Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Τα πουλιά

Πουλιά πετούν στ’ άδειο δωμάτιο
Χώνονται απ’ τα παράθυρα το διασχίζουν χάνονται στους τοίχους
Τα μαύρα φτερά τους γρατζουνίζουν γραμμές γρίφων

Πουλιά ξεπηδούν απ΄το κρύο πάτωμα
Χώνονται στα μάτια και τα ρουθούνια μου χάνονται στο μυαλό μου
Νύχια, μικρά, κοφτερά, γραπώνονται, σε, κόκκινα, λιβάδια
σκληρές φωνές, κρωξίματα, κραυγές, αλαλαγμοί,
σιωπές άτιμες, ξεφτισμένα φτερά μαύρα, καφέ, σταχτιά, φτερά

Πουλιά χαμένα σπάζουν πάνω στα τζάμια ράμφη και λαιμούς
Σπάζουν τα τζάμια, γυαλιά θρυμματίζονται, το κρύο εισβάλλει
μικρές φονικές τρύπες στον καμβά της νύχτας αν

ο αέρας πετά στ´ άδειο δωμάτιο
ουρλιάζει σε κάθε συστροφή του,
αν το δωμάτιο δεν ήταν άδειο
θα φώναζα τα πουλιά
να ξεριζώσουν όσα ακούνε
και όσα βλέπουν.



Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Τα παράθυρα

Έγραψα,
ξαναέγραψα με το αίμα των δακτύλων μου.
Δεν περιέγραψα.
Έφτιαξα μια γλώσσα ασπρόμαυρη
για εκείνα που δεν λέγονται.
Για την εκκρεμή υπόθεση του χρώματος.
Για τα παλιά νερά που κυλούν υπόγεια.
Για τον μηχανισμό στη βάση του κόσμου.
Τα πουλιά και τους άηχους κυματισμούς τους.

Έγραψα,
ξαναέγραψα για συμπτύξεις απεριφράστων
έκοψα τα μαλλιά μου απ´ τη ρίζα
και τη ρίζα μου απ´ τον κορμό
είμαι δεκάδες αιωρούμενα κλαδιά
χιλιάδες φύλλα, είμαι ο ρυθμός του ανέμου
στις επηρμένες, θλιβερές σημαίες του κόσμου.
Ανοίξτε τα παράθυρά σας να μπω.



Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Λαοκόων

Την Ειλημμένη
απόφαση να καταστραφεί
η ενάρετη Τροία
την ζώστηκε φίδι ο Λαοκόων. 

Σαν σταυρό κουβάλησε
το βάρος της αλήθειας του
για να δείξει τον δρόμο της σωτηρίας
στους παλιούς τιμωριτικούς θεούς.
Κανείς τους δεν κατάλαβε.
Αποκαθηλώθηκαν όλοι τους.
Κάηκαν στην Τροία το βράδυ
πριν εισβάλλουν οι Αχαιοί.
Στην πιο υψηλή στιγμή
της μηχανορραφίας τους.

Κι έτσι κατάλαβα
πως οι τιτάνες θεώνονται σε θεούς
και πως οι θεοί θεώνονται στον άνθρωπο
με αυτή την αντιστροφική συρρίκνωση
την δίδυμη του διαστελλόμενου σύμπαντος.



Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Το εγχειρίδιο

Για να μετρήσει με το σώμα
πόση φωτιά κράτησε μέσα του
το παγωμένο μέταλλο,
καλημέριζε συχνά αστέρια,
σπανιότερα ήλιους,
αφήνοντας το πρόσωπο ασυλλόγιστα
στην προσωρινή τους θέρμη
κι αργότερα κατάπινε ανελέητα
στα βαρυτικά του πεδία
όμοια και ισότιμα τις τρυφερές τους
ακτίνες αφήνοντας πίσω
με τον αργό, έρποντα κυματισμό του
οριστικές οπές αθεράπευτες.

Έγραφε κι ένα μικρό εγχειρίδιο
για τον συμπαντικό νόμο
της παλιάς δράσης
και της αιώνιας αντίδρασης
κρατώντας την πανάρχαια υποχρέωση
ιερή,
έναντι του θεού του και του δαίμονα
ποτέ να μην αφήνει τα όπλα του
σε καμία θήκη
σε κανένα πάτωμα
σε καμιά γη.

