χέρια
κι απ' τα μικρά της πόδια
σκουπίζω τα μάτια μου
και σκουντουφλάω εδώ κι εκεί.

Έμαθε κι αυτή να πορεύεται με τα λίγα
σ' αυτή την ανάπηρη πορεία προς τα πάντα.

Τι να συγχωρέσεις, κι από ποιον να συγχωρεθείς.



Το μισό κορίτσι

Είδε το μισό κορίτσι να αναδύεται με δόξα και φρίκη
τ' άλλο μισό κομμένο σαν χαρτί
απ' το ολόκληρο φεγγάρι κι απ΄ τ' ανοιχτό παράθυρο.
Κι οι σκιές ζητούσαν μερίδιο.

Είδε το μισό κορίτσι να χάνεται στη νύχτα με χάρη
τ' άλλο μισό καρφωμένο στο κρεβάτι
με τα σχοινιά του Προκρούστη στεφανωμένο.
Το ιδανικό, ήθελε κομμάτι κι αυτό.

Ήταν κι αυτός εκεί.  Αλλά δεν είδε κανέναν άλλο.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Περί Άδου

Η Ναυσικά. Το Ιερό Δισκοπότηρο των γυναικών. Είχε στα πόδια την δροσιά της θάλασσας. Στα μαλλιά τον αλμυρό της αέρα. Τα ξανθά χρώματα του καλοκαιριού στο σώμα. Σαπούνι ανέδυαν οι πόροι της. Το φιλί της, κρασί Σαντορινιό. Κι όταν την άκουγες έλεγες πως έτσι τραγουδούν οι σειρήνες!

Τα πόδια της τα έκοψα μ’ έναν μικρό μπαλτά ακονισμένο. Έκαψα τα μαλλιά της με οινόπνευμα και σπίρτο. Πήρε και σκούριασε το σώμα της σαν φύλλο φθινοπωρινό. Πίκρανε η γεύση της και το στόμα της έγινε αλκαλικό. Μύρισε θειάφι και θάνατο. Το φιλί της ξίδι και χολή. Κι όταν της ψαλίδισα τις χορδές με το χρυσό μου ψαλίδι, δεν ξαναμίλησε πια.

Εγώ δεν είμαι ο Οδυσσέας αγάπη μου. Είμαι ο Άδης, κι έτσι αγαπώ.


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Το ταβάνι

Το ταβάνι έβρεχε όλο το βράδυ
Σε αργυρή λεκάνη έλουζες τα μαλλιά σου
Το χρυσό λέρωνε τη λεκάνη
Χτυπούσε ρυθμικά τα μέταλλά της
Σκυμμένη όλη νύχτα έψαχνες στα χρυσά νερά
Μέσα στα βρεγμένα δάση και τις στάχτες
Ανάμεσα στα γράμματα που φλέγονταν
Έψαχνες για την άσβεστη λέξη

Τα παιδιά σου μεγάλωναν στ' όνειρο
Ή ήσουν ξανθό παιδί μαλαματένιο
Έξω από το σπίτι που καίγονταν
Κάτω απ' τη βαριά βροχή
Μέσα στο πυκνό δάσος με τα πράσινα
Και τα κρυμμένα γράμματα
Που προσπαθείς να διαβάσεις από τότε
Ποιοι μεγάλωσαν και ποιοι μείναν;

Το ταβάνι κατέβηκε, κατέβηκε, κατέβηκε
Με το ένα πόδι σου στην αποβάθρα
Με το άλλο πόδι σου στο πρώτο σκαλί του
Αγκάλιαζες το φλεγόμενο τραίνο
Και χωριζόσουν σε αργή κίνηση
Στη μέση σου.  Στη μέση του πλάνου
Όλα σε αργή κίνηση και το σφύριγμα αργό
Θα σου κρατήσουμε λίγη ζωή σε εκκρεμότητα




Ο γάντζος

Η αγάπη ένας γάντζος.
Ένα αγκίστρι ακονισμένο
στην αόρατη πετονιά.
Να φεύγεις
και να σου σκίζει το δέρμα.



Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Ένας άνθρωπος

Ένας άνθρωπος στάθηκε όρθιος.
Με τα χέρια δεμένα.
Πίσω από την πλάτη του.
Με την πλάτη του γυρτή.
Περιστοιχισμένος από όλους μας.
Είπε: Να! Αυτή ήταν η ζωή μου.
Κάτι ψιθύρισε. Κάτι φώναξε.
Κύκλωσε το κέντρο του.
Εμείς τον κοιτάξαμε.
Κάτω από ψηλά πλατάνια.
Πάνω από δροσιές.
Ένας άνθρωπος όρθιος.
Καμπουριαστός.
Ασπρομάλλης.
Με τα αδύνατα πόδια του γυμνά.
Με τα αδύνατα χέρια του δεμένα.
Ένας άνθρωπος γυμνός.
Αναστέναξε.



Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Ελάχιστες Ιστορίες - Η μονωτική

Μια μέρα πήρε κι έδεσε όλο του το κορμί με μαύρη μονωτική ταινία. Όχι από τις φτηνές. Έψαξε την καλύτερη. Την πιο ανθεκτική. Του άρεσε, έτσι κι αλλιώς, να ξοδεύει τις ώρες του στο Praktiker. Ανάμεσα σε βίδες και τρυπάνια. Σε ρητίνες, κονιάματα και εργαλεία. Βρήκε την πιο δυνατή. Την διάλεξε τεστάροντας διάφορες σε σημεία του σώματός του. Τις μεγάλες του γάμπες. Τα μπράτσα του. Μέρη τα οποία μπορούσε να σφίξει και να τεντώσει ώστε οι αδύναμες ταινίες να απορριφθούν.  Η ταμίας κοιτούσε απορημένη το καλαθάκι με τις ταινίες. "Τι θα τυλίξετε με όλες αυτές;" τον ρώτησε γελαστή.  

Την ημέρα εκείνη ξύπνησε ιδιαίτερα ανάλαφρος, νωρίς το πρωί. Ξύρισε όλο του το σώμα και το κεφάλι, κι έκανε ένα καυτό μπάνιο με το αγαπημένο του αφρόλουτρο. Μύρισε ολόκληρος βανίλια και κανέλα. Ετοίμασε ένα γενναίο πρωινό. Αυγά μάτια με λίγο προσούτο. Φρεσκοστυμένο χυμό πορτοκάλι. Πεπόνι. Έπιασε τον εαυτό του να σιγοσφυρίζει ένα παλιό τραγούδι πίνοντας τον καφέ του. Κοίταξε την ακούραστη πόλη που βούιζε στα πόδια του. Ήταν φρέσκια η μέρα. Δροσερή από τον χτεσινό βαρδάρη. Τραγανή και γυάλινη. Έβλεπε μέχρι πέρα τον Όλυμπο.

Ξεκίνησε από τα δάχτυλα των ποδιών του. Κάλυψε επιμελώς τις μικρές πτυχές ανάμεσά τους. Μετά ανέβηκε προς τα πάνω. Πόδια. Αστράγαλοι. Γάμπες. Γόνατα. Οι ταινίες τέλειωναν η μία μετά την άλλη. Μια σκέψη του πέρασε από το μυαλό και τον κλόνισε για λίγο. Αν είχε υπολογίσει σωστά ώστε να καλυφθεί ολόκληρο το σώμα του. Η μισογεμάτη ακόμα σακούλα δίπλα του τον καθησύχασε. Ωστόσο μικρές σταγόνες ιδρώτα είχαν ήδη καλύψει το κεφάλι και τον λαιμό του. Τις μασχάλες και το στέρνο. Σκουπίστηκε προσεκτικά με τις καλές του πετσέτες. Αχρησιμοποίητες χρόνια. Τις κρατούσε για μια καλή περίσταση. Η αλήθεια, δεν μπορούσε ως τότε να φανταστεί ποια θα ήταν κατάλληλη περίσταση για χρήση των καινούργιων πετσετών. Και να που τελικά είχε βρει μια τέτοια.

Κοιτούσε να κάνει ακιρβή δουλειά. Να επανωτίζουν οι επόμενες στρώσεις ομοιόμορφα στις προηγούμενες. Να μη μένουν κενά. Έσφιγγε την ταινία τόσο ώστε να του φτάσουν οι αναπνοές μέχρι να καλυφθεί ολόκληρος. Στο ύψος του στήθους έκανε διάλειμμα. Διέκοψε την ανοδική πορεία κάλυψης και ξεκίνησε τώρα από το κεφάλι προς τα κάτω. Η αίσθηση στο δέρμα του κεφαλιού ήταν διαφορετική. Ένιωσε το αίμα του να αδειάζει και να ελαφραίνει η σκέψη του. Το στήθος όμως είχε φουσκώσει και μπλαβίσει. Άφησε μια χαραμάδα στα μάτια. Μια ακόμα στη μύτη. Έκλεισε σφιχτά το στόμα. Πιο σφιχτά από τα υπόλοιπα σημεία. Προχώρησε στο λαιμό και στάθηκε πάλι.

Όπως πήρε να καλύπτει τα χέρια του άκουγε πια το σώμα να χτυπά συγχρονισμένα με την καρδιά του. Ο πόνος που είχε ξεκινήσει πριν κανένα μισάωρο, γινόταν σιγά-σιγά ανυπόφορος. Το στέρνο του φουσκωμένο και ιδρωμένο είχε αρχίσει να μαυρίζει. Βιάστηκε να τελειώσει κι έτσι στα χέρια του η δουλειά έγινε με λιγότερη επιμέλεια και περισσότερη αγωνία. Το παρήγορο ήταν ότι οι ταινίες θα αρκούσαν. Όρθιος τελείωνε το δεξί του κι ήταν πια η ώρα να κλείσει και το στήθος του. Από τον λαιμό και προς τα κάτω. Έσφιγγε καλά τα τελευταία σημεία κι ήταν πλέον σχεδόν αδύνατο να αναπνεύσει. Ο ιδρώτας κυλούσε από τα λίγα ακάλυπτα σημεία του σώματός του. Από τα μάτια του και τον δυσκόλευε να δει. Τον έτσουζε. Από το ελάχιστο ανοιχτό στήθος.

