Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ελάχιστες Ιστορίες - Το κορίτσι με το τατουάζ

Ήταν από κείνους τους ανθρώπους που δεν μπορούσες να μην τους συμπαθήσεις. Δε θα τον έλεγες όμορφο. Είχε όμως κάτι απροσδιόριστο που δεν σ´ άφηνε αδιάφορο ακόμα κι αν περνούσε απλά από δίπλα σου. Μύριζε σανταλόξυλο, πορτοκάλι και κανέλα, κι η φωνή του έβγαινε σαν από βαθιά, δροσερή σπηλιά. Είχε μαλλιά ατίθασα, πυκνά, συρμάτινα που μαύριζαν όταν έβρεχε, αλλά κυρίως άσπριζαν από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε. Μιλούσε για παλιές πληγές και καινούργιες πάνω στις παλιές.  


Με τους ανθρώπους ήταν ενίοτε καλός. Έλεγε "σε χρειάζομαι" σ´ εκείνους που τον χρειάζονταν κι έκλαιγε αθόρυβα και στεγνωμένα. Έκανε πολλά κάθε μέρα μα τίποτα το ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο. Όμως, αν παρατηρούσες τα χέρια του θα ορκιζόσουν ότι είναι τεχνίτης μια τέχνης παλιάς και πολύ λεπτής. Τσαγκάρης; Αργυροχρυσοχόος; Χειρουργός; Ποιητής; Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Λεπτά και νευρικά δάχτυλα. Και χέρια γεμάτα φουσκωμένες φλέβες που χτυπούσαν ρυθμικά.   Κόκκινα πάντα από την αιμοσφαιρίνη και τον βρασμό που συντελούνταν ερήμην του ή όχι, εκ γενετής στο στομάχι.  


Ήταν πάντα κουρασμένος.  Αν τον έβλεπες να περπατά στο δρόμο, φαίνονταν ακόμα σχεδόν λαχανιασμένος. Έλεγες πως κάποιον αγώνα έτρεχε ή ότι κάτι τον κυνηγούσε. Όχι κάτι που απειλούσε τη ζωή του άμεσα. Κάτι όμως που κρατούσε μια σταθερή απόσταση απ' αυτόν και που τον έτρωγε σε κάθε ευκαιρία, λίγο-λίγο και αθόρυβα. Σαν το κακό που κάνεις σε αγαπημένους ανθρώπους, ή το κακό που κάνει η αξόδευτη αγάπη.  


Είχε ένα μαύρο κενό στη θέση του προσώπου του κι ένα τέρας καθισμένο στο κέντρο της μνήμης του.  Τον είδα και τον αγάπησα αστραπιαία. Ήμουν κι εγώ ακόμα ένα θύμα του. Κι αυτός ένας Γκρενουίγ στο κέντρο της πλατείας που περίμενε να εκτελεστεί και απολάμβανε. Το διάπλατο χαμόγελο. Και το ειλικρινές του κλάμα. Το διάφανο στήθος του. Το ευφυές αντίγραφο καρδιάς το μονίμως εκτεθειμένο στο κολακευτικό φως της ημέρας. Κυρίως όμως η μαύρη τρύπα του προσώπου του, σε ρουφούσαν σ´ ένα κενό αγάπης που σε άφηνε ανίκανο να αντιδράσεις. 

Ανίκανος να αντισταθώ κι εγώ, τον ακολούθησα πιστά για αρκετές δεκαετίες. Έγινα ο Σάντσο Πάντσο του, σ' έναν αγώνα με άγνωστο σκοπό. Σκέφτηκα, "τι πιο ιπποτικό από το να αγωνίζεσαι για να αγωνίζεσαι;" Ιδρώσαμε μαζί. Ματώσαμε μαζί. Απολαύσαμε το μεγαλείο του μάταιου μαζί. Χωρίς ποτέ να γνωρίσει αληθινά ο ένας τον άλλον.  Μας ένωσε μόνο ο κοινός μας αγώνας.

Ένα πρωί ξύπνησα από ένα περίεργο ανακαινιστικό όνειρο. Τον έψαξα κι είχε χαθεί. Τον είχε ρουφήξει το αδρό του πρόσωπο. Κατέρρευσε μέσα του. Κι έμεινε αυτός χωρίς σώμα κι εγώ χωρίς πρόσωπο. 

Τον ξαναείδα μετά από χρόνια στο μπράτσο ενός κοριτσιού που κατέβαινε στη Ναυαρίνου, από την Καμάρα.  Χτυπημένο με σινική μελάνη στο λεπτό της χέρι.  Σιωπηλό όπως πάντα και απρόσωπο όσο ποτέ.  Θα 'χει γίνει άγιος σκέφτηκα.  Και μπήκα στην Αγιασοφιά να του ανάψω ένα κερί.