Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Σκάλα

ονειρεύτηκα μια σκάλα
-κλίμακα αδιέξοδη-
λαχτάρισαν τα μάτια μου
μια πόρτα να δρασκελίσουν
να περάσουν ένα σύνορο
μια αυλή κρυφή να τρέξουν
κάτι σαν όριο να διαρρήξουν
μια λιμοκτόνα πόλη, ανυπεράσπιστη να αλώσουν ηρωικά ή
έστω να ταράξουν μια σιωπή εύθραυστη φευ

Όλες οι σκάλες τοίχοι
Όλα τα βήματα ακίνητα
Όλες οι πόλεις νεκρές
Όλες οι σιωπές μιλημένες
Όλες οι προσπάθειες των Τρώων
Έμεινα στόχος ακίνητος πυροβόλησα

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Το παλιό ποίημα

Μου διάβασες το παλιό ποίημα
Εκείνο που κάποτε έπεσε μέσα σου
σαν σταγόνα σε ξερό χώμα

Τα πλημμυρισμένα δάχτυλα
τα ακριβά σου μάτια
Μου διάβασες εκείνο το παλιό ποίημα
σαν να μου έλεγες
αυτά είναι τα μάτια μου
αυτά είναι τα χέρια μου
πάρε τα

Τότε καθισμένη μαλακά δίπλα μου
τώρα ασφαλώς μακρυά
μου διάβασες εκείνο το παλιό ποίημα
για κάτι φιλιά παλιά
σταγόνες και χώματα και λάσπες
μάτια, χέρια, και γκρεμίσματα



Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Έρημη χώρα

χάθηκα μέσα στους άλλους
μέσα στις λέξεις τους
διαλύθηκα
τέλειωσε η άνοιξη
τελειώνει και το καλοκαίρι
κι εγώ δεν έμαθα να περπατώ
μόνο σέρνομαι
καθόλου αυθεντικά
προς τον βαρύ μου χειμώνα

χαράμι το κρασί και το νερό μου
τόσο νερό
κι εγώ να πάω διψασμένος
τόση στεριά κι εγώ να πνιγώ

κυματιστές μου προσδοκίες
στο βυθό σας κρατήθηκα
απ´ τα μαλλιά
κι εκεί περιφέρθηκα άσκοπα
σε έρημη χώρα
μονόχρωμη και άηχη


Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Τα παιδιά

Κι εγώ, μη νομίζεις, παιδί της ελεημοσύνης είμαι.
Πήρα ό,τι μου δώσαν,
ό,τι περίσσευε,
και μ' αυτό πορεύομαι.
Τρώω, πίνω, κοιμάμαι, ανασαίνω την ελεημοσύνη τους.
Κι απ' τα μεγάλα μανίκια μου
κι απ' τα μικρά παπούτσια
σκουπίζω τα μάτια μου
και σκουντουφλάω εδώ κι εκεί.

Έμαθα όμως να πορεύομαι με τα λίγα
σ' αυτή την ανάπηρη πορεία προς τα πάντα.

Κι έτσι κι εγώ, μέσα από ευφάνταστο κύκλο αποφυγής,
πέτυχα να κληροδοτήσω την ελεημοσύνη
και την αποτυχημένη γενναιότητα.
Φόρτωσα στο παιδί τη μισή μου έλλειψη
κράτησα για μένα την υπόλοιπη.
Τρώει, πίνει, κοιμάται, ανασαίνει την ελεημοσύνη μου.
Κι απ' τα μικρά της χέρια
κι απ' τα μικρά της πόδια
σκουπίζω τα μάτια μου
και σκουντουφλάω εδώ κι εκεί.

Έμαθε κι αυτή να πορεύεται με τα λίγα
σ' αυτή την ανάπηρη πορεία προς τα πάντα.

Τι να συγχωρέσεις, κι από ποιον να συγχωρεθείς.



Το μισό κορίτσι

Είδε το μισό κορίτσι να αναδύεται με δόξα και φρίκη
τ' άλλο μισό κομμένο σαν χαρτί
απ' το ολόκληρο φεγγάρι κι απ΄ τ' ανοιχτό παράθυρο.
Κι οι σκιές ζητούσαν μερίδιο.