Τελείωσε βασανιστικά τους τελευταίους γύρους της ταινίας. Το σώμα του χτυπούσε να βγει προς τα έξω. Το συμπιεσμένο αίμα τρυπούσε το κεφάλι του. Μέσα στην περίεργη αυτοσχέδια στολή του το ένιωθε μεγαλύτερο, εξαιτίας της συμπύκνωσής του σ' έναν λίγο μικρότερο χώρο από αυτόν που είχε ζήσει τόσα χρόνια. Προσπαθούσε από την μια να αναπνεύσει κι από την άλλη να υπολογίσει πόση επιφάνεια έχασε από το σώμα του κι έγινε τόσο δύσκολη η αναπνοή του. Φανταζόταν ότι δεν ήταν περισσότερο από λίγα τετραγωνικά εκατοστά και γελούσε γιατί του φαινόταν τόσο αστείο όλο αυτό. Αποφάσισε να βγει έξω και να κλείσει εκεί τις τελευταίες εκκρεμότητες. Η μπαλκονόπορτα ανοιχτή από την αρχή. Ζαλισμένος άκουγε θολά πια τον ήχο της πόλης. Κοίταξε κατά την θάλασσα. Ωραία ήταν.

Βρήκε και κάθισε σ' έναν αναποδογυρισμένο παλιό κουβά. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Τα χέρια του ήταν βαριά. Έκλεισε τα μάτια του. Πήρε δυο τελευταίες ανάσες. Ύστερα τη μύτη.

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Οι φυτεμένες

Το βράδυ ονειρεύτηκα πως πότιζα έναν κήπο
Πόδια γυναικεία, λεπτοί αστράγαλοι και φλέβες
Δάχτυλα λεπτά, νύχια βαμμένα κόκκινα
Δαντέλες, γραμμές ύδατος, μυρωδιές ροδιού και γιασεμιού

Απ' τα δικά μου δάχτυλα, και τις παλάμες, φύτρωναν κλωστές
Πυκνές σαν τις τρίχες των μαλλιών μου, επίμονες, αόρατες
Στην άλλη άκρη τους έπιναν νερό κι αίμα οι στοιχειωμένες
Παραστάσεις της ζωής μου μία-μία κι όλες μαζί
Κι εκείνα που ούτε τα διώχνω, ούτε τα δέχομαι

Σκάλιζα τον κήπο κι έφτιαχνα έναν κήπο μέσα στον κήπο
Κι έναν κήπο μέσα στον κήπο μέσα στον κήπο
Με τις κλωστές στα χέρια μου, χόρευα τις κούκλες μου
Όπως σαρώνει τη ζωή μου ο θάνατος απ' άκρη σ' άκρη
Σαν σεντόνι μεταξωτό, δεμένο στο κρύο μου σώμα

Είναι τα μάτια μου στραμμένα στον μαγνητικό πόλο
Μιας εποχής χωρίς χρώματα και μυρωδιές και μόνο έτσι βλέπω
Όμως μέσα στο όνειρο, με τον οξύ μου πόνο δρεπάνι, θερίζω
Κόκκινα χρώματα, και φέρνω με τις παλάμες μου πράσινες
Μυρωδιές βασιλικού στα ρουθούνια μου κυματιστά

Εσάς, Που σας φύτεψα σποράκια ακόμα στα εύφορα χώματα
Που σας πότισα Που σας ξερίζωσα από δω Σας ξαναφύτεψα εκεί
Που έτσι ή αλλιώς ανθίσατε και σαπίσατε στην ασπρόμαυρη ζωή μου μέσα
Εσάς, που σας έκοψα χωρίς να σας μυρίσω ή να σας δω
Σας ξαναβρίσκω τα βράδια, ανθισμένες, μυρωμένες, άκοφτες

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Το τρυπάνι

η αγάπη μέθοδος τιμωρίας
δένει τα χέρια πισθάγκωνα
σύρμα λεπτό, κοφτερό, εξαντλητικό
ταΐζει στο στόμα την άτροπο
φύλλο-φύλλο, λέξη-λέξη ξυραφίζει
το σώμα με απλά, καθημερινά,
ένας καναπές, ένα τραπέζι,
ένα φιλί, η χαρά του πόνου

τι αξίζουμε ρωτάει το πουλί,
στο κλαδί του και τσιμπάει
τα ξεφτισμένα του φτερά
τι αξίζουμε ρωτάει το κλαδί
και πριονίζει τα πόδια του
μ' ένα οξύ ράμφος ματωμένο

πέντε ασκήσεις βιοχημείας
αργότερα άλυτες θα μείνουν
για μέρες πολλές σκόρπιες
στο πάτωμα θα σκουπιστούν
με μια σκούπα αχυρένια κι ένα
τσίγκινο φαράσι λεπτό

η αγάπη το άλυτο πρόβλημα
του κόσμου το έλλειμμα του
πάνω σε μια πολιτεία πλωτή
φωτεινή, χαμένη στην πιο βαθιά
θάλασσα ταλαντώνεται
και κυματίζει σημαία
ουτοπική στο ψηλότερο σημείο
του αμμουδένιου κάστρου της

τι αξίζουμε ρωτάει ένα φύλλο,
στο κλαδί του και βουτάει
το τρύπιο δέρμα του και
τι αξίζουμε ρωτάει η παλιά του
θέα που ξεπέφτει σε αργή
κίνηση και γίνεται χώμα

η αγάπη μέθοδος τιμωρίας
παίρνει, παίρνει, παίρνει
μυελό μ' ένα γρήγορο τρυπάνι
και ταΐζει την καλοφτιαγμένη
μαριονέτα ραφή - ραφή
σταυρωμένη, στα τρύπια
χέρια ενός παίκτη οι κλωστές
στα τρύπια του μάτια η αγάπη



Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Φω

Ο λυτρωτής θα σε γδύσει
από τα όμορφά σου λούσα
και να μην ανησυχείς

τα καστανόξανθα μαλλιά
το μαρμαρένιο δέρμα σου
τα λαμπερά σου δόντια

θα σκονίσουν ένα ράφι
κι εσύ να κοιτάζεις
απ´ τα πόδια του

βιβλίου τον ακίνητο
κόσμο που γεμάτος
δόντια λαμπερά

γεμάτος μαρμαρένια
δέρματα και καστανά
ξανθά μαλλιά

θα γυαλίζει σαν φω
μπιζού στα αθώα
τους μάτια

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Ερημικό

μακάρι να έβρεχε λιγάκι, να σβήσει
η γη που φλέγεται από τα χρόνια
της ζέστης

από τις σκασμένες, αφυδατωμένες
πληγές της όταν ακούγονται κραυγές και
τριξίματα απαλά

ας έβρεχε λιγάκι να τρέξει το νερό στα
χάσματα να τα γεμίσει με
προσωρινή δροσιά και

τα ξεραμένα χέρια κι οι βασιλικοί στα
φυτεμένα χώματα, καμία αντίσταση
να μην φέρουν

οι άγονοι τόποι για να κατοικηθούν,
της εφήμερης σταγόνας τη
χάρη και το εμβατήριο

στο κρεμασμένο άνυδρο σύκο που
όλο θα γίνει μέλι και αίμα
του άγλυκου στόματος

ν' ακούσουν τα λευκά δόντια κι η
γλώσσα να τσακίσει αυτό
που σημαίνει με

το νέο σάλιο στους αναγεννημένους
κάλυκες, οι σφαίρες στο
ξερό χώμα δίπλα

στα ποτισμένα αυλάκια δίπλα
τα φεγγάρια σε θραύσματα
όπου βρουν

ν' ανακλώνται ψαλιδισμένα και
χαρούμενα εδώ κι εκεί
και θλιβερή η

ομορφιά του ανθισμένου κόσμου
όσο και της ζωής της
σπασμένης

εδώ κι εκεί να έβρεχε λιγάκι



Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Αλεξύπνιον

Σάββατο βράδυ
δεν κοιμάμαι
Στριφογυρίζω στο κρεβάτι
και ανυπομονώ

Όταν θα ξημερώσει για τα καλά
θ´ ανοίξω τα παντζούρια
Θα βρέχει
Θα σηκωθώ
Θα φέρνω έναν κύκλο το κρεβάτι
(Τα παγωμένα μάρμαρα θα ξυλιάζουν τα πόδια μου)
Θα γδυθώ
Θα αλλάξω μεριά
Θα ξαπλώσω
Θα βυθιστώ σ´ έναν δίκαιο ύπνο

Είναι μια απόλαυση που επιτρέπω στον ψεύτη
εαυτό μου πότε-πότε να ξαπλώνει στην άλλη
πλευρά για να κοιμάται

Το επόμενο βράδυ
το σώμα μου θα επιστρέψει στην πλευρά του
κι ο ύπνος μου
θα το εγκαταλείψει μέχρι την επόμενη φορά.



Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ελάχιστες Ιστορίες - Το κορίτσι με το τατουάζ

Ήταν από κείνους τους ανθρώπους που δεν μπορούσες να μην τους συμπαθήσεις. Δε θα τον έλεγες όμορφο. Είχε όμως κάτι απροσδιόριστο που δεν σ´ άφηνε αδιάφορο ακόμα κι αν περνούσε απλά από δίπλα σου. Μύριζε σανταλόξυλο, πορτοκάλι και κανέλα, κι η φωνή του έβγαινε σαν από βαθιά, δροσερή σπηλιά. Είχε μαλλιά ατίθασα, πυκνά, συρμάτινα που μαύριζαν όταν έβρεχε, αλλά κυρίως άσπριζαν από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε. Μιλούσε για παλιές πληγές και καινούργιες πάνω στις παλιές.  


Με τους ανθρώπους ήταν ενίοτε καλός. Έλεγε "σε χρειάζομαι" σ´ εκείνους που τον χρειάζονταν κι έκλαιγε αθόρυβα και στεγνωμένα. Έκανε πολλά κάθε μέρα μα τίποτα το ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο. Όμως, αν παρατηρούσες τα χέρια του θα ορκιζόσουν ότι είναι τεχνίτης μια τέχνης παλιάς και πολύ λεπτής. Τσαγκάρης; Αργυροχρυσοχόος; Χειρουργός; Ποιητής; Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Λεπτά και νευρικά δάχτυλα. Και χέρια γεμάτα φουσκωμένες φλέβες που χτυπούσαν ρυθμικά.   Κόκκινα πάντα από την αιμοσφαιρίνη και τον βρασμό που συντελούνταν ερήμην του ή όχι, εκ γενετής στο στομάχι.  


Ήταν πάντα κουρασμένος.  Αν τον έβλεπες να περπατά στο δρόμο, φαίνονταν ακόμα σχεδόν λαχανιασμένος. Έλεγες πως κάποιον αγώνα έτρεχε ή ότι κάτι τον κυνηγούσε. Όχι κάτι που απειλούσε τη ζωή του άμεσα. Κάτι όμως που κρατούσε μια σταθερή απόσταση απ' αυτόν και που τον έτρωγε σε κάθε ευκαιρία, λίγο-λίγο και αθόρυβα. Σαν το κακό που κάνεις σε αγαπημένους ανθρώπους, ή το κακό που κάνει η αξόδευτη αγάπη.  


Είχε ένα μαύρο κενό στη θέση του προσώπου του κι ένα τέρας καθισμένο στο κέντρο της μνήμης του.  Τον είδα και τον αγάπησα αστραπιαία. Ήμουν κι εγώ ακόμα ένα θύμα του. Κι αυτός ένας Γκρενουίγ στο κέντρο της πλατείας που περίμενε να εκτελεστεί και απολάμβανε. Το διάπλατο χαμόγελο. Και το ειλικρινές του κλάμα. Το διάφανο στήθος του. Το ευφυές αντίγραφο καρδιάς το μονίμως εκτεθειμένο στο κολακευτικό φως της ημέρας. Κυρίως όμως η μαύρη τρύπα του προσώπου του, σε ρουφούσαν σ´ ένα κενό αγάπης που σε άφηνε ανίκανο να αντιδράσεις. 

Ανίκανος να αντισταθώ κι εγώ, τον ακολούθησα πιστά για αρκετές δεκαετίες. Έγινα ο Σάντσο Πάντσο του, σ' έναν αγώνα με άγνωστο σκοπό. Σκέφτηκα, "τι πιο ιπποτικό από το να αγωνίζεσαι για να αγωνίζεσαι;" Ιδρώσαμε μαζί. Ματώσαμε μαζί. Απολαύσαμε το μεγαλείο του μάταιου μαζί. Χωρίς ποτέ να γνωρίσει αληθινά ο ένας τον άλλον.  Μας ένωσε μόνο ο κοινός μας αγώνας.

Ένα πρωί ξύπνησα από ένα περίεργο ανακαινιστικό όνειρο. Τον έψαξα κι είχε χαθεί. Τον είχε ρουφήξει το αδρό του πρόσωπο. Κατέρρευσε μέσα του. Κι έμεινε αυτός χωρίς σώμα κι εγώ χωρίς πρόσωπο. 

Τον ξαναείδα μετά από χρόνια στο μπράτσο ενός κοριτσιού που κατέβαινε στη Ναυαρίνου, από την Καμάρα.  Χτυπημένο με σινική μελάνη στο λεπτό της χέρι.  Σιωπηλό όπως πάντα και απρόσωπο όσο ποτέ.  Θα 'χει γίνει άγιος σκέφτηκα.  Και μπήκα στην Αγιασοφιά να του ανάψω ένα κερί.  



Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Εσπερινός

Αγία Σκληρότητα
στης ευσπλαχνίας σου την σκέπη προστρέχω.
Στη βελούδινη ευαισθησία σου ανάβω καντήλι
και προσεύχομαι να με φυλάς.

Η σκληρότητα της Πόρνης Ευαισθησίας αβάσταχτη.
Η τραχύτητά της μου άλεσε τα σπλάχνα.
Της αναλγησίας της το τραύμα βάθυνε ως το κόκκαλο
και δεν αντέχεται πια.

Του πρωτομάστορα

Αυτό το σπίτι είναι γεφύρι
που συνεχώς γκρεμίζεται.

Στα καινούργια δωμάτια
να μπει η καλή σου
στους τοίχους
να μπει η κόρη σου
στο πάτωμα
να μπεις εσύ
μα μην ελπίζεις.

Αυτό το σπίτι είναι γεφύρι
που συνεχώς γκρεμίζεται.
Κι εσύ να χτίζεις
με τα θλιβερά σου χέρια
ό,τι προλαβαίνεις
στο φως της μάταιης μέρας
αυτό το σπίτι θα γκρεμίζεται.

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Μαγνόλια

Υπήρξε βάρκα παρηγορητική
και σωσίβιο
στην πλάτη
εν μέσω καταιγίδας
Υπήρξε και πέτρα πολύτιμη
και βαριά
στον λαιμό
εν μέσω ήσυχης λίμνης

Υπήρξε λουλούδι ανθισμένο
όμορφο
στον μίσχο
δέντρου περήφανου στολίδι
Υπήρξε και λουλούδι κομμένο
θυσιασμένο
στο βάζο
δέντρου γυμνού η σωτηρία

Μονάχα, νομίζω, πως δεν υπήρξε



Δικαίως

Οι περισσότερες αγκαλιές
είναι άδικες
όπως αυτή
της σεντεφένιας κοπελιάς
στον αέρα που στέκει
με τα κλειστά της χέρια γεμάτα
απασχολημένα
βελούδινα
Το οικείο της χρώμα
θα πάει στράφι μαζί
με τα μαρμάρινα δάχτυλα
ποιος ξέρει σε ποιο
κουρασμένο σώμα
που τώρα δα μπορεί να σκέφτεται
πόσο
οι περισσότερες αγκαλιές
είναι άδικες



Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Τις Κυριακές που πηγαίνουμε σ

το τσίρκο
ένα μυθικό σκηνικό τρόμου
βγάζουμε βόλτα εκεί τις τερατώδεις
διασκεδαστικές μοναξιές μας
μ' ένα μαστίγιο στο λαιμό
κι ένα πνιγερό λουρί στο χέρι
εκθέτουμε τ' ανήκουστά μας
άναρθρα και ειδεχθή
και περάστε κόσμε να δείτε
δικέφαλα τέρατα και κλόουν
με ματωμένα χείλια
και ζογκλέρ με τέσσερις ζωές
στον αέρα και δυο στα χέρια τους
στο τσίρκο
σ´ αυτό το θέατρο της τρυφερής κυνικότητας
συντελείται σε λαϊκή απογευματινή
το ανοιχτό μας στήθος
στο τσίρκο
πουλάμε τη θλίψη μας
δυο δεκάρες την οκά
και τη χαρά μας μία
στο τσίρκο
υπερμεγέθεις και ελάχιστοι
σιαμαίοι και ασώματοι
να πεθάνουμε κρεμασμένοι
άπαντες
στο πιο ψηλό σχοινί



Άστεγο, μικρό ευχετήριο της απώλειας

Όλοι και όλα φεύγουν.
Κι όλοι μας, ο καθένας ξεχωριστά,
γινόμαστε ρολόγια σταματημένα
στα σημεία που αφήνουμε τους ανθρώπους μας...
ή που μας αφήνουν.

Εκείνο που χάνουμε,
εκείνο που αφήνουμε,
εκείνο που μένει αιώνια ζητούμενο,
δεν είναι ο έρωτας.
Είναι το αίσθημα του να ανήκουμε κάπου.


Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Απαρέγκλιτα

Δεν έκανε κανένα λάθος στη ζωή του.
Επαναλήφθηκε με απόλυτη ακρίβεια.
Απαρέγκλιτα και στατικά.

Περί φόνου

Καθίσαμε απέναντι.
Είχαμε κλείσει χίλια χρόνια μαζί.
Γέρασαν τα μαλλιά μας.
Θάμπωσαν τα μάτια μας.
Στο σώμα μου εντυπωμένα τα χέρια σου.
Στο δικό σου τα νύχια μου.
"Τώρα" μου είπες,
"τώρα θα πρέπει να μάθουμε να αγαπιόμαστε..."


Λες και μαθαίνεται η αγάπη.
Λες και είναι κάτι παραπάνω από μια νοσταλγία όταν κανείς λείπει.
Λες και είναι πιο πολύ από την πίκρα σου γι' αυτό που δεν έχεις.


Γι' αυτό λέω να σε σκοτώσω.




Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Βασιλική οδός

ο ύπνος μου περιστοιχίζεται από χιλιάδες ανθρώπους
τεντώνουν τα σεντόνια μου
τακτοποιούν τα όνειρά μου
πίσω απ' τα μάτια μου κρυμμένοι, παραμονεύουν
ρυμοτομούν και συχνά ανατέμνουν
ξηλώνουν και μπαλώνουν και συμμαζεύουν
τ' ασυμμάζευτα

ένας στρατός γνωστών και αγνώστων
προγεφυρώνει, προελαύνει και εν τέλει παρελαύνει
στο έσω δέρμα των βλεφάρων
φτιάχνοντας καινούργιους παλιούς κόσμους

πριν καν κοιμηθώ
ακούω τον υπόκωφο ήχο του ορυχείου
με τους σκαφτιάδες,
τα γεμισμένα και τ΄ αδειανά βαγόνια
με τους τριγμούς τους στις στενές ράγες
τα υποφωτισμένα σκαμμένα και τ΄ άλλα
τα αχάλαστα ακόμα κοιτάσματα
με τις προσπάθειες υποστύλωσης
και πότε-πότε τις καταρρεύσεις,
τον θάνατο και την μαύρη σκόνη
που με λερώνουν από μέσα.

ένα εργοτάξιο στον κλειστό λαιμό μου
κοχλάζει τις νύχτες και με αναδιατάσσει
προσπαθώντας να προσεγγίσει
ένα ασαφές αρχιτεκτονικό
που όσο περνάει ο καιρός, τόσο ξεθωριάζει



Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Αισωπικό

Αχ να σε δω στον δρόμο
να προχωράς προς το μέρος μου
να βάζεις το ένα πόδι μπροστά στο άλλο
να τινάζεις τα μαλλιά σου
να χαμογελάς και να χτυπά η καρδιά μου
Αχ να σε δω
μόνο μην έρχεσαι για μένα



Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Φωτογραφικά τοπία

ευθειασμένες είναι οι ράγες μου
δυο παράλληλες που
καμιά στροφή του δρόμου
κανένας τοίχος
κανένα εκτροχιαστικό τοπίο
δεν μπορούν να αναιρέσουν
την μονή τους διάσταση

εσύ,
και καλά κάνεις,
στέκεσαι και με κοιτάς με τα μεγάλα σου μάτια
και δε μιλάς

τι να πει κανείς στο σίδερο και τον ατμό;
τι να πει και στην ευθεία;


ένας κάποιος εκτροχιασμός πάντως εδώ που τα λέμε,
θα ήταν ίσως μια κάποια λύσις


Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Ο πίνακας

αυτή η θλίψη στα μισά σου μάτια
τώρα θα πρέπει να κοσμήσει το σαλόνι μου

θα σε χαράξω
σ' ένα καμβά ζωντανό
θα σε κρεμάσω
από το πιο σκληρό καρφί
θα σε καρφώσω
πισθάγκωνα δεμένη με σύρμα
στον τοίχο μου
θα σε βιδώσω
σ' ένα ποίημα κομψό
και θα κάνω συζητήσεις υψηλής διανόησης
για την τέχνη και το πολιτισμό
μέχρι ένα ανύποπτο αξημέρωτο
αποδραμούσα,
αποδιδράσκουσα,
να σε βρω να κόβεις λαχανικά στον πάγκο της κουζίνας μου
ζωντανή, πιο ζωντανή από ποτέ,

για να μπω ύστερα εγώ με δεμένα τα χέρια
και χωρίς δάχτυλα
στο κενό του πίνακά σου
και να μη ξαναγράψω πια
και να μην ξανακόψω τίποτα.


Αμνήμονες

θα σε ξεχάσω σαν άνθρωπο που αγάπησα
μέσα σ΄ εκείνο το μαγικό κανάλι
θα χαθούμε
στο ραδιόφωνο της παλιάς Φορντ
με τα παράσιτα
γιατί...


θα το πληρώσεις το όνειρο που τόλμησες
όταν κοιτάς το οικείο αδιέξοδο
στο δρόμο
με τις ανθισμένες πορτοκαλιές που έδρεψε
το φετινό χιόνι
γιατί...


θα σε θυμάμαι στην όμορφα απατηλή αρχή
με τα θαλασσένια μάτια σου
να με λατρεύουν
λαμπερά σε μια ακίνητη περιφορά του
ανέφικτου εγώ
γιατί...


θα με ξεχάσεις με τη νέα σου άνοιξη ανθίζοντας
δίπλα σ' ένα κρυφό "σ' αγαπώ"
στο παλιό ημερολόγιο
ανυπόγραφος και ξεθωριασμένος
θα μένω
γιατί..


μοίρα μας είναι ο τρόπος
που δεν μας αγάπησαν


Το όγδοο

Καίγονταν τα χέρια της πάνω
στο πρόσωπό της.
Κι όπου ακούμπησαν τα δικά μου.
Και το σώμα της καίγονταν.


Κάποτε όμως
είχε μια δροσερή
ξεχασμένη πια
φωνή.
Την ακούω καμιά φορά
ακόμα
στις παλιές φωτογραφίες.


Πιο πολύ όμως προτιμώ
να μην ακούω τίποτα.
Και να μη βλέπω.
Γιατί όλα είναι
ένα
ατιμώρητο έγκλημα
που με φυλακίζει.
Προτιμώ να συντρίβομαι
στην τραχύτητα
του συμπαγούς της βράχου.
Στην ανακουφιστική του σκληρότητά
να εκπληρώνω
τον ρόλο μου.
Προτιμώ τον βράχο
από την ανοιχτή θάλασσα.

Και αυτό είναι το δικό μου
θανάσιμο αμάρτημα.



Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Τώρα

Και τώρα θα πρέπει να βρούμε
καινούργια τραγούδια
ν' αγαπήσουμε
Να βρούμε καινούργια μέρη
για τα ίδια βήματά μας
νέα τοπία για τα παλιά μας μάτια

Πρέπει να ανακαλύψουμε στιγμές
όπου δεν περιέχεσαι
σημεία στην τοπογραφία του σώματος
και μυστικές ώρες ανάμεσα
στις ώρες της κάθε μέρας
που δεν θα γνωρίζει η παρουσία σου

Τώρα να μάθουμε να αγγίζουμε
χωρίς να ακουμπάμε το οικείο σώμα σου
να κοιμόμαστε χωρίς
να ξυπνάμε χωρίς
και, εν τέλει, να αγαπάμε χωρίς
αφού μόνο έτσι γνωρίζουμε να



Ξεχαρβαλωμένο σονέτο

Σε πένθησα αγάπη μου!
Ω! Πόσο σε πένθησα...
Στις ξηλωμένες μέρες μου
Στις βαθιές νύχτες

Σε πένθησα, όπως η μάνα το παιδί
Όπως ουρλιάζει το σκυλί τη νύχτα
Όπως ξεσκίζει το τσακάλι τη λεία του

Σε πένθησα και σε πενθώ
στην κάθε μέρα μου χωρίς γέλιο
στο κάθε ποτήρι νερό, αξεδίψαστα
στα τρύπια μου χέρια σε πένθησα

Σε πεθύμησα αγάπη μου
μα δε φοβάμαι να πω
σε σκοτώνω ακόμα μέρα μέρα



Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Το ποδήλατο

Έκανα ποδήλατο
Ξαναβγήκα στον κήπο
Συμμαζεύω ό,τι μπορώ
Νομίζω θα πεθάνω
Να ποτίσω τα λουλούδια
Τα αεί παρόντα κορίτσια
Να σπάσω τα ποτήρια τους
Βραδιάζει
Δεν θα προλάβω
να κουρέψω το γκαζόν
να ζήσω
Έχω ένα καινουργιο παιδικό ποτιστήρι
Γεμίζει δύσκολα
Αδειάζει εύκολα
Ποτίζω ό,τι βρω
Ό,τι προλαβαίνω
Οι γλάστρες ξεραίνονται
Ποτίζω τα πόδια μου
Τα τσιμέντα
Τα σύννεφα
Τα νερά
Τις άδειες γλάστρες
Ο καιρός κρυώνει
Το "σ´ αγαπώ"
είν´ ένας τρόπος ν´ αφήνω.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Το ιδιάζον προσωπείο

Είπαν οι γιατροί: "Ιδιάζον προσωπείο"
Η μητέρα του έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε...
Πήρε καλέμι και σφυρί
και έσπαγε, έσκαβε, έκοψε, έτριβε...
Σκούπισε τον ματωμένο ιδρώτα της.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπαν οι γιατροί: "Μα! Αυτό είναι θαύμα!"
Η μητέρα του γελούσε, γελούσε, γελούσε!
Πήρε γυαλόχαρτο και ράσπα
και έτριβε, γυάλιζε, έτριβε, γυάλιζε...
Σκούπισε τον σκονισμένο ιδρώτα της.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπαν οι άλλοι: "Τι καλό παιδί!"
Η μητέρα του γελούσε, γελούσε, γελούσε...
Πήρε φόρα και έσπρωχνε
και τραβούσε, έσερνε, έγδερνε, μάτωνε.
Σκούπισε τα ματωμένα του γόνατα.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπαν οι άλλοι: "Τι καλό παιδί!"
Η μητέρα του γελούσε, γελούσε, γελούσε...
Πήρε φόρα και ανέβαινε,
και τραβούσε, αγωνιούσε, φορτώνονταν, κουβαλούσε...
Σκούπισε το κουρασμένο του μέτωπο.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπε εκείνος: "Τι καλό παιδί!"
Μέσα του έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε...
Πήρε φόρα και πήγαινε,
και πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε...
Σκούπιζε το κουρασμένο του βήμα.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπε εκείνος: "Τι κακό παιδί!!"
Μέσα του έκλαιγε, γέλαγε, έκλαιγε...
Πήρε φόρα και πήγαινε,
και γύριζε, σκόνταφτε, κόμπιαζε, έσπασε.
Σκούπισε τα θραύσματα του καθρέφτη.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.




Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Μέτοικος

Σ' αυτόν εδώ τον τόπο 
που κανείς δεν γνωρίζει τον γραφικό μου χαρακτήρα
αποφάσισα
να ζήσω σαν άνθρωπος ελεύθερος.

Διάλεξα
να προσεύχομαι στην Αγία Πόρνη
και τον Θεό των καθαρών προθέσεων,
ν´ αγαπώ το φως της ημέρας
και ένα ποτήρι νερό,
να κλαίω λιγότερο για το χαμένο
και να γελάω για όλα τα λίγα του κόσμου.

Αλλού...
αχ, αλλού
έχασα όλη τη ζωή μου
παρά ένα λάθος χρονισμένο "σ' αγαπώ"
αλλά
σ' αυτόν τον άχρονο σταθμό
οι σημασίες ανακατεύονται,
κι όπως στο καλό χαρμάνι,
αποποιούνται το αυθύπαρκτο
και θεμελιώνουν
μια ζωή νέα.

Εδώ λέω να φυτέψω
μια ελιά συγχωρητική,
ένα πλατάνι που διψάει πάντα,
και μια σκιά βαθιά, δροσιστική,
να με σκεπάζει στοργικά
όταν περνούν από πάνω μου,
και χαιρετούν,
ξένοι διαβάτες.



Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

90

πως το ευθύ
σώμα γωνιάζει
μ' ένα φόρτωμα
βρώμικα χρόνια
το οξύ σώμα
σταχίζεται
γερμένο στον άνεμο
των ημερών
του κι υποκλίνεται
στο ζεστό
χώμα που το ζητά
και το ακούει όλο
πιο προσεκτικά καθώς
με μια βαθιά, σεβαστική
κίνηση διαπιστεύεται
μέχρι να γίνουν
ένα



Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Johatsu

ένας άνθρωπος
φοράει τα φτερά του
και χάνεται στον κόσμο των πουλιών
ένας άνθρωπος
αμνηστεύει τον εαυτό του
και χάνεται από μέσα του
επιτέλους
ένα πρωί αδιάφορης Τετάρτης
που στο πόδι του ήδη πατάει
το πρώτο βήμα
και κατασφάζει τους γονείς και
τους φίλους του τη γυναίκα και
τα παιδιά του
τα άπειρα παρελθόντα του και
και τα προδικασμένα μέλλοντα
και με χέρια καθαρά ξεκινάει
μωρό αβάπτιστο
λουλούδι αμύριστο
σκιά ασώματη
να χαθεί
σ' έναν σκοτεινό κόσμο

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Να βραδιάσει

Το κρεβάτι μου δεν είναι δικό μου ούτε
τα ρούχα στη ντουλάπα αυτό
το σώμα δεν είναι δικό μου ζει
ένα πλάσμα μυθικό μέσα του εγώ
δεν είμαι ποτέ παρόν μόνο εδώ μεταξύ
των λέξεων στριμωγμένος κρύβομαι μέχρι
να βραδιάσει.


Το λουλούδι

της Δ.

Εκείνη ζωγράφιζε
λουλούδια
που μεγαλώνουν
χάρτινα
λουλούδια
πέρα για πέρα αληθινά
από τον σπόρο
ως την ανθισμένη τους πληρότητα
αθώα ακόμα
τα χεράκια της και μου χάριζε
λουλούδια
χάρτινα
χρωματιστά πέρα για πέρα
αληθινά, για να θυμάμαι
καμιά φορά πως
γίνεται να είσαι
χωρίς
περιττό τίποτα



Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Μια χαρούμενη ιστορία

η γυναίκα είναι μια θλιβερή ιστορία

ταξιδεύει σαν διακριτός απόηχος
από την πρώτη κλειστή σπηλιά
ως την τελευταία
και από σώμα σε σώμα
ξεγελά με λαμπρά χαμόγελα
τα θαμπωμένα εύπιστα μάτια
τις ευλύγιστες βεβαιότητες
μοιράζοντας αυτό το λειψό κάτι
που ομοιάζει με ευτυχία

η γυναίκα είναι μια θλιβερή ιστορία

αντανακλά σε θολές τζαμαρίες
πότε τα ταλαντούμενα μαλλιά
πότε τα σκοτεινά μάτια
και από σώμα σε σώμα
σαρώνει και σαρώνεται με τέχνη
πιο βαθιά κι απ' το μεδούλι
πιο καίρια από ακμή ξυρού
μαζεύοντας αυτό το λειψό κάτι
που θυμίζει αλλά δεν είναι



Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Περί τιμιότητας

Χάθηκα μέσα στην ευτέλεια των μικρών πραγμάτων
Ξοδεύτηκα στην απειροσύνη τους
Τα λίγα μου μου έστησαν παγίδα

Ξερίζωσα κι εγώ τότε όλα τα λουλούδια του κήπου μου
κι άφησα μόνο το τίμιο χώμα
που δεν λέει ποτέ ψέματα και που χωνεύει
όλες τις εφήμερες αλήθειες

Ακόμα κι αυτό το "σ' αγαπώ"
ή το "δεν σ' αγαπώ"
τα ασαφή κι απροσπέλαστα
ιστορίες μόνο που έλεγα στον εαυτό μου
και μετά τις ξεθεμέλιωνα κι αυτές να μην υπάρχει
κανένας θόρυβος στο ξερό τοπίο του αχανούς εαυτού μου


Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Το οικόσιτο

Αυτό το μη εξημερωμένο οικόσιτο
ζει χρόνια έξω, στην αυλή μας.
Μας φροντίζει, τρόπον τινά,
οργώνοντας τα χωράφια μας,
γαβγίζοντας στους ξένους μας
και τους κλέφτες μας,
δίνοντάς μας το μαλλί του
και το κρέας του,
ή τον ιδρώτα και το αίμα του
όποτε χρειάζεται.
Όλα αυτά με αντάλλαγμα
ένα ξεροκόμματο ζωής
στο πλάι του ασημένιου σπιτιού μας.

Κι εμείς,
βολεμένοι στην συνθήκη,
δεν απλώνουμε ποτέ ένα χέρι χαϊδευτικό,
μια ματιά αγάπης πάνω του,
δεν του ανοίγουμε μια αγκαλιά,
ή έστω μια πόρτα στον προθάλαμο.

Αυτό, το απ' την κούνια του
εξαγριωμένο οικόσιτο,
φοράει στο τεράστιο κεφάλι του
ένα κλουβί ασφυκτικό
κι έχει από πάνω ένα στεφάνι
από ηλίανθους και σύρμα αγκαθωτό.

Έχτισε ύπουλα,
με τις δεκάρες που του πετάξαμε,
ένα σπίτι ακριβό, ασημένιο,
κι εμείς στεκόμαστε στην αυλή του,
γαβγίζουμε στους ξένους του
και το ταΐζουμε με τις σάρκινές μας
μέρες.



Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Ένα για τη μνήμη

Τα τραγούδια μου είναι σαν κλειστά βουνά
τους λείπει το πεδίο
η ανάσα.
και η προοπτική.

Τα μάτια μου είναι κλειστά σαν παράθυρα
τους λείπει η φαντασία
το βάθος
και η χαρά.

Η μνήμη μου είναι σαν φίλη τίμια
με μαχαιρώνει πάντα στο στήθος
ποτέ στην πλάτη
κι αυτό το εκτιμώ. 

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Αντιποίηση

η ποίηση μόνο
αντιποίηση ζωής και πρόσχημα
και ενώ τάχα αντιστέκεται στο σάπισμα
μπορεί και να 'ναι αυτή που σαπίζει
πιο βαθιά απ΄ όλα

Ο Βράχος

Επάνω του θα τσακιστείς.
Μην ελπίζεις σε κάτι καλύτερο
από μια τρύπα στα πλευρά.
Το δανεικό του σώμα
ταξίδεψες και νόμιζες
πως είναι τα σώματα αιώνια
και οι καρδιές

Το μανταλάκι

θα ΄ρθει η ώρα που θα μπερδεύονται
τα ονόματα
τα ξαπλωμένα στα παλιά
σεντόνια, που θα θες να πεις
για το σύρμα
και το ξύλινο μανταλάκι μα
δεν θα ξεπλένεται τίποτα, θα 'ναι και
μέρες που θα ξυπνάς
δίπλα στη φωτογραφία σου
και στον καθρέφτη θα συγκρίνεις
αν είσαι ακόμα εσύ ή κάποια
σκιά σου τετελεσμένη και
πάντα παρούσα κάτω
από τα επαναλαμβανόμενα
βήματα της ίδιας κόπωσης για το
αναίτιο από δω ως εκεί που κουβαλάς
στις πλάτες ως δίκαιο άχθος φέροντα
την ώρα που δε θα λες για να μη πεις
λάθος το λάθος που αχνίζει
ακόμα από το βραδινό υπνωτικό
ενδεχόμενο ζωής



Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Όσα σώθηκαν από μένα

Στον γκρι ήχο της βροχής
στο τσιμέντο (αποφασίζω),
πάνω στο μεταλλικό και το υπόκωφο
του πεπτωκότος συννέφου
(να σε πυροδοτήσω),
κάτι μου μιλά.

Ζωσμένη με πολλά εκρηκτικά
χρόνια συνύπαρξης
στο άγονο και εχθρικό πλάι μου
Νοτισμένη στη βενζίνη του
μηχανικού εγώ μου
Είναι λέω θαύμα που απέφυγες
μια ανακουφιστική αυτανάφλεξη.

Γι' αυτό κι εγώ
(φύσει χλευαστής των θαυμάτων)
υπακούοντας στον μονότονο
συριγμό της βροχής του δαίμονος
εαυτού
θα σε τινάξω στον αέρα
γέφυρα μεταξύ της μεταξύ μας πιθανότητας
μην τύχει και πλησιάσει κανείς
στα ανεμοδαρμένα βάθη μου.