Τις μεγάλες νύχτες, με ατσάλινα μολύβια
ζωγράφιζε επίμονο σχέδιο
στον καμβά του στομάχου του
Μονοκονδυλιά χειρουργική
κόκκινο πάνω στο λευκό
που βάθαινε σε κάθε αυτιστική επανάληψη
Κάποτε πέρασε απέναντι
έτσι που αντί να ζωγραφίζει
πλέον διεύθυνε την αόρατη ορχήστρα
στην πλάτη του
κολλημένη κι αυτή στο ίδιο μέτρο,
ένα θραύσμα ηρωικό, ενός ελάσσονος βαλς
που κανείς δεν άκουγε.

Έγραφε κι ένα μικρό εγχειρίδιο
για τον συμπαντικό νόμο
της παλιάς δράσης
και της αιώνιας αντίδρασης
κρατώντας την πανάρχαια υποχρέωση
ιερή,
έναντι του θεού του και του δαίμονα
ποτέ να μην αφήνει τα όπλα του
σε καμία θήκη
σε κανένα πάτωμα
σε καμιά γη.



Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Το κουτί

Στο κουτί με τον μαύρο αέρα
ένα ξανθό παιδί ανάβει, φως.
θέλει να δει τα μαύρα μαλλιά μου
να ξεθωριάσουν
κι εγώ θέλω να τ’ αγαπήσω
σαν θεϊκό πουλί
που φτερουγίζει προστατευτικά πάνω μου,
όμως το φως είναι αδύναμο,
τα ξανθά του μαλλιά αβάσταχτα,
το σκοτάδι συμπαγές

Στο κουτί την μαύρη πέτρα
ένα ξανθό παιδί κρατάει, διαμάντι.
θέλει να δει τα άδεια μου χέρια
να γεμίζουν
κι εγώ θέλω να τ’ αγκαλιάσω
σαν αδερφό
ποτέ να μην το αφήσω να χαθεί
όπως το φως είναι αδύναμο,
τα ξανθά του μαλλιά αβάσταχτα,
και το σκοτάδι συμπαγές
Στο κουτί με το μαύρο νερό
ένα ξανθό παιδί ποίημα, χρυσίζει.



Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Όταν έφυγες

Όταν έφυγες
τ´ άφησες όλα τακτοποιημένα.
Τα ρούχα σιδερωμένα.
Τα πιάτα καθαρά.
Την σκόνη μακρυά μου.

Από τότε
κι ας μη σου ´δωσα ποτέ κλειδί
σιγυρίζεις πότε-πότε το σπίτι
κι εγώ μένω ακίνητος
και περιμένω το παρηγορητικό σου
χέρι
Τόσο απαλά
πάντα τόσο απαλά
αφαιρείς την σκόνη
αλλά ποτέ μα ποτέ πια
δεν ακουμπάς το κρύσταλλο και τ´ αγκάθια μου.



Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Μαρκαδόροι

Ένα σετ παιδικοί μαρκαδόροι ατέλειωτοι
όμορφα τακτοποιημένοι στο κουτάκι τους
Δίπλα ένα κόκκινο ημερολόγιο
αδειασμένο
με γράμματα ακανόνιστα, αδρά, διστακτικά,
Πάνω τους ένα σπίτι με ωραία σκεπή, κλειστά παράθυρα, σάπια πατώματα
Πίσω από την πόρτα
τρύπιος εναγκαλισμός κρεμασμένος
στο παλιό παλτό,
φαγωμένος στους αγκώνες και τα μανίκια

Όρκος.
Στα επόμενα πέντε χρόνια
να παντρευτώ τον εαυτό μου
Να κάνουμε τρία ευτυχισμένα παιδιά
να γελάνε όλη μέρα σπίτι
Όρκος.

Ένας άστεγος.
Μου χτυπάει κάθε βράδυ την πόρτα
Εκλιπαρεί την ελεημοσύνη μου
Απλώνει το πράσινο χέρι του στη σάπια καρδιά μου
Και κλαίει και γελάει και με λυπάται

Είναι όλα μια ζωγραφιά με ένα χρώμα ανεφεύρετο. Ανείδωτο.
Ένα σχήμα κίτρινο ωχρό.
Αλλόκοτα, με μεγάλα αυτιά και δόντια κοφτερά.
Η αθωότητά τους στα άπλυτα ξεχασμένη
βρώμησε.

Μετά εγγραφή στο φροντιστήριο.
Μάθημα πρώτο:
Μόνιμα πράγματα
Έκτακτα πρόσωπα
Ειρωνικές καρέκλες
Τραγικές ζωές
Απολυτήριο.
Τέλος.