Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Ελάχιστες Ιστορίες - Το διαμέρισμα

Ήταν ωραίες μέρες.  

Ακούγαμε Μαρινέλλα. "Αγέρας ήσουν" ή το "Καμιά φορά," και ξεκινούσαμε για την επίσκεψη μ' ένα Ford Fiesta του 79.  

Αυτοί μένανε στην Βίλλα Ριτς. Υπέροχο διαμέρισμα με θέα την πόλη, εντυπωμένο μόνιμα στο μυαλό μου κι ας έχω να πατήσω πάνω από 25 χρόνια εκεί. Το θυμάμαι όσο καθαρά και το σπίτι μου. Έκτος όροφος. Η καρδιά μου χτυπούσε από την στιγμή που αφήναμε τον περιφερειακό και μπαίναμε στον δρόμο του Πανοράματος. Όταν πια στρίβαμε στην είσοδο της Βίλλας Ριτς...τρελαινόμουν. Η ησυχία του περιβάλλοντος χώρου. Οι φροντισμένοι κήποι. Η πισίνα. Η είσοδος της πολυκατοικίας. Ένα τοπίο ονειρικό που πάντα αναμοχλεύω στη μνήμη μου σαν σταθερό τόπο χαράς τον οποίο δεν θέλω να χάσω από μέσα μου.

Το διαμέρισμα είχε ένα τεράστιο ορθογώνιο σαλόνι. Δύο μεγάλες τζαμαρίες στην μεγάλη του πλευρά έβγαζαν στο φαρδύ μπαλκόνι με θέα όλη την πόλη! Στις μικρές πλευρές του, από τη μία μια βιβλιοθήκη κι από την άλλη το καθιστικό. Ένας ζεστός καναπές σε κόκκινο βελούδο, με κροσάκια στην ποδιά του και σκαλιστά πόδια.  Μια μεγάλη μπερζέρα με σχέδια λαχούρ και σε αντίστοιχα μπορντώ χρώματα, με υποπόδιο. Πίσω τους και στο πλάι η τραπεζαρία. Υπέροχα χαλιά. 

Όλα αυτά δεξιά της εισόδου. 
Αριστερά, πρώτο δωμάτιο η κουζίνα. Μοντέρνα. Τετράγωνη. Μεγάλη. Πιο πέρα, στον διάδρομο, το ένα από τα δύο μπάνια. Των παιδιών. Στη συνέχεια το πρώτο παιδικό. Μετά ο διάδρομος έκανε ορθή γωνία. Το επόμενο παιδικό. Το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας και τέλος η ίδια η κρεβατοκάμαρα.  Τα πίσω δωμάτια ιδιαίτερα ήσυχα.  Όλη η διακόσμηση καλαίσθητη. Και η οικοδέσποινα όμορφη, σαν ξωτικό, με μακριά και λεπτά δάχτυλα, με νύχια πάντα κομμένα κοντά και πάντοτε άβαφα. 
Ναι. Θα μπορούσα και τώρα να περπατήσω στο διαμέρισμα με κλειστά τα μάτια. Η αύρα του σπιτιού με καθήλωνε! Οι αισθήσεις μου οξύνονταν. Ήταν σχεδόν σα να μου μιλούσε. Σαν ωραία γυναίκα που ερωτεύτηκα παιδί και τριγυρνά πάντα στο μυαλό άφθαρτη από την πραγματικότητα.  



Οι επίπλαστα χαρούμενες οικογένειές μας αντάμωναν εκεί άπαξ εβδομαδιαίως τουλάχιστον. Τα παιδιά παίζαμε ασταμάτητα. Με μια συνεχώς ανανεούμενη ποικιλία παιχνιδιών. Οι γονείς μιλούσαν. Οι άντρες παίζαν τάβλι στο μπαλκόνι. Οι γυναίκες κάτι ετοίμαζαν πάντα μέσα. Ατέλειωτες κουβέντες. Φωνές. Γέλια. Φαγητά. Μετά η οικογένεια του Πανοράματος διαλύθηκε.  

Μια ανύποπτη μέρα, ακούσαμε, μια βόμβα έσκασε στο κέντρο του διαμερίσματος. Κάποιο μαχητικό της αεροπορίας την έριξε κατά λάθος, μια Κυριακή απόγευμα. Άνοιξαν δυο μεγάλες τρύπες, μια στο ταβάνι και μια στο πάτωμα του ρετιρέ, και τους κατάπιαν όλους. Κομμάτια τους σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. 



Ζητήθηκαν οι απαραίτητες συγνώμες, μάθαμε. Αποκαταστάθηκαν τα αναποκατάστατα. Και η ζωή κύλησε. Η δική μου οικογένεια δεν ξαναπάτησε πια στο τρυπημένο σπίτι. Το ξέχασαν τα περισσότερα μέλη της, σα να μην υπήρξε ποτέ. Και, παραδόξως, παρέμεινε ενωμένη. Συμπτυγμένη γύρω από έναν σταθερό πυρήνα. Παρ' όλ' αυτά, όμοια σκορπισμένη και μοιραία. Διαλυμένη. Φαγωμένη εσωτερικά.   


Πολλές φορές από τότε σκέφτηκα να αγοράσω εκείνο το διαμέρισμα. Κάτι σαν τάμα. Σαν τον ανεκπλήρωτο έρωτα που θες κάποτε να ζήσεις μέσα του. Ο επόμενος ιδιοκτήτης αποκατέστησε μερικές ζημιές. Ίσως να γέρασε λίγο η Βίλλα Ριτς. Ίσως οι κήποι της να μην είναι τόσο πράσινοι και φροντισμένοι. Μπορεί η πισίνα να είναι άδεια και βρώμικη. Το ασανσέρ σίγουρα θα είναι πολύ κουρασμένο από τα ατέλειωτα πάνω-κάτω στον έκτο. Ωστόσο, τα δυο μεγάλα μάτια του κοιτούν πάντα την ίδια πόλη. Η διαρρύθμιση του θα με περιμένει να το περπατήσω χωρίς να χρειάζεται να βλέπω. Θα ξεκινήσω από την μεγάλη κρεβατοκάμαρα πίσω. Η βλάστηση έξω θα είναι πυκνή. Η ησυχία η ίδια. Με ανοιχτά τα χέρια θα περπατάω στον διάδρομο πιάνοντας τους τοίχους εκατέρωθεν. Μπάνιο και δύο παιδικά. Κι άλλο μπάνιο. Κουζίνα. Και μετά στο σαλόνι. Το διαμέρισμα θα είναι άδειο. Με θραύσματα μπετόν, τούβλων και ζωών στους κενούς τοίχους του. Μόνο η μπερζέρα θα είναι ακόμα εκεί. Θα καθίσω λίγο και θα ξεκουράσω τα πόδια μου από τόσες δεκαετίες περπατήματος μακριά από τη χαρά. Θα αφήσω το βλέμμα μου στον βασιλεύοντα ήλιο και την κόκκινη πόλη μου. Θα ακούω τη Μαρινέλλα να λέει για δάκρυα ανώφελα και πως ήσουν αγέρας. Μετά θα βγω στο μπαλκόνι να παίξω τάβλι με τον πατέρα μου. Τα πόδια μου όμως που δεν θυμούνται την τρύπα, θα χαθούν στο κενό της.