Με την αιματηρή σου σκόνη
θα στολίσω τις ενοχές μου.
Την απουσία τέλος ίσως προσθέσω
στην προθήκη των επάθλων:
"Όσα σώθηκαν από μένα".



Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Η νέα άνοιξη

Είμαι τόσο κλισέ
Περπατώ με δυο πόδια
Αγαπώ με δυο κάτοπτρα
Τρώω
Πίνω
Κοιμάμαι με την πλάτη στον τοίχο
Αναπνέω πανομοιότητα
Είμαι τόσο κλισέ
Επαναλαμβάνομαι σαν μάθημα
που κανείς δεν ακούει
γιατί όλοι κοιτούν
τη νέα άνοιξη...



Στροφές

Ο δερβίσης
πότε κοιτάει τον καθρέφτη
πότε τον σπάει στα πλευρά του
πότε του γυρίζει την πλάτη
να τον μαστιγώνει
Ο δερβίσης
στροβιλίζεται στο μυαλό του
πατάει στο κύμα των ανέμων
εξοβελίζει τον κόσμο των σκιών
όμως ποτέ μα ποτέ
δεν βγαίνει στο φως
Ο δερβίσης
θα αφήσει τις ζεστές του πατούσες
να σκορπάνε το χώμα
να τρυπάνε την γη ως τον πυρήνα
για να καεί και να γίνει φως.



Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Πέραν τούτου

Πόσο ξένοι οι εραστές;
Ένα κορίτσι πρόσχημα.
Ένα αγόρι εικονικό.
Συναντήσεις
σε ασαφή σύμπαντα.
Ο ένας πουλί.
Η άλλη δέντρο.
Τι να ξέρει το δέντρο για το πουλί;
Τι να ξέρει το πουλί για το δέντρο;

Ξένοι οι εραστές.
Αγγίζονται τα δέρματα.
Πέραν τούτου αληθές ουδέν.

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Χειρολαβές

Ψάχνω τις χειρολαβές της
ενώ αποσύρομαι να κρατηθώ
από το ασαφές κάτι
Κοιτάζω εκείνη τη φωτογραφία
στην Επίδαυρο ακουμπισμένη
πάνω μου
αιωνίου κι εφήμερου στο μεσοδιάστημα
με λατρεία και για τα δύο
και μια ιερή προσήλωση

Να μη το λέω αυτό χειρολαβή;
Να το λέω ματαιότητα;


Στρώνω την μεριά της
στο άδειο κρεβάτι
να 'ναι τακτική η απουσία
συμμαζεμένο το απευκταίο
και ξαπλώνω
Θα ξεκουραστεί ποτέ το άδειο χέρι;
Κοιτάζω εκείνη τη μνήμη
υποπόδιο στης μέρα μου
το λαχάνιασμα και προσευχή.

Να μη το λέω αυτό χειρολαβή;
Να το λέω θρησκεία;


Κι αυτή η ελπίδα τέλος
αυτή η πανάκριβη πολυτέλεια
η αδερφή της κάθε κενής πίστης
της κάθε πίστης,
αυτή δεν μας ξεγελά χίλιους αιώνες
τώρα να την περνάμε για χειρολαβή
και να κρατιόμαστε απ' το τίποτα;


Μήπως τελικά άδικα ψάχνω αλλού
τα γυαλιά της γερασμένης πρεσβυωπίας μου
αντί για το στεφανωμένο μου κεφάλι;

Χειρολαβή δεν είναι κι η ατίθαση κόμη μου;

Κατά τας γραφάς

Να φτιάξουμε μια συνοχή,
αντίστιξη στο κετακερματισμένο εγώ
και να την πούμε σχέση.
Κι ύστερα αυτή τη σύμβαση
να την περιφέρουμε πανηγυρικώς
ή άλλοτε εν είδει επιταφίου
στη γείτονα αγορά
προς άγραν, κύριος οίδε
τίνος εμπορεύματος.
Να κυλήσουν έτη και έτη
εν ειρήνη, και εν πολέμω,
και πάντοτε συμβατικά
ως που να γεράσουμε ανεπίστρεπτα
και ώστε να υπάρχουμε ανεπίτρεπτα.
Βιβλικές ιστορίες αυτές.



Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Περί χωροταξίας

Το δωμάτιο είναι ένα σταθερό σώμα
που αγκαλιάζει την πλάτη μου
κι ένα μεταβαλλόμενο πρόσωπο
που μ' άλλα μάτια με κοιτάζει κάθε βράδυ
όταν ξαπλώνω την κούραση μου
στο πλάι

Το σώμα μου είναι ένα σταθερό δωμάτιο
που στεγάζει την σκληρότητά μου,
κι ένα κομοδίνο στο πλάι
μ' ένα άδειο ποτήρι νερό και τη δίψα
που τίποτα δε τη σβήνει ποτέ
Μια δίδυμη με το περιεχόμενό του,
ξεθεωμένη δίψα



Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Ελάχιστες Ιστορίες - Το διαμέρισμα

Ήταν ωραίες μέρες.  

Ακούγαμε Μαρινέλλα. "Αγέρας ήσουν" ή το "Καμιά φορά," και ξεκινούσαμε για την επίσκεψη μ' ένα Ford Fiesta του 79.  

Αυτοί μένανε στην Βίλλα Ριτς. Υπέροχο διαμέρισμα με θέα την πόλη, εντυπωμένο μόνιμα στο μυαλό μου κι ας έχω να πατήσω πάνω από 25 χρόνια εκεί. Το θυμάμαι όσο καθαρά και το σπίτι μου. Έκτος όροφος. Η καρδιά μου χτυπούσε από την στιγμή που αφήναμε τον περιφερειακό και μπαίναμε στον δρόμο του Πανοράματος. Όταν πια στρίβαμε στην είσοδο της Βίλλας Ριτς...τρελαινόμουν. Η ησυχία του περιβάλλοντος χώρου. Οι φροντισμένοι κήποι. Η πισίνα. Η είσοδος της πολυκατοικίας. Ένα τοπίο ονειρικό που πάντα αναμοχλεύω στη μνήμη μου σαν σταθερό τόπο χαράς τον οποίο δεν θέλω να χάσω από μέσα μου.

Το διαμέρισμα είχε ένα τεράστιο ορθογώνιο σαλόνι. Δύο μεγάλες τζαμαρίες στην μεγάλη του πλευρά έβγαζαν στο φαρδύ μπαλκόνι με θέα όλη την πόλη! Στις μικρές πλευρές του, από τη μία μια βιβλιοθήκη κι από την άλλη το καθιστικό. Ένας ζεστός καναπές σε κόκκινο βελούδο, με κροσάκια στην ποδιά του και σκαλιστά πόδια.  Μια μεγάλη μπερζέρα με σχέδια λαχούρ και σε αντίστοιχα μπορντώ χρώματα, με υποπόδιο. Πίσω τους και στο πλάι η τραπεζαρία. Υπέροχα χαλιά. 

Όλα αυτά δεξιά της εισόδου. 
Αριστερά, πρώτο δωμάτιο η κουζίνα. Μοντέρνα. Τετράγωνη. Μεγάλη. Πιο πέρα, στον διάδρομο, το ένα από τα δύο μπάνια. Των παιδιών. Στη συνέχεια το πρώτο παιδικό. Μετά ο διάδρομος έκανε ορθή γωνία. Το επόμενο παιδικό. Το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας και τέλος η ίδια η κρεβατοκάμαρα.  Τα πίσω δωμάτια ιδιαίτερα ήσυχα.  Όλη η διακόσμηση καλαίσθητη. Και η οικοδέσποινα όμορφη, σαν ξωτικό, με μακριά και λεπτά δάχτυλα, με νύχια πάντα κομμένα κοντά και πάντοτε άβαφα. 
Ναι. Θα μπορούσα και τώρα να περπατήσω στο διαμέρισμα με κλειστά τα μάτια. Η αύρα του σπιτιού με καθήλωνε! Οι αισθήσεις μου οξύνονταν. Ήταν σχεδόν σα να μου μιλούσε. Σαν ωραία γυναίκα που ερωτεύτηκα παιδί και τριγυρνά πάντα στο μυαλό άφθαρτη από την πραγματικότητα.  



Οι επίπλαστα χαρούμενες οικογένειές μας αντάμωναν εκεί άπαξ εβδομαδιαίως τουλάχιστον. Τα παιδιά παίζαμε ασταμάτητα. Με μια συνεχώς ανανεούμενη ποικιλία παιχνιδιών. Οι γονείς μιλούσαν. Οι άντρες παίζαν τάβλι στο μπαλκόνι. Οι γυναίκες κάτι ετοίμαζαν πάντα μέσα. Ατέλειωτες κουβέντες. Φωνές. Γέλια. Φαγητά. Μετά η οικογένεια του Πανοράματος διαλύθηκε.  

Μια ανύποπτη μέρα, ακούσαμε, μια βόμβα έσκασε στο κέντρο του διαμερίσματος. Κάποιο μαχητικό της αεροπορίας την έριξε κατά λάθος, μια Κυριακή απόγευμα. Άνοιξαν δυο μεγάλες τρύπες, μια στο ταβάνι και μια στο πάτωμα του ρετιρέ, και τους κατάπιαν όλους. Κομμάτια τους σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. 



Ζητήθηκαν οι απαραίτητες συγνώμες, μάθαμε. Αποκαταστάθηκαν τα αναποκατάστατα. Και η ζωή κύλησε. Η δική μου οικογένεια δεν ξαναπάτησε πια στο τρυπημένο σπίτι. Το ξέχασαν τα περισσότερα μέλη της, σα να μην υπήρξε ποτέ. Και, παραδόξως, παρέμεινε ενωμένη. Συμπτυγμένη γύρω από έναν σταθερό πυρήνα. Παρ' όλ' αυτά, όμοια σκορπισμένη και μοιραία. Διαλυμένη. Φαγωμένη εσωτερικά.   


Πολλές φορές από τότε σκέφτηκα να αγοράσω εκείνο το διαμέρισμα. Κάτι σαν τάμα. Σαν τον ανεκπλήρωτο έρωτα που θες κάποτε να ζήσεις μέσα του. Ο επόμενος ιδιοκτήτης αποκατέστησε μερικές ζημιές. Ίσως να γέρασε λίγο η Βίλλα Ριτς. Ίσως οι κήποι της να μην είναι τόσο πράσινοι και φροντισμένοι. Μπορεί η πισίνα να είναι άδεια και βρώμικη. Το ασανσέρ σίγουρα θα είναι πολύ κουρασμένο από τα ατέλειωτα πάνω-κάτω στον έκτο. Ωστόσο, τα δυο μεγάλα μάτια του κοιτούν πάντα την ίδια πόλη. Η διαρρύθμιση του θα με περιμένει να το περπατήσω χωρίς να χρειάζεται να βλέπω. Θα ξεκινήσω από την μεγάλη κρεβατοκάμαρα πίσω. Η βλάστηση έξω θα είναι πυκνή. Η ησυχία η ίδια. Με ανοιχτά τα χέρια θα περπατάω στον διάδρομο πιάνοντας τους τοίχους εκατέρωθεν. Μπάνιο και δύο παιδικά. Κι άλλο μπάνιο. Κουζίνα. Και μετά στο σαλόνι. Το διαμέρισμα θα είναι άδειο. Με θραύσματα μπετόν, τούβλων και ζωών στους κενούς τοίχους του. Μόνο η μπερζέρα θα είναι ακόμα εκεί. Θα καθίσω λίγο και θα ξεκουράσω τα πόδια μου από τόσες δεκαετίες περπατήματος μακριά από τη χαρά. Θα αφήσω το βλέμμα μου στον βασιλεύοντα ήλιο και την κόκκινη πόλη μου. Θα ακούω τη Μαρινέλλα να λέει για δάκρυα ανώφελα και πως ήσουν αγέρας. Μετά θα βγω στο μπαλκόνι να παίξω τάβλι με τον πατέρα μου. Τα πόδια μου όμως που δεν θυμούνται την τρύπα, θα χαθούν στο κενό της. 

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Πυροβολείτε

Αγαπήστε την ποίηση
Σκοτώστε τον ποιητή
Τον κάθε ασήμαντο σκλάβο
Τον κάθε ανώνυμο υπηρέτη
Κι εσείς φριχτοί γραφιάδες
μην υπογράφετε τίποτα
Κομμένα είναι τα χέρια σας
Ξένα τα μάτια σας
Κάτι άλλο τα κινεί
Μη ξεγελάτε πια τον κόσμο



Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Του Μπωντλαίρ

Και κάτι ανύποπτα απογεύματα
παίρνω ένα πιστόλι και πυροβολώ τη ζωή μου.
Αυτό το λιγότερο που απομένει
το ξαναονοματίζω.
Πεθαίνω όσο καλύτερα μπορώ.
Όσο γίνεται να πεθάνει κανείς πριν πεθάνει.
Βρικολακιάζω και ξαναζώ.
Σε διήρη σκηνικά κωπηλατώ μόνος, ανισόρροπα,
μάταιους κύκλους.
Τι να θέλω; Και τι έχει σημασία;

Λουλουδάκι του κακού ολάνθιστο και ακμαίο.
Μια μυρωμένη κόλαση.
Τη δηλωμένη ανθοφορία ταράζουν κάποτε τα καθαρά νερά.
Αλλά δεν πτοούμαι.
Τα λασπώνω και συνεχίζω να ανθίζω και να καρποφορώ.
Τα εύκρατα εδάφη σας να τα προστατεύετε.

Δεν είναι παίξε-γέλασε η ασυγκράτητη φύση μου.


Το αγόρι που δεν είχε χέρια

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα μικρό αγόρι
που δεν ήξερε πως ν´ αγκαλιάσει. 

Μια ιστορία για ένα αγόρι 
χωρίς χέρια. 
Κι ένα πουλί με μάτια μαύρα 
τυφλά. 

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα σκυλί 
που τρόμαζε τους ανθρώπους.

Μια ιστορία για ένα σκυλί
φοβισμένο. 
Κι ένα μαχαίρι με αίματα 
δικών. 

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα χάπι αυπνίας 
κι ένα φωτάκι νυκτός,

αλλά αυτή είναι μεγάλη ιστορία...




Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Οι γέροι

Τους γέρους που αγνοούνται να τους επιτρέπετε
την τελική πολυτέλεια της ζωής τους.
Δεν χάθηκαν.
Συνεχίστε εσείς.

Τις αδέσποτες γάτες που τρίβονται στα πόδια σας
κλωτσήστε τες.
Δείξτε τους την φιλευσπλαχνία σας.
Σώστε τες απ´ το ισχνό τάισμα το σποραδικό.
Το σκληρό και το αναίσχυντο.

Τα παιδιά που γελούν μη τα κομματιάζετε.
Αύριο θα ´ναι κι εκείνα απανθρακωμένα διαμάντια.
Μην παίρνετε το κρίμα στα χέρια σας.
Αύριο θα ´ναι οι γέροι που θα χαθούν τάχα,
πριν τους θερίσει ο πανδαμάτωρ.


Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Η πιο άσκοπη βιογραφία του κόσμου

Θα λέει μόνο:
Έσκαβε αδιάκοπα,
άκοπα,
στην άμμο. 
Θα λέει ίσως:
Γέμιζε αδιάκοπα,
άκοπα,
άδειο πηγάδι. 
Θα λέει σίγουρα:
Έζησε αδιάκοπα,
άσκοπα. 
Μετά πέθανε. 



Αερόστατο

Δεν ονειρεύομαι ποτέ.
Μόνο στίχους γράφω στον ύπνο μου
για την άλυτη ζωή μου
που όταν ξυπνώ δεν θυμάμαι ποτέ,
την εκκρεμή κάθε μέρα μου
που όλο λέω πως θα ισιώσει κάποτε,
το άδειο ψυγείο μου
που εύλογα λιμοκτονεί.

Ίσως ονειρεύομαι αδιάκοπα τοίχους
που ξεπερνώ ή παρακάμπτω
και ξαναφυτρώνουν στα παπούτσια μου
κάθε πρωί, και πίσω τους οι άνθρωποι,
κι ίσως ονειρεύομαι πως πετάω, όταν
σέρνομαι μέχρι το επόμενο βράδυ,
ή ίσως ονειρεύομαι το νερό και το φως ενώ
κάτι ριζώνει στο στομάχι μου βαθιά,
κισσός κόκκινος, αυθάδης κι ανθεκτικός.


Το σπίτι μου,
ένα σκουρόχρωμο αερόστατο,
αιωρείται χαμηλά δεμένο.
Κάποτε ερχόσουν να με βρεις.
Κάποτε θα ερχόσουν να με βρεις.
Κάποτε αλλά τίποτα δεν ονειρεύομαι πια.


Η επιστημονική μέθοδος

Α! το θέμα είναι πολύ απλό.
Πολυπαραγοντικές εξισώσεις,
μοντέλα, αλγόριθμοι,
πειράματα, μετρήσεις,

θεωρίες,
επιστημονική μέθοδος,
παντελώς άχρηστα όλα.
Ένας είναι ο υπέρτατος νόμος
του θλιμμένου σύμπαντος. 

Η φθορά. 




Δοξαστικόν

Να θυμηθώ
- αν γεράσω -
να κλαίω πολύ
να μιλάω λίγο
να σιωπώ κυρίως όταν θέλω να πω
να μην περνώ από τους δρόμους που μεγάλωσα
όταν περνώ
να βλέπω θολά τις ομορφιές τους τις νέες
να πονάω
να μη ζητώ να θυμηθώ
να ξεχάσω αυτό που ήμουν
αν γεράσω
να μην ξεχάσω
να είμαι αυτό που έγινα.


Ω! Αγία Εποχή των Ματαιώσεων!
Αγία Μητέρα μου και Κόρη μου εσύ!
Δέξου τις πρωθύστερες προσευχές μου!



Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Πανωλεθρίαμβος στην Αψίδα

Αυτή την αλωμένη πόλη την περήφανη.
Εκείνο το ακυρωμένο προσύμφωνο.
Το "δε γίνεται" και το "είναι αργά".
Τα δυο και τα τρία αστέρια
τα τυφλά και τα αχόρταστα.
Το σύνολο των ιστοριών που δεν τόλμησα.
Τίποτα δεν έχεις πια.

Όλα κλεισμένα σ' ένα φτηνό πολυμπάκ
μ΄ ένα ετικετάκι πρόχειρο απ' έξω:
"Έκπαγλες μνήμες"
στην κατάψυξη.
Ίσως πεινάσω μία μέρα παρηκμασμένη.



Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Η τσάντα

Η κοπέλα έχει μαύρα μαλλιά
καλώδια κρέμονται εκατέρωθεν
αόρατης γραμμής κοκαινης
στο μέσο του κεφαλιού της·
την τρέχεις με τη μύτη σου.

Έχει μια φωνή που διαπερνά
διατρητικά το ζεστό αφτί
κι από τη μια ως την άλλη άκρη
σκάβει κι αδειάζει και διανοίγει·
τόσο που δε σου μένει τίποτα πια.

Τα πόδια της δυνατοί κισσοί
καταπράσινοι πλέκονται γύρω σου
φτιάχνοντας σταθμούς ριζών
στο δέρμα και τα κόκκαλα·
τέλεια απλωμένη στις εκτάσεις σου.

Οι άκρες των δακτύλων της
βελόνες σακοράφες, κι όταν χαιδεύει
γαζώνει τα δέρματα, κι όσο κι αν είσαι
άνθρωπος με αίμα και με αναπνοή
σε φτιάχνουν τσάντα με κόκκινο γαζί.

Τώρα, όταν σε κοιτά φροντιστικά,
ξέρεις πως δεν είσαι πια άνθρωπος
αλλά μια άδεια τσάντα ταχυδρομική.
Στα αχόρταγα μάτια της θα κουβαλήσεις
μόνο την χαρά της απογοήτευσής τους.


Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Η πόλη στον τοίχο

Όταν φυσά βάζω την πόλη στο κρύσταλλο
κι ένα κάδρο, αν βρω απ' τα παλιατζίδικα,
γύρω της.
Είναι μια γριά πόλη, πάντα νέα,
και μια παλιά ερημιά,
πλαισιωμένες
και τις κρεμάω στον τοίχο μου
αναμνηστικές κι επίμονες.
Εδώ που ζήσαν όσα αγαπήθηκαν
κι όσα μισήθηκαν
κι εδώ που πέθαναν όλα τους ένα-ένα.
Έχω ένα τοίχο ν' ακουμπώ
Όταν χορεύω, πίσω του παραμονεύει κάτι
Έχει ένα μάτι αφρισμένο και με κοιτά
Ποτέ δε ξεχνά κι ούτε κοιμάται
και πιο πολύ απ' όλους μ' αγαπά.

Να σερβιριστώ τσάι
Να μασήσω ένα τούβλο του
Να πάρω το κάδρο και να το κάνω κεφάλι μου
Να γίνω ένα επαναλαμβανόμενο αναβόσβημα
μέχρι να ξημερώσει. 




Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Το σκυλί

«Τί εστιν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»


Άλυτος ακόμα ο γρίφος
Γεμάτος κερκόπορτες
Ρωγμές τάχα να μπαίνει το φως
Ποιο φως;  Πεφωτισμένες καταστροφές
Ένας σκύλος γαβγίζει στην αυλή
Το άδειο του σπίτι στέκει μόνο
περνάει ο χρόνος
μωραίνονται οι γέροι
γερνάνε τα μωρά
Ένας σκύλος γαβγίζει στην αυλή
μένει εκκρεμές στο στενό το γάβγισμα
υπερίπταται υπεροπτικά άνωθεν όλων
ανθρώπων, πραγμάτων, πραγματικοτήτων
Ένα γαμημένο γρύλισμα
Και τίποτα άλλο



Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Οικειοθελώς

Μίλησαν οι εικόνες και είπαν
Η σπασμένη σιωπή τους
Μια ετεροχρονισμένη κατανόηση
Έκλαμψη στα σκοτάδια του αυτισμού

Μίλησαν οι εικόνες και είπαν
Η αποκαθήλωση είναι επανάσταση
Η στιγμιαία αντίληψη δώρον-άδωρον
Ίσως και μια αντίπραξη επανάστασης

Μίλησαν οι εικόνες οι βουβές
Οι πτώσεις των ειδώλων διόλου
δεν πτόησαν δον-κιχωτισμούς λογής-λογής
Εξού και το οικειοθελές της ιδρυματοποίησής μας



Περί ρευμάτων

Τα ρεύματα με φέραν ως εδώ.
Έλαμνα και λίγο.
Κυρίως όμως χωρίς κουπιά.
Κυρίως χωρίς πανιά.
Κυρίως χωρίς χέρια.

Βεβαίως, δεν κατηγορώ τα ρεύματα.
Αν δεν ήθελα...ας βούλιαζα.



Άτιτλο

Μια ευχή
τι να προσθέσει;
τι να αφαιρέσει;
τι να αλλάξει σε μια πορεία ασύμπτωτων;
Δυο λέξεις ριγμένες σ' έναν ωκεανό λέξεων.
Δυο λέξεις ρημαγμένες.




Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Οι κήποι

Αυτή η κοπέλα με το άυλο σώμα
σκοντάφτει κάθε τόσο στα κλειστά μου μάτια.
Το κοραλλένιο γέλιο της κυλάει στα σκοτάδια μου σαν κέρμα ακριβό και τ' ανοίγει.
Το βλέμμα της γεμίζει ξέχειλα την κανάτα μου κρασί βελούδο κόκκινο.
Έρχεται σαν λέξεις διάσπαρτες, κρυστάλλινες, σ' ερημικά τοπία άνυδρα.
Μοσχοβολάει η μνήμη και γίνονται όλα ένα κι ολόκληρο.
Χώρα φιλόξενη. Κρεβάτι μαλακό. Δροσερό ποτήρι νερό.

Φτάνει το βράδυ.  Υπαινίσσεται ένα καλοκαίρι που έπεται στα σίγουρα.  Ακόμα και για τους ανέτοιμους.  Ακόμα και για τους ανάξιους.  Τους ψεύτες.  Τους απατηλούς.  Αυτή η κοπέλα. 

Χρυσές κλωστές αφήνουν οι φλόγες των μαλλιών της.  Σχήματα ακανόνιστα που ορίζουν το περιβάλλων σκοτάδι. Μια αεικίνητη μυθοπλασία.  Μια θάλασσα ανερμήνευτη.

Αυτή η κοπέλα εισβάλλει κάθε τόσο στους καμένους τόπους μου.
Παίζει την Περσεφόνη στα θέατρα που στήνω σε κάτι τεράστιες κι άδειες σκηνές που ανοίγω στον αφαλό μου.  Χωρίς σκηνικά.  Χωρίς ηθοποιούς.  Χωρίς φλύαρους θεατές.  Κι όταν το έργο πάει να τελειώσει, βρίσκω ένα όνειρο μέσα στο όνειρο, μια βαθύτερη παραμυθένια παραμυθία, κι αφήνομαι να με τραβήξει πιο κάτω.  Κι όλα τα καίω.  Όλα, για να συναντιόμαστε σε κάτι τεράστιες κι άδειες σκηνές που ανοίγω στον αφαλό μου.  Και να μ' ανθίζει όλο βαθύτερα.




Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Milo Manara

Η κοπέλα του Μανάρα
στάθηκε ανάμεσα στα πόδια μου.
Είχε βοστρύχους τα μαλλιά
μαύρα μετάξια.
Μου 'δειξε ασπρόμαυρα τα μέλη της.

Η κοπέλα του Μανάρα
στήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου.
Τα μολυβένια χέρια της
στ' άγριο μέλι της.
Κι έμεινε ακίνητη στο κάδρο.

Η κοπέλα του Μανάρα
σφάχτηκε ανάμεσα στα πόδια μου.
Αίματα κόκκινα γκρενά
ράγισαν τ' ασημένιο πλάνο.
Ύστερα μ' έκοψε κι εμένα.




Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Η μέθοδος

Όποτε ήθελα 
να φύγω ερωτευόμουν 
Είναι μια μέθοδος 
ασφαλούς αναχώρησης
Ωστόσο, πέραν 
της ηρωικής εξόδου,
Σου εξασφαλίζει και 
μια ζωή ολόκληρη
Απουσία έρωτος 



Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Το Πι

Το Δέλτα είναι ένα γράμμα τρίγωνο.
Σχήμα περιοδικό.
Φύεται.  Μεγαλουργεί.
Λύνει.
Το Δέλτα είναι κλειδί passepartout.
Ανοίγει τη λάθος πόρτα.
Και μπαίνεις.

Το τρίγωνο.  Είναι σχήμα παροδικό.
Ισοσκελές, σπανία δε.
Σκαληνό κυρίως.
Αιματηρά κυλιόμενο.
Πλευρές.  Ταμπέλες.  Μεταβαλλόμενες.
Μήκη.  Ονόματα.  Γωνίες.

Είναι, τρόπον τινά, ακρωτηριασμένος κύκλος.
Μια δυναμική ισορροπία το γράμμα.
Καμιά φορά και τετράγωνο,
ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, λειψό.
Σαν Πι.



Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Το 31 β'

Με το ίδιο λεωφορείο που παίρνεις κάθε μέρα,
πάνω στην ίδια τετριμμένη διαδρομή
πενήντα χρόνια απαρέγκλιτα,
μ´ αυτό μια μέρα θα ανατιναχτείς.

Θα ´ναι μια αδιάφορη ιστορία
απ´ αυτές που ακούς κάθε μέρα με μισό αφτί.
Αυτή θα ´ναι το σπίρτο.
Θα ´ναι μια γυναίκα ακουσίως ανέραστη
Ένα παιδί στο μισητό σχολείο του
Μια γριά που ξεχάστηκε σε ένα κύκλο από λάστιχα

Το παλιό λεωφορείο, γεμάτο δυναμίτη που περιμένει χρόνια,
μιαν αναρίθμητη Τετάρτη, ή κάποια πεθαμένη Κυριακή,
ή την επόμενη Δευτέρα της αθανασίας, θα ξαγρυπνήσει.
Θα ´ναι τα μάτια του κόκκινα. Το στήθος του φουσκωμένο.
Το παιδί θα αναστενάξει. Και τότε θα γίνει. Την ώρα της εκπνοής.

Κανένας δε θα κλάψει για το κενό της θέσης σου.
Κανείς δεν θα ξέρει πως δεν υπήρξες επιβάτης.
Μονάχα το σκυλί της καθημερινής σου συνήθειας θα γρυλίζει
λυπημένα για λίγο, κι ύστερα με ανακούφιση.