Είδε το μισό κορίτσι να χάνεται στη νύχτα με χάρη
τ' άλλο μισό καρφωμένο στο κρεβάτι
με τα σχοινιά του Προκρούστη στεφανωμένο.
Το ιδανικό, ήθελε κομμάτι κι αυτό.

Ήταν κι αυτός εκεί.  Αλλά δεν είδε κανέναν άλλο.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Περί Άδου

Η Ναυσικά. Το Ιερό Δισκοπότηρο των γυναικών. Είχε στα πόδια την δροσιά της θάλασσας. Στα μαλλιά τον αλμυρό της αέρα. Τα ξανθά χρώματα του καλοκαιριού στο σώμα. Σαπούνι ανέδυαν οι πόροι της. Το φιλί της, κρασί Σαντορινιό. Κι όταν την άκουγες έλεγες πως έτσι τραγουδούν οι σειρήνες!

Τα πόδια της τα έκοψα μ’ έναν μικρό μπαλτά ακονισμένο. Έκαψα τα μαλλιά της με οινόπνευμα και σπίρτο. Πήρε και σκούριασε το σώμα της σαν φύλλο φθινοπωρινό. Πίκρανε η γεύση της και το στόμα της έγινε αλκαλικό. Μύρισε θειάφι και θάνατο. Το φιλί της ξίδι και χολή. Κι όταν της ψαλίδισα τις χορδές με το χρυσό μου ψαλίδι, δεν ξαναμίλησε πια.

Εγώ δεν είμαι ο Οδυσσέας αγάπη μου. Είμαι ο Άδης, κι έτσι αγαπώ.


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Το ταβάνι

Το ταβάνι έβρεχε όλο το βράδυ
Σε αργυρή λεκάνη έλουζες τα μαλλιά σου
Το χρυσό λέρωνε τη λεκάνη
Χτυπούσε ρυθμικά τα μέταλλά της
Σκυμμένη όλη νύχτα έψαχνες στα χρυσά νερά
Μέσα στα βρεγμένα δάση και τις στάχτες
Ανάμεσα στα γράμματα που φλέγονταν
Έψαχνες για την άσβεστη λέξη

Τα παιδιά σου μεγάλωναν στ' όνειρο
Ή ήσουν ξανθό παιδί μαλαματένιο
Έξω από το σπίτι που καίγονταν
Κάτω απ' τη βαριά βροχή
Μέσα στο πυκνό δάσος με τα πράσινα
Και τα κρυμμένα γράμματα
Που προσπαθείς να διαβάσεις από τότε
Ποιοι μεγάλωσαν και ποιοι μείναν;

Το ταβάνι κατέβηκε, κατέβηκε, κατέβηκε
Με το ένα πόδι σου στην αποβάθρα
Με το άλλο πόδι σου στο πρώτο σκαλί του
Αγκάλιαζες το φλεγόμενο τραίνο
Και χωριζόσουν σε αργή κίνηση
Στη μέση σου.  Στη μέση του πλάνου
Όλα σε αργή κίνηση και το σφύριγμα αργό
Θα σου κρατήσουμε λίγη ζωή σε εκκρεμότητα




Ο γάντζος

Η αγάπη ένας γάντζος.
Ένα αγκίστρι ακονισμένο
στην αόρατη πετονιά.
Να φεύγεις
και να σου σκίζει το δέρμα.



Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Ένας άνθρωπος

Ένας άνθρωπος στάθηκε όρθιος.
Με τα χέρια δεμένα.
Πίσω από την πλάτη του.
Με την πλάτη του γυρτή.
Περιστοιχισμένος από όλους μας.
Είπε: Να! Αυτή ήταν η ζωή μου.
Κάτι ψιθύρισε. Κάτι φώναξε.
Κύκλωσε το κέντρο του.
Εμείς τον κοιτάξαμε.
Κάτω από ψηλά πλατάνια.
Πάνω από δροσιές.
Ένας άνθρωπος όρθιος.
Καμπουριαστός.
Ασπρομάλλης.
Με τα αδύνατα πόδια του γυμνά.
Με τα αδύνατα χέρια του δεμένα.
Ένας άνθρωπος γυμνός.
Αναστέναξε.