Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Αναχρονισμός

Κάποτε το πρόσωπό σου δε με τρόμαζε
Στο ανέστιο μέλλον μας σκαρφαλωμένα
όλα γυαλίσαν το σκοτάδι σκορπώντας
Σε μια φτηνή στιγμή θεμελίωσα
τα μικρά γόνατά μου
για να ελεώ σε κάθε βήμα μου
τον ζητιάνο χρόνο
απ´ το υστέρημά μου.

Απ´ το υστέρημά μου σ´ έφτιαξα κι εσένα
κι απ´ τ´ ακριβότερα υλικά της φαντασίας μου
να ´χεις κεφάλι από χρυσό
να ´ναι τα πόδια σου αρχαία
να έχεις δάχτυλα ασύγκριτα
να είναι οι μέρες σου πολλαπλάσιες.
Όλα σου τα ´δωσα ο Θεός.

Κι ως που να στρέψω το κεφάλι μου
στην τυπική ημέρα,
απώλεσες παράδεισο,
την χάρη,
και του αστήριχτου ονείρου
την μητέρα κεντρομόλο.
Έπαψε πια
το πρόσωπό σου
να μη με τρομάζει
περνώ τις μέρες μου
αποστρέφοντας
το ασυλλόγιστο βλέμμα.



Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Μακαρόνια

Φοβάμαι τις λήξεις στο σούπερ μάρκετ
Τα πακέτα μακαρόνια,
τις τρομακτικές κονσέρβες,
τις συσκευασμένες πενταετίες τους
Όλα μου λένε πόσο γρήγορα θα λήξω κι εγώ.






Προγονικό

Μείνανε αγκαλιασμένοι σφιχτά
πάνω σε στρώμα από άχυρο
σαράντα-τόσα χρόνια
Αναζήτησαν άλλα πόσα τον πόνο
ώστε να μπορούν ν´ αγαπιούνται
κι ούτε κοιμόταν, ούτε αγαπιόνταν
Πλαστικοποιημένοι μιλούσαν,
μάλωναν, εχθρεύονταν
την πλαστική αγάπη τους
Πολυμερίστηκαν τα χρόνια
στα χέρια, η έχθρα ξέφτισε
όπως τα νιάτα τους.
Τώρα ενώθηκαν τα κορμιά,
μα τι να το κάνεις; Ζωή·
ήταν κι έφυγε, πάει.



Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Ασιτία

Έχουμε αφήσει θραύσματα,
ο ένας για τον άλλο,
σκορπισμένα σ´ όλο τον κόσμο.
Μαζεύουμε στα μοναχικά μας ταξίδια
παλιές φωτογραφίες,
λέξεις σε μηνύματα,
αποχρώσεις φωνών,
εκκρεμείς ακόμα λαχτάρες,
αποχτενίδια,
ασπρόμαυρες θρυμματισμένες εικόνες,
κυρίως μίλια χιλιάδες αποστάσεων αγεφύρωτων
βήματα αζευγάρωτα μαζεύουμε.
Πηγαίνουμε και προσκυνούμε ασυγχρόνιστοι
σ´ αυτούς τους ιερούς τόπους
Πίνουμε δυνατά κοκτέιλς δίπλα σε αστικά ποτάμια
κυλάει ο χρόνος
οι πόλεις διαλύονται η μια μες την άλλη
δυνατά κοκτέιλς
τα ρομποτικά βήματά μας
τα χορευτικά βήματά μας
αποκλείνοντα
Όμως
Τα ψίχουλα αυτά τα σκορπισμένα
στα φαρδιά πεζοδρόμια της Champs-Élysées,
στις πολυτελείς όχθες του Ρήνου,
στις παλλόμενες βιτρίνες της Regent,
στα κενά μεταξύ των τελειών και των κεφαλαίων στα ποίηματα,
αρκούν καμιά φορά να χορταίνουν την υποσιτισμένη ζωή μας.



Η σακούλα

Θα έρθω μια μέρα
στο σουπερμάρκετ που δουλεύεις
Θα έρθω
να αγοράσω φρυγανιές και σαμπουάν
Θα σε κοιτάζω
από τα μακρυνά ράφια
Από τους αντικατοπτρισμούς των ψυγείων με τα γάλατα
Θα είναι
το δέρμα σου λευκό
τα μαλλιά σου κόκκινα
θα καίγονται
οι λεπτές σακούλες και τα χαρτονομίσματα
θα θροίζουν ακατάπαυστα

Λέω μια απ´ αυτές τις μέρες
να παραφυλάξω
Θα κλείσεις με τα κλειδιά σου
θα πάρεις τον ιδρώτα σου
στην φτηνή σακούλα του Βασιλόπουλου.
Θα στρίψεις στον κεντρικό και θα χαθείς.



Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Αίθουσα αναμονής

Είναι
τα χείλη σου κρεμασμένα 
στα κλειστά παράθυρα της παρακείμενης κεραμοποιίας.
Χρόνια αθόρυβη, χωμάτινη, επιβλητική, ακίνητη.
Πουλιά φωλιάζουν στα σπλάχνα της.
Αλητάκια σπάνε με πέτρες τα παράθυρα.
Σκόνη ξαπλώνει στη σκόνη της.
Μάτια αδιάκριτα την τρυγούν.

Είσαι
μια αίθουσα αναμονής προσωπική
στο αεροδρόμιο σε προσπερνώ
σαν να μην είσαι
για μένα
παίρνω τα λόγια μου και
τα σπάω σε άγνωστες
λέξεις
Να μπορούσα να σταματήσω να μιλώ
για τα ολόπικρα χείλη σου
με τις άπειρες πτυχές τους
λέω
και συνεχίζω να γράφω.



Το μηδέν

Έτσι λοιπόν μου είπε ένα βράδυ
την αλήθεια της μέδουσας
κι εγώ την πίστεψα ως το τέλος.
Μ´ αυτή την αλήθεια
έφτασα
ως την ηλικία που οι άνθρωποι
καταπίνουν τα χάπια τους
χωρίς νερό.

Κρατάω στα χέρια μου και κοιτώ
την επίμονη φωτογραφία.
Τα τεράστια πενθούντα μάτια της
είναι νησιά
και γύρω μια μαύρη θάλασσα
πτυχωμένη,
πλαισιώνει τη βουβή θλίψη.

Αύριο πάλι θα αναφερθούν οι φαντάροι
πίσω απ´ τον παλιό μαντρότοιχο
Πάλι θα τρέξει το σκυλί στον δρόμο
Θα ανάψουν και θα σβήσουν φώτα,
μηχανές, σώματα.

Αύριο και όλα τα αύριο ένα πορτρέτο στρογγυλό.
Θα επιμείνει κόκκινο, άσπρο και μαύρο
σαν μια ρουλέτα απειλητική
και γοητευτική
όπου κερδίζει πάντα το μηδέν.



Άνθρωπος στη γέφυρα

στην αγαπημένη μνήμη του Φ.


Ένας άνθρωπος μέτρησε μια γέφυρα
με το μπόι του.
Τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του,
ψηλός ήταν, είπανε,
είπανε και πάει.
Ένωσε δυο όχθες τραγικές
τον πέρα με τον δώθε θάνατο,
έσκισε στη μέση το ποτάμι, το
έσκισε και πάει.



Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Το σακάκι

Το βράδυ ονειρεύτηκα πως φορούσα ένα μεγάλο σακάκι
Περίσσευαν τα μανίκια και οι ώμοι
Περίσσευαν οι πλάτες και το μάκρος του
Έπλεε το μικρό μου σώμα στο επικίνδυνο ρούχο
Φούσκωνα, φούσκωνα, απλωνόμουν να γεμίσω
τον άπλετο χώρο μέσα του αλλά φευ
Ήμουν μικρός κι αυτό αμείλικτα μεγάλο
Κι έμενα έτσι κωμικός να κοιτάζομαι στον μεγάλο καθρέφτη
και να κουνάω πέρα δώθε τα αόρατα χέρια μου
Έστεκε ακίνητο το σακάκι κι εγώ σ' αυτό
μια αδιόρατη γραμμή, ισχνή ανάμεσα στα πέτα του
κι ένα κεφάλι αγκαθωτό, σχεδόν χωρίς σώμα.



Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Περί πυκνότητας

Οι άνθρωποι συνηθίζουν τα ξένα σώματα.
Ναι. Τα συνηθίζουν.
Έρχεται και πυκνώνει η επιθυμία στον χώρο έξω απ´ τον χώρο τους.
Σωματοποιείται η εαυτώ αγάπη στο εξώσωμα.
Κι ύστερα χάνονται.
Αραιώνουν.
Κι ο σημαντικός ένας,
ο σημαντικός άλλος,
χάνεται στο μεγάλο πλήθος.



Ο χώρος

Έχω ένα προσωπικό σύμπαν φαντασιώσεων
σκοτεινό και στενόχωρο.
Ταξιδεύω με μεγάλη ταχύτητα προς κάθε κατεύθυνσή του.
Γνωρίζω τα στενά όριά του με το σώμα μου
και εξαϋλώνομαι.

Κελί ένα επί δύο όμοιο με τον βηματισμό μου
ενώ στροβιλίζομαι ψάχνοντας μια επόμενη νέα συγκίνηση
σ´ αυτό το απείρωμα των οικειοτήτων.

Στον άπλετο χώρο μέσα του,
τον διαρκώς έσω επεκτεινόμενο
τον αενάως συμπυκνούμενο
τον απολύτως γνωστό
ψάχνω την άγνωστη σπιθαμή.



Περί μέλλοντος

Αγάπησε τις τελειωμένες ιστορίες
Την απουσία μέλλοντος χρόνου
Την ασφάλεια της δεδομένης φθοράς
Έτσι περπάτησε. Ηττημένος.
Μ´ έναν σπασμένο ώμο στις πλάτες.
Μ´ ένα ελλειπτικό ημερολόγιο στις τσέπες.
Με κάτι σκληρά παπούτσια με σόλα σπασμένων γυαλιών στα πόδια του.

Το εφιαλτικό σενάριο της ευτυχίας,
ή κάποιας στοιχειωδώς καλής ζωής,
τοτέμ στη μέση της αυλής
και γύρω του χόρευε απελπισμένους χορούς της ξηρασίας.

Ξέχασε ανάγνωση και αργότερα τη γραφή
και μίκρυνε και αγρίεψε 
και χάθηκε σε μια θάλασσα παγωμένη
όπου ταξίδεψε έναν κόσμο παλιό
πολλές ξέγνοιαστες φορές.