Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Ελάχιστες Ιστορίες - Η μονωτική

Μια μέρα πήρε κι έδεσε όλο του το κορμί με μαύρη μονωτική ταινία. Όχι από τις φτηνές. Έψαξε την καλύτερη. Την πιο ανθεκτική. Του άρεσε, έτσι κι αλλιώς, να ξοδεύει τις ώρες του στο Praktiker. Ανάμεσα σε βίδες και τρυπάνια. Σε ρητίνες, κονιάματα και εργαλεία. Βρήκε την πιο δυνατή. Την διάλεξε τεστάροντας διάφορες σε σημεία του σώματός του. Τις μεγάλες του γάμπες. Τα μπράτσα του. Μέρη τα οποία μπορούσε να σφίξει και να τεντώσει ώστε οι αδύναμες ταινίες να απορριφθούν.  Η ταμίας κοιτούσε απορημένη το καλαθάκι με τις ταινίες. "Τι θα τυλίξετε με όλες αυτές;" τον ρώτησε γελαστή.  

Την ημέρα εκείνη ξύπνησε ιδιαίτερα ανάλαφρος, νωρίς το πρωί. Ξύρισε όλο του το σώμα και το κεφάλι, κι έκανε ένα καυτό μπάνιο με το αγαπημένο του αφρόλουτρο. Μύρισε ολόκληρος βανίλια και κανέλα. Ετοίμασε ένα γενναίο πρωινό. Αυγά μάτια με λίγο προσούτο. Φρεσκοστυμένο χυμό πορτοκάλι. Πεπόνι. Έπιασε τον εαυτό του να σιγοσφυρίζει ένα παλιό τραγούδι πίνοντας τον καφέ του. Κοίταξε την ακούραστη πόλη που βούιζε στα πόδια του. Ήταν φρέσκια η μέρα. Δροσερή από τον χτεσινό βαρδάρη. Τραγανή και γυάλινη. Έβλεπε μέχρι πέρα τον Όλυμπο.

Ξεκίνησε από τα δάχτυλα των ποδιών του. Κάλυψε επιμελώς τις μικρές πτυχές ανάμεσά τους. Μετά ανέβηκε προς τα πάνω. Πόδια. Αστράγαλοι. Γάμπες. Γόνατα. Οι ταινίες τέλειωναν η μία μετά την άλλη. Μια σκέψη του πέρασε από το μυαλό και τον κλόνισε για λίγο. Αν είχε υπολογίσει σωστά ώστε να καλυφθεί ολόκληρο το σώμα του. Η μισογεμάτη ακόμα σακούλα δίπλα του τον καθησύχασε. Ωστόσο μικρές σταγόνες ιδρώτα είχαν ήδη καλύψει το κεφάλι και τον λαιμό του. Τις μασχάλες και το στέρνο. Σκουπίστηκε προσεκτικά με τις καλές του πετσέτες. Αχρησιμοποίητες χρόνια. Τις κρατούσε για μια καλή περίσταση. Η αλήθεια, δεν μπορούσε ως τότε να φανταστεί ποια θα ήταν κατάλληλη περίσταση για χρήση των καινούργιων πετσετών. Και να που τελικά είχε βρει μια τέτοια.

Κοιτούσε να κάνει ακιρβή δουλειά. Να επανωτίζουν οι επόμενες στρώσεις ομοιόμορφα στις προηγούμενες. Να μη μένουν κενά. Έσφιγγε την ταινία τόσο ώστε να του φτάσουν οι αναπνοές μέχρι να καλυφθεί ολόκληρος. Στο ύψος του στήθους έκανε διάλειμμα. Διέκοψε την ανοδική πορεία κάλυψης και ξεκίνησε τώρα από το κεφάλι προς τα κάτω. Η αίσθηση στο δέρμα του κεφαλιού ήταν διαφορετική. Ένιωσε το αίμα του να αδειάζει και να ελαφραίνει η σκέψη του. Το στήθος όμως είχε φουσκώσει και μπλαβίσει. Άφησε μια χαραμάδα στα μάτια. Μια ακόμα στη μύτη. Έκλεισε σφιχτά το στόμα. Πιο σφιχτά από τα υπόλοιπα σημεία. Προχώρησε στο λαιμό και στάθηκε πάλι.

Όπως πήρε να καλύπτει τα χέρια του άκουγε πια το σώμα να χτυπά συγχρονισμένα με την καρδιά του. Ο πόνος που είχε ξεκινήσει πριν κανένα μισάωρο, γινόταν σιγά-σιγά ανυπόφορος. Το στέρνο του φουσκωμένο και ιδρωμένο είχε αρχίσει να μαυρίζει. Βιάστηκε να τελειώσει κι έτσι στα χέρια του η δουλειά έγινε με λιγότερη επιμέλεια και περισσότερη αγωνία. Το παρήγορο ήταν ότι οι ταινίες θα αρκούσαν. Όρθιος τελείωνε το δεξί του κι ήταν πια η ώρα να κλείσει και το στήθος του. Από τον λαιμό και προς τα κάτω. Έσφιγγε καλά τα τελευταία σημεία κι ήταν πλέον σχεδόν αδύνατο να αναπνεύσει. Ο ιδρώτας κυλούσε από τα λίγα ακάλυπτα σημεία του σώματός του. Από τα μάτια του και τον δυσκόλευε να δει. Τον έτσουζε. Από το ελάχιστο ανοιχτό στήθος.

Τελείωσε βασανιστικά τους τελευταίους γύρους της ταινίας. Το σώμα του χτυπούσε να βγει προς τα έξω. Το συμπιεσμένο αίμα τρυπούσε το κεφάλι του. Μέσα στην περίεργη αυτοσχέδια στολή του το ένιωθε μεγαλύτερο, εξαιτίας της συμπύκνωσής του σ' έναν λίγο μικρότερο χώρο από αυτόν που είχε ζήσει τόσα χρόνια. Προσπαθούσε από την μια να αναπνεύσει κι από την άλλη να υπολογίσει πόση επιφάνεια έχασε από το σώμα του κι έγινε τόσο δύσκολη η αναπνοή του. Φανταζόταν ότι δεν ήταν περισσότερο από λίγα τετραγωνικά εκατοστά και γελούσε γιατί του φαινόταν τόσο αστείο όλο αυτό. Αποφάσισε να βγει έξω και να κλείσει εκεί τις τελευταίες εκκρεμότητες. Η μπαλκονόπορτα ανοιχτή από την αρχή. Ζαλισμένος άκουγε θολά πια τον ήχο της πόλης. Κοίταξε κατά την θάλασσα. Ωραία ήταν.

Βρήκε και κάθισε σ' έναν αναποδογυρισμένο παλιό κουβά. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Τα χέρια του ήταν βαριά. Έκλεισε τα μάτια του. Πήρε δυο τελευταίες ανάσες. Ύστερα τη μύτη.

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Οι φυτεμένες

Το βράδυ ονειρεύτηκα πως πότιζα έναν κήπο
Πόδια γυναικεία, λεπτοί αστράγαλοι και φλέβες
Δάχτυλα λεπτά, νύχια βαμμένα κόκκινα
Δαντέλες, γραμμές ύδατος, μυρωδιές ροδιού και γιασεμιού

Απ' τα δικά μου δάχτυλα, και τις παλάμες, φύτρωναν κλωστές
Πυκνές σαν τις τρίχες των μαλλιών μου, επίμονες, αόρατες
Στην άλλη άκρη τους έπιναν νερό κι αίμα οι στοιχειωμένες
Παραστάσεις της ζωής μου μία-μία κι όλες μαζί
Κι εκείνα που ούτε τα διώχνω, ούτε τα δέχομαι

Σκάλιζα τον κήπο κι έφτιαχνα έναν κήπο μέσα στον κήπο
Κι έναν κήπο μέσα στον κήπο μέσα στον κήπο
Με τις κλωστές στα χέρια μου, χόρευα τις κούκλες μου
Όπως σαρώνει τη ζωή μου ο θάνατος απ' άκρη σ' άκρη
Σαν σεντόνι μεταξωτό, δεμένο στο κρύο μου σώμα

Είναι τα μάτια μου στραμμένα στον μαγνητικό πόλο
Μιας εποχής χωρίς χρώματα και μυρωδιές και μόνο έτσι βλέπω
Όμως μέσα στο όνειρο, με τον οξύ μου πόνο δρεπάνι, θερίζω
Κόκκινα χρώματα, και φέρνω με τις παλάμες μου πράσινες
Μυρωδιές βασιλικού στα ρουθούνια μου κυματιστά

