Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Το ιδιάζον προσωπείο

Είπαν οι γιατροί: "Ιδιάζον προσωπείο"
Η μητέρα του έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε...
Πήρε καλέμι και σφυρί
και έσπαγε, έσκαβε, έκοψε, έτριβε...
Σκούπισε τον ματωμένο ιδρώτα της.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπαν οι γιατροί: "Μα! Αυτό είναι θαύμα!"
Η μητέρα του γελούσε, γελούσε, γελούσε!
Πήρε γυαλόχαρτο και ράσπα
και έτριβε, γυάλιζε, έτριβε, γυάλιζε...
Σκούπισε τον σκονισμένο ιδρώτα της.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπαν οι άλλοι: "Τι καλό παιδί!"
Η μητέρα του γελούσε, γελούσε, γελούσε...
Πήρε φόρα και έσπρωχνε
και τραβούσε, έσερνε, έγδερνε, μάτωνε.
Σκούπισε τα ματωμένα του γόνατα.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπαν οι άλλοι: "Τι καλό παιδί!"
Η μητέρα του γελούσε, γελούσε, γελούσε...
Πήρε φόρα και ανέβαινε,
και τραβούσε, αγωνιούσε, φορτώνονταν, κουβαλούσε...
Σκούπισε το κουρασμένο του μέτωπο.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπε εκείνος: "Τι καλό παιδί!"
Μέσα του έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε...
Πήρε φόρα και πήγαινε,
και πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε...
Σκούπιζε το κουρασμένο του βήμα.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.

Είπε εκείνος: "Τι κακό παιδί!!"
Μέσα του έκλαιγε, γέλαγε, έκλαιγε...
Πήρε φόρα και πήγαινε,
και γύριζε, σκόνταφτε, κόμπιαζε, έσπασε.
Σκούπισε τα θραύσματα του καθρέφτη.
Καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν.