Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Χειρολαβές

Ψάχνω τις χειρολαβές της
ενώ αποσύρομαι να κρατηθώ
από το ασαφές κάτι
Κοιτάζω εκείνη τη φωτογραφία
στην Επίδαυρο ακουμπισμένη
πάνω μου
αιωνίου κι εφήμερου στο μεσοδιάστημα
με λατρεία και για τα δύο
και μια ιερή προσήλωση

Να μη το λέω αυτό χειρολαβή;
Να το λέω ματαιότητα;


Στρώνω την μεριά της
στο άδειο κρεβάτι
να 'ναι τακτική η απουσία
συμμαζεμένο το απευκταίο
και ξαπλώνω
Θα ξεκουραστεί ποτέ το άδειο χέρι;
Κοιτάζω εκείνη τη μνήμη
υποπόδιο στης μέρα μου
το λαχάνιασμα και προσευχή.

Να μη το λέω αυτό χειρολαβή;
Να το λέω θρησκεία;


Κι αυτή η ελπίδα τέλος
αυτή η πανάκριβη πολυτέλεια
η αδερφή της κάθε κενής πίστης
της κάθε πίστης,
αυτή δεν μας ξεγελά χίλιους αιώνες
τώρα να την περνάμε για χειρολαβή
και να κρατιόμαστε απ' το τίποτα;


Μήπως τελικά άδικα ψάχνω αλλού
τα γυαλιά της γερασμένης πρεσβυωπίας μου
αντί για το στεφανωμένο μου κεφάλι;

Χειρολαβή δεν είναι κι η ατίθαση κόμη μου;

Κατά τας γραφάς

Να φτιάξουμε μια συνοχή,
αντίστιξη στο κετακερματισμένο εγώ
και να την πούμε σχέση.
Κι ύστερα αυτή τη σύμβαση
να την περιφέρουμε πανηγυρικώς
ή άλλοτε εν είδει επιταφίου
στη γείτονα αγορά
προς άγραν, κύριος οίδε
τίνος εμπορεύματος.
Να κυλήσουν έτη και έτη
εν ειρήνη, και εν πολέμω,
και πάντοτε συμβατικά
ως που να γεράσουμε ανεπίστρεπτα
και ώστε να υπάρχουμε ανεπίτρεπτα.
Βιβλικές ιστορίες αυτές.



Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Περί χωροταξίας

Το δωμάτιο είναι ένα σταθερό σώμα
που αγκαλιάζει την πλάτη μου
κι ένα μεταβαλλόμενο πρόσωπο
που μ' άλλα μάτια με κοιτάζει κάθε βράδυ
όταν ξαπλώνω την κούραση μου
στο πλάι

Το σώμα μου είναι ένα σταθερό δωμάτιο
που στεγάζει την σκληρότητά μου,
κι ένα κομοδίνο στο πλάι
μ' ένα άδειο ποτήρι νερό και τη δίψα
που τίποτα δε τη σβήνει ποτέ
Μια δίδυμη με το περιεχόμενό του,
ξεθεωμένη δίψα



Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Ελάχιστες Ιστορίες - Το διαμέρισμα

Ήταν ωραίες μέρες.  

Ακούγαμε Μαρινέλλα. "Αγέρας ήσουν" ή το "Καμιά φορά," και ξεκινούσαμε για την επίσκεψη μ' ένα Ford Fiesta του 79.  

Αυτοί μένανε στην Βίλλα Ριτς. Υπέροχο διαμέρισμα με θέα την πόλη, εντυπωμένο μόνιμα στο μυαλό μου κι ας έχω να πατήσω πάνω από 25 χρόνια εκεί. Το θυμάμαι όσο καθαρά και το σπίτι μου. Έκτος όροφος. Η καρδιά μου χτυπούσε από την στιγμή που αφήναμε τον περιφερειακό και μπαίναμε στον δρόμο του Πανοράματος. Όταν πια στρίβαμε στην είσοδο της Βίλλας Ριτς...τρελαινόμουν. Η ησυχία του περιβάλλοντος χώρου. Οι φροντισμένοι κήποι. Η πισίνα. Η είσοδος της πολυκατοικίας. Ένα τοπίο ονειρικό που πάντα αναμοχλεύω στη μνήμη μου σαν σταθερό τόπο χαράς τον οποίο δεν θέλω να χάσω από μέσα μου.