Εσάς, Που σας φύτεψα σποράκια ακόμα στα εύφορα χώματα
Που σας πότισα Που σας ξερίζωσα από δω Σας ξαναφύτεψα εκεί
Που έτσι ή αλλιώς ανθίσατε και σαπίσατε στην ασπρόμαυρη ζωή μου μέσα
Εσάς, που σας έκοψα χωρίς να σας μυρίσω ή να σας δω
Σας ξαναβρίσκω τα βράδια, ανθισμένες, μυρωμένες, άκοφτες

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Το τρυπάνι

η αγάπη μέθοδος τιμωρίας
δένει τα χέρια πισθάγκωνα
σύρμα λεπτό, κοφτερό, εξαντλητικό
ταΐζει στο στόμα την άτροπο
φύλλο-φύλλο, λέξη-λέξη ξυραφίζει
το σώμα με απλά, καθημερινά,
ένας καναπές, ένα τραπέζι,
ένα φιλί, η χαρά του πόνου

τι αξίζουμε ρωτάει το πουλί,
στο κλαδί του και τσιμπάει
τα ξεφτισμένα του φτερά
τι αξίζουμε ρωτάει το κλαδί
και πριονίζει τα πόδια του
μ' ένα οξύ ράμφος ματωμένο

πέντε ασκήσεις βιοχημείας
αργότερα άλυτες θα μείνουν
για μέρες πολλές σκόρπιες
στο πάτωμα θα σκουπιστούν
με μια σκούπα αχυρένια κι ένα
τσίγκινο φαράσι λεπτό

η αγάπη το άλυτο πρόβλημα
του κόσμου το έλλειμμα του
πάνω σε μια πολιτεία πλωτή
φωτεινή, χαμένη στην πιο βαθιά
θάλασσα ταλαντώνεται
και κυματίζει σημαία
ουτοπική στο ψηλότερο σημείο
του αμμουδένιου κάστρου της

τι αξίζουμε ρωτάει ένα φύλλο,
στο κλαδί του και βουτάει
το τρύπιο δέρμα του και
τι αξίζουμε ρωτάει η παλιά του
θέα που ξεπέφτει σε αργή
κίνηση και γίνεται χώμα

η αγάπη μέθοδος τιμωρίας
παίρνει, παίρνει, παίρνει
μυελό μ' ένα γρήγορο τρυπάνι
και ταΐζει την καλοφτιαγμένη
μαριονέτα ραφή - ραφή
σταυρωμένη, στα τρύπια
χέρια ενός παίκτη οι κλωστές
στα τρύπια του μάτια η αγάπη



Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Φω

Ο λυτρωτής θα σε γδύσει
από τα όμορφά σου λούσα
και να μην ανησυχείς

τα καστανόξανθα μαλλιά
το μαρμαρένιο δέρμα σου
τα λαμπερά σου δόντια

θα σκονίσουν ένα ράφι
κι εσύ να κοιτάζεις
απ´ τα πόδια του

βιβλίου τον ακίνητο
κόσμο που γεμάτος
δόντια λαμπερά

γεμάτος μαρμαρένια
δέρματα και καστανά
ξανθά μαλλιά

θα γυαλίζει σαν φω
μπιζού στα αθώα
τους μάτια

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Ερημικό

μακάρι να έβρεχε λιγάκι, να σβήσει
η γη που φλέγεται από τα χρόνια
της ζέστης

από τις σκασμένες, αφυδατωμένες
πληγές της όταν ακούγονται κραυγές και
τριξίματα απαλά

ας έβρεχε λιγάκι να τρέξει το νερό στα
χάσματα να τα γεμίσει με
προσωρινή δροσιά και

τα ξεραμένα χέρια κι οι βασιλικοί στα
φυτεμένα χώματα, καμία αντίσταση
να μην φέρουν

οι άγονοι τόποι για να κατοικηθούν,
της εφήμερης σταγόνας τη
χάρη και το εμβατήριο

στο κρεμασμένο άνυδρο σύκο που
όλο θα γίνει μέλι και αίμα
του άγλυκου στόματος

ν' ακούσουν τα λευκά δόντια κι η
γλώσσα να τσακίσει αυτό
που σημαίνει με

το νέο σάλιο στους αναγεννημένους
κάλυκες, οι σφαίρες στο
ξερό χώμα δίπλα

στα ποτισμένα αυλάκια δίπλα
τα φεγγάρια σε θραύσματα
όπου βρουν

ν' ανακλώνται ψαλιδισμένα και
χαρούμενα εδώ κι εκεί
και θλιβερή η

ομορφιά του ανθισμένου κόσμου
όσο και της ζωής της
σπασμένης

εδώ κι εκεί να έβρεχε λιγάκι