Το διαμέρισμα είχε ένα τεράστιο ορθογώνιο σαλόνι. Δύο μεγάλες τζαμαρίες στην μεγάλη του πλευρά έβγαζαν στο φαρδύ μπαλκόνι με θέα όλη την πόλη! Στις μικρές πλευρές του, από τη μία μια βιβλιοθήκη κι από την άλλη το καθιστικό. Ένας ζεστός καναπές σε κόκκινο βελούδο, με κροσάκια στην ποδιά του και σκαλιστά πόδια.  Μια μεγάλη μπερζέρα με σχέδια λαχούρ και σε αντίστοιχα μπορντώ χρώματα, με υποπόδιο. Πίσω τους και στο πλάι η τραπεζαρία. Υπέροχα χαλιά. 

Όλα αυτά δεξιά της εισόδου. 
Αριστερά, πρώτο δωμάτιο η κουζίνα. Μοντέρνα. Τετράγωνη. Μεγάλη. Πιο πέρα, στον διάδρομο, το ένα από τα δύο μπάνια. Των παιδιών. Στη συνέχεια το πρώτο παιδικό. Μετά ο διάδρομος έκανε ορθή γωνία. Το επόμενο παιδικό. Το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας και τέλος η ίδια η κρεβατοκάμαρα.  Τα πίσω δωμάτια ιδιαίτερα ήσυχα.  Όλη η διακόσμηση καλαίσθητη. Και η οικοδέσποινα όμορφη, σαν ξωτικό, με μακριά και λεπτά δάχτυλα, με νύχια πάντα κομμένα κοντά και πάντοτε άβαφα. 
Ναι. Θα μπορούσα και τώρα να περπατήσω στο διαμέρισμα με κλειστά τα μάτια. Η αύρα του σπιτιού με καθήλωνε! Οι αισθήσεις μου οξύνονταν. Ήταν σχεδόν σα να μου μιλούσε. Σαν ωραία γυναίκα που ερωτεύτηκα παιδί και τριγυρνά πάντα στο μυαλό άφθαρτη από την πραγματικότητα.  



Οι επίπλαστα χαρούμενες οικογένειές μας αντάμωναν εκεί άπαξ εβδομαδιαίως τουλάχιστον. Τα παιδιά παίζαμε ασταμάτητα. Με μια συνεχώς ανανεούμενη ποικιλία παιχνιδιών. Οι γονείς μιλούσαν. Οι άντρες παίζαν τάβλι στο μπαλκόνι. Οι γυναίκες κάτι ετοίμαζαν πάντα μέσα. Ατέλειωτες κουβέντες. Φωνές. Γέλια. Φαγητά. Μετά η οικογένεια του Πανοράματος διαλύθηκε.  

Μια ανύποπτη μέρα, ακούσαμε, μια βόμβα έσκασε στο κέντρο του διαμερίσματος. Κάποιο μαχητικό της αεροπορίας την έριξε κατά λάθος, μια Κυριακή απόγευμα. Άνοιξαν δυο μεγάλες τρύπες, μια στο ταβάνι και μια στο πάτωμα του ρετιρέ, και τους κατάπιαν όλους. Κομμάτια τους σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. 



Ζητήθηκαν οι απαραίτητες συγνώμες, μάθαμε. Αποκαταστάθηκαν τα αναποκατάστατα. Και η ζωή κύλησε. Η δική μου οικογένεια δεν ξαναπάτησε πια στο τρυπημένο σπίτι. Το ξέχασαν τα περισσότερα μέλη της, σα να μην υπήρξε ποτέ. Και, παραδόξως, παρέμεινε ενωμένη. Συμπτυγμένη γύρω από έναν σταθερό πυρήνα. Παρ' όλ' αυτά, όμοια σκορπισμένη και μοιραία. Διαλυμένη. Φαγωμένη εσωτερικά.   


Πολλές φορές από τότε σκέφτηκα να αγοράσω εκείνο το διαμέρισμα. Κάτι σαν τάμα. Σαν τον ανεκπλήρωτο έρωτα που θες κάποτε να ζήσεις μέσα του. Ο επόμενος ιδιοκτήτης αποκατέστησε μερικές ζημιές. Ίσως να γέρασε λίγο η Βίλλα Ριτς. Ίσως οι κήποι της να μην είναι τόσο πράσινοι και φροντισμένοι. Μπορεί η πισίνα να είναι άδεια και βρώμικη. Το ασανσέρ σίγουρα θα είναι πολύ κουρασμένο από τα ατέλειωτα πάνω-κάτω στον έκτο. Ωστόσο, τα δυο μεγάλα μάτια του κοιτούν πάντα την ίδια πόλη. Η διαρρύθμιση του θα με περιμένει να το περπατήσω χωρίς να χρειάζεται να βλέπω. Θα ξεκινήσω από την μεγάλη κρεβατοκάμαρα πίσω. Η βλάστηση έξω θα είναι πυκνή. Η ησυχία η ίδια. Με ανοιχτά τα χέρια θα περπατάω στον διάδρομο πιάνοντας τους τοίχους εκατέρωθεν. Μπάνιο και δύο παιδικά. Κι άλλο μπάνιο. Κουζίνα. Και μετά στο σαλόνι. Το διαμέρισμα θα είναι άδειο. Με θραύσματα μπετόν, τούβλων και ζωών στους κενούς τοίχους του. Μόνο η μπερζέρα θα είναι ακόμα εκεί. Θα καθίσω λίγο και θα ξεκουράσω τα πόδια μου από τόσες δεκαετίες περπατήματος μακριά από τη χαρά. Θα αφήσω το βλέμμα μου στον βασιλεύοντα ήλιο και την κόκκινη πόλη μου. Θα ακούω τη Μαρινέλλα να λέει για δάκρυα ανώφελα και πως ήσουν αγέρας. Μετά θα βγω στο μπαλκόνι να παίξω τάβλι με τον πατέρα μου. Τα πόδια μου όμως που δεν θυμούνται την τρύπα, θα χαθούν στο κενό της. 

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Πυροβολείτε

Αγαπήστε την ποίηση
Σκοτώστε τον ποιητή
Τον κάθε ασήμαντο σκλάβο
Τον κάθε ανώνυμο υπηρέτη
Κι εσείς φριχτοί γραφιάδες
μην υπογράφετε τίποτα
Κομμένα είναι τα χέρια σας
Ξένα τα μάτια σας
Κάτι άλλο τα κινεί
Μη ξεγελάτε πια τον κόσμο



Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Του Μπωντλαίρ

Και κάτι ανύποπτα απογεύματα
παίρνω ένα πιστόλι και πυροβολώ τη ζωή μου.
Αυτό το λιγότερο που απομένει
το ξαναονοματίζω.
Πεθαίνω όσο καλύτερα μπορώ.
Όσο γίνεται να πεθάνει κανείς πριν πεθάνει.
Βρικολακιάζω και ξαναζώ.
Σε διήρη σκηνικά κωπηλατώ μόνος, ανισόρροπα,
μάταιους κύκλους.
Τι να θέλω; Και τι έχει σημασία;

Λουλουδάκι του κακού ολάνθιστο και ακμαίο.
Μια μυρωμένη κόλαση.
Τη δηλωμένη ανθοφορία ταράζουν κάποτε τα καθαρά νερά.
Αλλά δεν πτοούμαι.
Τα λασπώνω και συνεχίζω να ανθίζω και να καρποφορώ.
Τα εύκρατα εδάφη σας να τα προστατεύετε.

Δεν είναι παίξε-γέλασε η ασυγκράτητη φύση μου.


Το αγόρι που δεν είχε χέρια

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα μικρό αγόρι
που δεν ήξερε πως ν´ αγκαλιάσει. 

Μια ιστορία για ένα αγόρι 
χωρίς χέρια. 
Κι ένα πουλί με μάτια μαύρα 
τυφλά. 

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα σκυλί 
που τρόμαζε τους ανθρώπους.

Μια ιστορία για ένα σκυλί
φοβισμένο. 
Κι ένα μαχαίρι με αίματα 
δικών. 

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία
για ένα χάπι αυπνίας 
κι ένα φωτάκι νυκτός,

αλλά αυτή είναι μεγάλη ιστορία...




Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Οι γέροι

Τους γέρους που αγνοούνται να τους επιτρέπετε
την τελική πολυτέλεια της ζωής τους.
Δεν χάθηκαν.
Συνεχίστε εσείς.

Τις αδέσποτες γάτες που τρίβονται στα πόδια σας
κλωτσήστε τες.
Δείξτε τους την φιλευσπλαχνία σας.
Σώστε τες απ´ το ισχνό τάισμα το σποραδικό.
Το σκληρό και το αναίσχυντο.

Τα παιδιά που γελούν μη τα κομματιάζετε.
Αύριο θα ´ναι κι εκείνα απανθρακωμένα διαμάντια.
Μην παίρνετε το κρίμα στα χέρια σας.
Αύριο θα ´ναι οι γέροι που θα χαθούν τάχα,
πριν τους θερίσει ο πανδαμάτωρ.


Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Η πιο άσκοπη βιογραφία του κόσμου

Θα λέει μόνο:
Έσκαβε αδιάκοπα,
άκοπα,
στην άμμο. 
Θα λέει ίσως:
Γέμιζε αδιάκοπα,
άκοπα,
άδειο πηγάδι. 
Θα λέει σίγουρα:
Έζησε αδιάκοπα,
άσκοπα. 
Μετά πέθανε. 



Αερόστατο

Δεν ονειρεύομαι ποτέ.
Μόνο στίχους γράφω στον ύπνο μου
για την άλυτη ζωή μου
που όταν ξυπνώ δεν θυμάμαι ποτέ,
την εκκρεμή κάθε μέρα μου
που όλο λέω πως θα ισιώσει κάποτε,
το άδειο ψυγείο μου
που εύλογα λιμοκτονεί.

Ίσως ονειρεύομαι αδιάκοπα τοίχους
που ξεπερνώ ή παρακάμπτω
και ξαναφυτρώνουν στα παπούτσια μου
κάθε πρωί, και πίσω τους οι άνθρωποι,
κι ίσως ονειρεύομαι πως πετάω, όταν
σέρνομαι μέχρι το επόμενο βράδυ,
ή ίσως ονειρεύομαι το νερό και το φως ενώ
κάτι ριζώνει στο στομάχι μου βαθιά,
κισσός κόκκινος, αυθάδης κι ανθεκτικός.


Το σπίτι μου,
ένα σκουρόχρωμο αερόστατο,
αιωρείται χαμηλά δεμένο.
Κάποτε ερχόσουν να με βρεις.
Κάποτε θα ερχόσουν να με βρεις.
Κάποτε αλλά τίποτα δεν ονειρεύομαι πια.


Η επιστημονική μέθοδος

Α! το θέμα είναι πολύ απλό.
Πολυπαραγοντικές εξισώσεις,
μοντέλα, αλγόριθμοι,
πειράματα, μετρήσεις,

θεωρίες,
επιστημονική μέθοδος,
παντελώς άχρηστα όλα.
Ένας είναι ο υπέρτατος νόμος
του θλιμμένου σύμπαντος. 

Η φθορά. 




Δοξαστικόν

Να θυμηθώ
- αν γεράσω -
να κλαίω πολύ
να μιλάω λίγο
να σιωπώ κυρίως όταν θέλω να πω
να μην περνώ από τους δρόμους που μεγάλωσα
όταν περνώ
να βλέπω θολά τις ομορφιές τους τις νέες
να πονάω
να μη ζητώ να θυμηθώ
να ξεχάσω αυτό που ήμουν
αν γεράσω
να μην ξεχάσω
να είμαι αυτό που έγινα.


Ω! Αγία Εποχή των Ματαιώσεων!
Αγία Μητέρα μου και Κόρη μου εσύ!
Δέξου τις πρωθύστερες προσευχές μου!



Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Πανωλεθρίαμβος στην Αψίδα

Αυτή την αλωμένη πόλη την περήφανη.
Εκείνο το ακυρωμένο προσύμφωνο.
Το "δε γίνεται" και το "είναι αργά".
Τα δυο και τα τρία αστέρια
τα τυφλά και τα αχόρταστα.
Το σύνολο των ιστοριών που δεν τόλμησα.
Τίποτα δεν έχεις πια.

Όλα κλεισμένα σ' ένα φτηνό πολυμπάκ
μ΄ ένα ετικετάκι πρόχειρο απ' έξω:
"Έκπαγλες μνήμες"
στην κατάψυξη.
Ίσως πεινάσω μία μέρα παρηκμασμένη.



Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Η τσάντα

Η κοπέλα έχει μαύρα μαλλιά
καλώδια κρέμονται εκατέρωθεν
αόρατης γραμμής κοκαινης
στο μέσο του κεφαλιού της·
την τρέχεις με τη μύτη σου.

Έχει μια φωνή που διαπερνά
διατρητικά το ζεστό αφτί
κι από τη μια ως την άλλη άκρη
σκάβει κι αδειάζει και διανοίγει·
τόσο που δε σου μένει τίποτα πια.

Τα πόδια της δυνατοί κισσοί
καταπράσινοι πλέκονται γύρω σου
φτιάχνοντας σταθμούς ριζών
στο δέρμα και τα κόκκαλα·
τέλεια απλωμένη στις εκτάσεις σου.

Οι άκρες των δακτύλων της
βελόνες σακοράφες, κι όταν χαιδεύει
γαζώνει τα δέρματα, κι όσο κι αν είσαι
άνθρωπος με αίμα και με αναπνοή
σε φτιάχνουν τσάντα με κόκκινο γαζί.

Τώρα, όταν σε κοιτά φροντιστικά,
ξέρεις πως δεν είσαι πια άνθρωπος
αλλά μια άδεια τσάντα ταχυδρομική.
Στα αχόρταγα μάτια της θα κουβαλήσεις
μόνο την χαρά της απογοήτευσής τους.


Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Η πόλη στον τοίχο

Όταν φυσά βάζω την πόλη στο κρύσταλλο
κι ένα κάδρο, αν βρω απ' τα παλιατζίδικα,
γύρω της.
Είναι μια γριά πόλη, πάντα νέα,
και μια παλιά ερημιά,
πλαισιωμένες
και τις κρεμάω στον τοίχο μου
αναμνηστικές κι επίμονες.
Εδώ που ζήσαν όσα αγαπήθηκαν
κι όσα μισήθηκαν
κι εδώ που πέθαναν όλα τους ένα-ένα.
Έχω ένα τοίχο ν' ακουμπώ
Όταν χορεύω, πίσω του παραμονεύει κάτι
Έχει ένα μάτι αφρισμένο και με κοιτά
Ποτέ δε ξεχνά κι ούτε κοιμάται
και πιο πολύ απ' όλους μ' αγαπά.

Να σερβιριστώ τσάι
Να μασήσω ένα τούβλο του
Να πάρω το κάδρο και να το κάνω κεφάλι μου
Να γίνω ένα επαναλαμβανόμενο αναβόσβημα
μέχρι να ξημερώσει. 




Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Το σκυλί

«Τί εστιν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»


Άλυτος ακόμα ο γρίφος
Γεμάτος κερκόπορτες
Ρωγμές τάχα να μπαίνει το φως
Ποιο φως;  Πεφωτισμένες καταστροφές
Ένας σκύλος γαβγίζει στην αυλή
Το άδειο του σπίτι στέκει μόνο
περνάει ο χρόνος
μωραίνονται οι γέροι
γερνάνε τα μωρά
Ένας σκύλος γαβγίζει στην αυλή
μένει εκκρεμές στο στενό το γάβγισμα
υπερίπταται υπεροπτικά άνωθεν όλων
ανθρώπων, πραγμάτων, πραγματικοτήτων
Ένα γαμημένο γρύλισμα
Και τίποτα άλλο